Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Ταμπεραμέντο






Το πρώτο που θυμάμαι είναι φως. Πυκνό εκτυφλωτικό φως, που δεν μου επέτρεπε να δω τίποτα. Άνοιγα και έκλεινα τα μάτια μου, σκοτάδι-φως. Έπειτα, ίσως μερικές μέρες αργότερα, ίσως αρκετά χρόνια μετά, η κεφαλή ενός σπίρτου να γλιστρά σε μια ανάγλυφη επιφάνεια και ο φωσφόρος να αναφλέγετε αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά. Μου άρεσε εκείνη η μυρωδιά, οι σπίθες που πετάγονταν αριστερά δεξιά. Η φλόγα ήτανε κιτρίνη και κόκκινη, και καθώς έκαιγε αργά το ξύλο μεγάλωνε και μεγάλωνε, γινόταν όλο και πιο όμορφη. Το σπίρτο με πλησίαζε φερνοντας μου ζεστασιά, μια ευχάριστη ασφάλεια, και στο δωμάτιο υπήρχε ξανά φως, λευκό και άπλετο.
Συνήθως οι μεγάλοι χρησιμοποιούσανε τα σπίρτα τους για να ανάβουνε τσιγάρα, και δεν μου άρεσε το κάπνισμα, μύριζε άσχημα. Έκανε τα δάχτυλα της μάνας μου να βρωμούν. Μου άρεσε όμως ο τρόπος με τον οποίο οι μεγάλοι τα άναβαν, έτσι πως έσκυβαν το κεφάλι τους και το έχωναν στο στόμα, κάτι ρουφούσανε και έβγαζαν καπνούς από τα ρουθούνια τους, εκείνο αναζωπύρωνε και έδειχναν να ευχαριστιόνται. Το κρατούσαν και το σήκωναν στα χέρια τους καθώς μιλούσαν, έκαναν κινήσεις και αυτό τους ακολουθούσε, σχημάτιζε κουκλάκια καπνού ολόγυρα στον αέρα. Δεν ήθελα να καπνίσω, το τσιγάρο ήτανε σιχαμερό, όμως θα μ’ άρεσε να μπορούσα να κρατώ ένα ψεύτικο και να το περιφέρω ολόγυρα μου, να το ρουφώ και να βολεύομαι στην ησυχία μου όπως εκείνοι.
Κάποια μέρα είδα την θεια μου να ανάβει ένα τσιγάρο, να το ρουφά και ύστερα να λέει: πρέπει να ξεκινήσει σχολείο, για να στρώσει, και αναρωτήθηκα, γιατί πάντα οι μεγάλοι μιλούν μπροστά μου λες και εγώ απουσιάζω. Μια άλλη μέρα ο θειος μου είπε στον πατέρα μου: θα κόψω το κάπνισμα, θα το μάθει το παιδί, κοίταξε πως μας κοιτά, και μου έδωσε ένα κέρμα για τον κουμπάρα. Και, ακόμα πιο μετά, οι γονείς μου κάπνιζαν στο μπροστινό κάθισμα ενός γαλάζιου αμαξιού ενώ κατευθυνόμασταν με γρήγορη ταχύτητα προς τις πρώτες μου διακοπές. Δεν θυμάμαι τίποτα από αυτές.
Ένα πρωινό του επόμενου χειμώνα η μητέρα μου με πήρε από το χέρι και με έβαλε να σταθώ δίπλα από τον πατέρα μου. Κοιτά να μαθαίνεις, είπε. Εκείνος έκοβε και πετούσε χοντρά κομμάτια ξύλου μέσα στο τζάκι. Ύστερα τα ψέκασε με ένα υγρό και έβγαλε από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό μηχανηματάκι που με ένα πάτημα του δάχτυλου του εμφάνισε μια ζωηρή φλόγα. Η φλόγα ήταν ζωντανή, κάπως γαλανή στο ξεκίνημα της και κιτρίνη και μυτερή στην άκρη της, σαν μια μικρή γλώσσα που ανέμιζε πέρα δώθε όπως το χέρι του πατέρα μου έτρεμε. Την πλησίασε σε ένα μικρό φίλο χαρτιού, σκεπασμένο με στρώσεις από ξυλά, και ξαφνικά τα πάντα πλημμύρισαν δυνατό χρώμα. Το στομάχι μου είχε σφιχτεί κι εγώ κοιτούσα με τέτοιον ενθουσιασμό που ήθελα να τα κάνω επάνω μου, να πατήσω επάνω στον ακριβό καναπέ της μάνας μου και να γελάσω ή να πηδήξω και να μπω κι εγώ στο τζάκι. Απέμεινα να κοιτώ. Που και που κάτι ακουγόταν να σκάει εκεί μέσα.
Μιαν άλλη φορά καθόμουν με τον παππού μου σε ένα μέρος με ανθρώπους γεμάτους φρύδια, μαλλιά και γενιά. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί, απλά ότι το έκανα. Ένας αδύνατος άντρας με πράσινο τζάκετ σκισμένο στους ωμούς μας πλησίασε, κρατώντας ένα ξύλο γεμάτο χαρτάκια. Ο παππούς μου είπε: τράβηξε ένα. Το έκανα. Ήταν ένα λαχείο, μου το έδειξε. Ο παππούς κάθε εβδομάδα αγόραζε λαχεία, και όποτε ήμουνα μαζί του, έβαζε εμένα να επιλέγω. Ίσως αυτός να είναι ο τυχερός μας λαχνός, έλεγε, και μερικές ημέρες αργότερα διάβαζε στην εφημερίδα αν είχαν κληρωθεί τα νούμερα μας. Ποτέ δεν κερδίζαμε τίποτα και είχα αρχίσει να πιστεύω πως ήμουν εγώ υπαίτιος γι αυτό. Μπορεί και να ήμουνα γρουσούζης και ο παππούς μου να μην ήθελε να με αφήνει να διαλέγω, μα να το έκανε γιατί όλοι οι μεγάλοι πιστεύανε για κάποιο λόγο πως οι μικροί κουβαλούν μαζί τους τύχη. Δεν μάθαινα ποτέ τι έκαναν οι λαχνοί που τραβούσαν τα ξαδέρφια μου, μα οι δικοί μου δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Και αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι από εκείνη την εποχή.

Μερικά χρόνια αργότερα στεκόμουν εμπρός από το ανοιχτό συρτάρι της κουζίνας κάποιου αλλού σπιτιού. Είχα μάθει πως εκεί οι γονείς μου έκρυβαν πολλές από αυτές τις μαγικές συσκευές, που με το πάτημα του δάχτυλου σου εμφάνιζαν την φλόγα. Το άνοιξα και υπήρχανε δεκάδες. Φοβερό. Η μητέρα μου καθόταν στο σαλόνι. Έκανα πως κοιτούσα τα πιρουνιά. Ήθελα να πάρω μια, μα τι θα γινόταν αν κάποιος εμφανιζόταν ξαφνικά στην κουζίνα. Τα ποδιά μου έτρεμαν. Τελικά άρπαξα μια κιτρίνη. Λεγόταν αναπτήρας. Τον έβαλα στην τσέπη και έτρεξα στο δωμάτιο μου.
Εκείνη την ημέρα την πέρασα εξετάζοντας τη φλόγα. Εάν κάποιος άνοιγε την πόρτα, πετούσα τον αναπτήρα κάτω από το μαξιλάρι μου και έκανα πως κοιμόμουν. Μα καλά, ξάπλωσες ξανά; Έλεγε η μητέρα μου. Κοιτούσα την φλόγα μέχρις αυτή εξαφανίσθηκε. Ο αναπτήρας έβγαλε μερικούς σπινθήρες και αυτή τελείωσε, δεν υπήρχε άλλη. Τελικά πήγα στην κουζίνα και πήρα έναν καινούριο. Ήταν ένας κόκκινος.
Τα απογεύματα είχα έναν φίλο. Τον έλεγαν Γιάννη. Μπορείς να πεζεις με τους φίλους σου τα απογεύματα, είχε πει ο πατέρας μου. Έτσι ο Γιάννης ήταν ο απογευματινός μου φίλος.
Του είχα δείξει τον αναπτήρα μου. Κοιτά τι μπορεί να κάνει, του είπα, και του έδειξα. Α, αυτό δεν είναι τίποτα, μου είπε εκείνος. Κοιτά αυτό. Μου τον πήρε από τα χέρια και άρχισε να απλώνει το υγραέριο στο παντελόνι του, ύστερα του έβαλε φωτιά και μια λωρίδα φλόγα απλώθηκε στο ρούχο του. Πονάει; Τον ρώτησα, καθώς η φλόγα συρρικνώνονταν και γίνονταν όλο και ποιο αδύναμη, μέχρις που χάθηκε. Α καθόλου, μου είπε εκείνος. Δοκίμασε.
Ξεκίνησα να κάνω το ίδιο κάθε μέρα από τότε, όταν οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι. Δοκίμασα και νέες επιφάνειες. Στο πάτωμα, στην πόρτα, στο μάρμαρο της κουζίνας, στον καθρέφτη. Σε κάποιες απ’ αυτές είχε θεαματικά αποτελέσματα, σε άλλες όχι και τόσο.
Ένα άλλο απόγευμα κόβαμε βόλτες με τον Γιάννη γύρω από την γειτονία. Κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας αναπτήρες. Εγώ είχα δυο. Αν κάτι πάθαινε ο ένας, έβγαζα τον άλλο. Ο Γιάννης ήτανε πνεύμα δημιουργίας. Κάποια στιγμή μου λέει, έλα εδώ, βρήκα κάτι. Είχε βρει τον ιστό μιας αράχνης στα κάγκελα μιας οικοδομής. Πήρε τον αναπτήρα του και άρχισε να τον καιεί. Η αράχνη στεκότανε στη μέση, εντελώς ακίνητη. Τα νήματα του ιστού άρχισαν να σπανέ και να βρωμούν, η αράχνη έκανε πως κουνήθηκε, ομως Γιάννης συνέχισε. Όταν κάηκε ολόκληρος, πλησίασε με την φλόγα την αράχνη. Εκείνη έκανε μικρές κινήσεις, σαν να ήταν ζαλισμένη. Τον συμβούλευσα να την κάψουμε αργά, αλλά μόλις η φλόγα την πλησίασε, εκείνη έβγαλε έναν σιγανό ήχο σαν σπυράκι που σπάει και γίνηκε ένα μικρό καμένο κουβάρι από ποδιά και τρίχες και κόλλησε σε ένα κρεμάμενο νήμα που ταλαντεύονταν πέρα-δώθε. Φοβερό, είπα.
Από τότε όπου βλέπαμε αράχνες και μικρά ζούφια πάντα τα καίγαμε. Μια φορά ο Γιάννης έφερε ένα μπουκάλι γαλάζιο υγρό. Οινόπνευμα, είπε, πάμε να το κάψουμε μια μυρμηγκοφωλιά. Βρήκαμε μια και αδειάσαμε το μισό μπουκάλι μέσα της, έπειτα έριξα στην τρυπά ένα σπίρτο. Δεν έγινε τίποτα. Εγώ φανταστικά πως όλο το περίπλοκο Βασίλειο των μυρμηγκιών πνίγονταν τώρα στις φλόγες καθώς μυρμηγκιά, μικρά, ευαίσθητα και γρήγορα, έτρεχαν για να γλιτώσουν πανικόβλητα. Μείναμε για λίγο μήπως κάτι συμβεί, αλλά τίποτα δεν έγινε.
Έχω μια ιδέα, είπα, έλα μαζί μου. Ήταν η πρώτη μου ιδέα.
Ανεβήκαμε σε έναν λόφο με μπάζα. Υπήρχαν διάφορων λογής σκουπίδια εκεί, αλλά κυρίως πλαστικό: σακουλές, επιφάνειες από νάιλον, ξεραμένα ακρυλικά χρώματα. Ψέκασε, είπα στον Γιάννη, κι εκείνος το έκανε φτιάχνοντας κύκλους και σχήματα. Στραγκιξαμε και την τελευταία σταγόνα. Έπειτα έβαλα φωτιά σε ένα μικρό χαρτάκι και το πέταξα μέσα. Το συνοθηλευμα αναφλευχτικε μεμιάς. Ήταν μεγαλύτερη φλόγα που είχα δει ποτέ, και έβγαζε μαύρους καπνούς και βρωμούσε. Το θέαμα ήτανε φοβερό, τα μάτια μου γυάλιζαν. Ξαφνικά έστρεψα το κεφάλι μου και είδα τον Γιάννη τα τρέχει προς το σπίτι του. Τον ακολούθησα, άνοιξε την αυλόπορτα και κρύφτηκε κάπου στον κήπο. Τον είδα να στέκετε εκεί κουλουριασμένος. Είχε τρομοκρατηθεί για τα καλά.

Όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο προαύλιο του σχολείου, έκανα την πρώτη μου προσευχή και μπήκα στην πρώτη μου αίθουσα, όπου άγνωστα παιδία στην ηλικία μου κάθονταν στα θρανία τους σιωπηλά περιμένοντας τον δάσκαλο τους, στην πρώτη του δημοτικού, κατάλαβα πως η ζωή μου είχε πλέον ριζικά αλλάξει. Είχε μπει σε μια νέα πορεία από την οποία θα αργούσε πολύ να βγει, και έδειχνε να είναι πολύ κουραστική.
Τα παιδία της Τετάρτης και της πέμπτης ήτανε τεραστία, δυνατά, καλοφτιαχμενα, και εκείνα της έκτης γιγάντια, και περνούσαν όλα από μπροστά μας, αμέριμνα. Αμέριμνοι γίγαντες Μας έλεγαν πρωτάκια και αυτό κάπως μας ένωνε. Χρειαζόταν να είμαστε ενωμένοι αν θέλαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Αν και αμφιβάλω αν όλα τα αγόρια της πρώτης μπορούσαν να αντισταθούν σε έναν και μόνο από δαύτους.
Κάθε πρωί ο παππούς με πήγαινε μέχρι το σχολείο. Κάθε τρία πρωινά αγοράζαμε και από έναν λαχνό. Ύστερα κοιτούσαμε στην εφημερίδα την κλήρωση. Τίποτα για σήμερα, έλεγε ο παππούς μου και μου έδινε τον λαχνό, παρτον. Εγώ πήγαινα στο μπαλκόνι και τον έκαιγα. Του έβαζα φωτιά στη μια γωνία και τον πετούσα από τον τρίτο. Έπεφτε φλεγόμενος κάνοντας γκελ στον αέρα, ενώ η φωτιά φούντωνε και φούντωνε. Στοιχημάτιζα στον εαυτό μου εάν θα έφτανε μέχρι κήπο πριν να καεί ολόκληρος.
Όταν ο χειμώνας μπήκε για τα καλά, ακόμα και με την πιο μικρή ψιχάλα, η μανά μου με υποχρέωνε να φεύγω πάντοτε με ομπρελά. Το πρόβλημα ήταν πως τα παιδία της έκτης δεν το έκαναν ποτέ. Έφθαναν στο σχολείο εντελώς ανεπηρέαστα από την βροχή. Αν κουβαλούσες ομπρέλες, αδιάβροχα και άλλες τέτοιες ανοησίες σε καναν βούκινο. Σε έβρισκαν στα διαλύματα και σε φώναζαν φλουφλη μπροστά στα κορίτσια. Αν ήσουν άτυχος, μπορεί και να τις έτρωγες.
Εμένα δεν με πείραζε σχεδόν κανείς. Δεν ξέρω πως, αλλά όλοι γνώριζαν τον παππού μου και με σέβονταν. Όλοι εκτός από έναν. Το ποιο απαίσιο παιδί που γνώρισα ποτε. Τον έλεγαν Τάσο. Κάθε φορά που με έβλεπε με ομπρελά, με πλησίαζε και μου έδινε φάπες στο σβέρκο. Όχι πολύ δυνατές, αλλά έκανε μόνον αυτό, μου έδινε φάπες. Φλουφλη, φλουφλη, ομπρελακια, και δεν σταματούσε μέχρι το κουδούνι να χτυπήσει.
Εν τω μεταξύ στον κήπο πλέον έκαιγα όλα τα έντομα που έπαιρνε το μάτι μου. Κάθε λογής ζούφιο ήταν καταδικασμένο να βασανιστεί με τον χειρότερο τρόπο, σαν τολμούσε να κατοικοεδρεύσει εκεί. Ακόμη έκαιγα στοίβες από χορταράκια. Με το οινόπνευμα σχεδίαζα γεωμετρικά σχήματα και τους έβαζα φωτιά. Τα παρακολουθούσα να σχηματίζονται φλεγόμενα, να περνούν ζωή αποκτώντας λίγες στιγμές δόξας μέχρις το οινόπνευμα να εξατμιστεί.
Στην τουαλέτα άναβα μερικές διπλές χαρτιού και το πετούσα στην λεκάνη. Αυτό το έκανα συνεχεία, κάθε ημέρα, κάθε φορά που πήγαινα στο μπάνιο. Τόσο που η μητέρα μου είχε αρχίσει να αναρωτιέται πως τελείωνε τόσο γρήγορα το ρόλο τουαλέτας.
Ένα απόγεμα είδα την γιαγιά μου να ράβει ένα παντελόνι, και στην τελευταία βελονιά να καίει την κλώστη που περίσσευε. Από τότε άρχισα να καίω και κλωστές. Κάθε κλώστη που υπήρχε μες στο σπίτι: στο χαλί, στην κουρτίνα, στα ρούχα, στα σεντόνια, οπουδήποτε. Εξερευνούσα όλα τα μερί από δυο και τρεις φορές και μόλις ανακάλυπτα κλώστη, τσούπ, έβγαζα τον αναπτήρα μου και την έκαιγα: δεν έπρεπε να υπαρχει εκεί, σκεφτόμουν, έκανα κάτι χρήσιμο.

Κάποιο βράδυ με είχε καλέσει ένας συμμαθητής μου σπίτι του. Οι γονείς του ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Να είστε φρόνημα παιδία, μας είπανε και έκλεισαν την πόρτα. Ειμασταν ελευθεροι σε ένα μεγαλο σπιτι. Ειχαμε απεριοριστες δυνατοτητες. Εμενα οι δικοι μου ποτε δεν με αφήναν μονο.
Λοιπόν, τώρα τι κάνουμε; Ρώτησα. Έλα, ξέρω κάτι, απάντησε εκείνος.
Πήγαμε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο παππούς του πριν πεθάνει. Τώρα δεν υπήρχε κρεβάτι και είχαν απομείνει μόνο μερικά σκόρπια έπιπλα. Ήταν κάπως σκοτεινά.
Μου έδειξε την κουρτίνα. Μπορείς να μπεις εκεί πίσω; Με ρώτησε. Δεν ξέρω, απάντησα. Κοιτά. Έκλεισε το φως και κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα. Άντεξε σχεδόν δυο λεπτά. Ύστερα την έσπρωξε με δύναμη και βγήκε χλομιασμένος. Ουφ, είναι πολύ τρομαχτικά. Εσύ πόσο αντέχεις; Μπήκα και εγώ. Δεν υπήρχε τίποτα. Έβλεπα μόνο μια κουρτίνα. Περίμενα ένα λεπτό, δυο λεπτά, ύστερα ο φόβος εξαφανίστηκε. Θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα. Ακόμη και χρόνια. Ήμουν ατρόμητος. Μονάχος μου με την κουρτίνα. Ύστερα ο Κ. πήγε στο μπάνιο. Πρέπει να βαρέθηκε να με περιμένει. Εγώ ήμουν ακόμα εκεί.
Κοίταξα το ύφασμα που έγλυφε τα παπούτσια μου καθώς ανέμιζε. Ήτανε μεταξωτό κόκκινο, πολύ όμορφο. Μια κλώστη προεξείχε. Γονάτισα εκεί και την έκαψα με τον αναπτήρα μου. Η φλόγα ξεψύχησε γρήγορα με μία υπέροχη λάμψη. Η μυρωδιά από καμένο μεταξύ γαργάλισε τα ρουθούνια μου. Βγήκα έξω και ξανά κοίταξα την κουρτίνα. Ήτανε πολύ όμορφη. Έσκυψα και έβαλα φωτιά στην μια της άκρη, ύστερα στην άλλη, τέλος στην μέση. Κανονική φωτιά. Φούντωσε αμέσως. Οι φλόγες ανέμιζαν μπροστά μου υπέροχες. Τα μάτια μου ήταν καθρέφτες. Απίθανο θέαμα.
Από το μπάνιο ακούστηκε μια φωνή. Ει, τι γίνετε ρε; Πήδηξα στην πόρτα και την έκλεισα πίσω μου με δύναμη. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια και έτρεξα σπίτι μου. Κρύφτηκα μέσα στα παπλωματά περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει. Τελικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Με τον Κ. δεν ξαναμίλησα.

Στο σχολείο η κατάσταση με μερικα παιδία της έκτης δεν είχε τελειωμό. Κάθε φορά τα ίδια. Πλέον με είχανε σταμπάρει και με ενοχλούσαν χωρίς να υπάρχει λόγος, απλά για την διασκέδαση τους. Ο χειρότερος απ’ όλους, όπως ήδη ανεφερα, ήτανε ο Τάσος. Ήτανε τεράστιος, χόντρος, ένας μπόγος από κρέας με ρούχα κολλημένα πάνω του. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν αυτά τα παιδία θα μπορούσαν να βάλουν κάτω τον πατέρα μου ή τους δάσκαλους τους.
Κάθε πρωί ξυπνούσα από τα ζεστά σεντόνια μου, έβγαινα από το ζεστό μου σπίτι, φορώντας τα ζεστά μου ρούχα, έφθανα σχολείο και σαν ο παππούς μου έφευγε, ξάφνου βρισκόμουν ολομόναχος. Σε ένα απέραντο προαύλιο όπου τα αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων καραδοκούσαν. Υπήρχαν μαθητές που έπαιζαν εκεί έξω, δάσκαλοι, σκυλιά, γατιά, ένας ολόκληρος μικρός κόσμος, όμως κανείς δεν μπορούσε να με προστατέψει, δεν είχε καμία σημασία. Ο Τάσος ερχόταν και μου έδινε φάπες για ένα ολόκληρο διάλειμμα όταν είχε κέφια. ομπρελακια, ομπρελακια, επαναλάμβανε όλη την ώρα. Ευχόμουν να μην τελειώσει το μάθημα, ήξερα τι θα επακολουθούσε. Προσποιούμουν τον αδιάθετο για να μείνω στην τάξη, μα μια ασπρουλιάρα επιμελήτρια, ψηλή και πελώρια, υπερβολικά πρόωρα ανεπτυγμένη έτρεχε στο θρανίο μου.
«έξω»
«μα πονάει το κεφάλι μου»
«δεν με νοιάζει, εμένα έτσι μου είπανε. Έλα, έξω»
«μα»
«έλα μην σε βγάλω με το ζόρι»
Ώσπου έφτασε η σειρά μου να γίνω επιμελητής. Αυτή η εβδομάδα θα είναι η τυχερή μου, σκέφτηκα. Καθόμουν μόνος μου στην αίθουσα και έκανα γκριμάτσες. Κανένας δεν μπορούσε να με δει. Έκλεινα την πόρτα και διάβαζα τις εργασίες των κοριτσιών.
Ωσπου μια ημερα η πόρτα άνοιξε και ο Τάσος μπήκε μέσα. Τα ποδιά μου κόπηκαν. Έκλεισε και την πόρτα πίσω του. Γεια, με χαιρέτισε. Δεν κουνήθηκα. Ήρθε δίπλα μου και με άρχισε στις συνεχόμενες φάπες, λοιπόν; Που είναι το αδιάβροχο σου; Για να δω; Σίγουρα το κρύβεις μέσα στην τσάντα σου. Με το ένα χέρι συνέχισε τις καρπαζιές και με το άλλο άρχισε να ψάχνει τα πράγματα μου. Ανακάλυψε ένα τυλιγμένο τοστ. Τοστακια ε; φλώρε.
Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ήτανε τα πράγματα μου. Μου τα ετοίμαζε η μητέρα μου κάθε πρωί πριν φύγω, δεν είχε δικαίωμα να μου το κάνει αυτό. Ήτανε δικά μου και δικά της. Έσκυψα και του δάγκωσα με όλη μου την δύναμη το χέρι, σχεδόν του έκοψα κομμάτι. Μια δυνατή σφαλιάρα ήρθε και απλώθηκε στο μάγουλο μου, ήταν το πιο δυνατό χτύπημα που είχα νιώσει ποτέ μου. Κόλλησα στην θέση μου. Μαλακισμένο, είπε, θα τα πούμε ξανά, και έφυγε. Ξεκίνησα να κλαίω σιωπηλά. Το μάγουλο μου ήταν κόκκινο και ζεστό. Τύλιξα το τοστ και το έβαλα ξανά στην θέση του. Έβγαλα τον αναπτήρα και άρχισα να απλώνω υγραέριο στο παντελόνι μου.

Κάποια φορά είχα βάλει φωτιά σε μια από τις γάτες που έβοσκαν στον κήπο μας. Την είχα καταβρέξει με μπόλικο οινόπνευμα στην μαλλιαρή ουρά της και αφού λαμπάδιασε, την παρακολουθούσα να τρέχει αφηνιασμένη. Κυλίστηκε στα χώματα και εν τέλει ξελάσπωσε με μια καμένη ουρά. Δεν επιθυμούσα στ αλήθεια να το κάνω. Ήθελα μόνο να δω πως σκέφτεται ένας φλεγόμενος ζωντανός οργανισμός. Την λυπήθηκα, την καημένη, αλλά είχε πλάκα.
Ξεκίνησα για το σχολείο αποφασισμένος. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό άρχισα να παίζω στα διαλύματα μαζί με τα υπόλοιπα παιδία. Ήξερα πως θα ερχόταν. Και ξάφνου, τσούπ, εμφανιστηκε. Με πλησίασε αργά, σαν μια άμορφη μάζα από πολλά κιλά. Ήτανε τόσο τεράστιος που μου έκρυβε τον ήλιο. Μου έδωσε μια φάπα, μετά ακόμα μια, ακόμα μια. Μόνον αυτό, χωρίς να μιλήσει.
Εκείνη την ημέρα φορούσε μια γκρίζα φόρμα, βαμβακερή. Ήτανε λαδωμένη κατά τόπους και είχε μια χόντρη κηλίδα ουρών κολλημένη λίγο κάτω από το στομάχι του. Ήτανε από τα φτωχά παιδία που κατοικούσαν σε μια ρημαγμένη συνοικία και είχανε μονάχα δυο αλλαξιές ρούχα, και ήτανε αηδιαστικός. Τον σιχαινόμουν. Όμως το ότι φορούσε φόρμα με βόλευε μια χαρά. Ήτανε σαν κάποια αόρατη δύναμη να με είχε βοηθήσει εκείνη τη στιγμή, σαν να ρθε με το μέρος μου.
Έβγαλα από το βρακί μου το μπουκάλι με το οινόπνευμα και άρχισα να του ψέκαζω το δεξί του πόδι. Αυτό ήτανε το ποιο δύσκολο σημείο και προσπάθησα να κάνω γρήγορα. Όμως δεν αντέδρασε, απλά άρχισε να μου τις βρέχει δυνατότερα: νομίζεις κάτι κανείς τώρα; Βρέχε αυτό εσύ, βρέχω φάπες εγώ, για να δούμε ποιος θα βαρεθεί πρώτος. Με χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά. Ο σβέρκος μου είχε γίνει μοβ και κάθε άγγιγμα του με έτσουζε σαν να έσκαγα σαν σακί από τα διακόσα μέτρα στην θάλασσα. Όμως δεν υπέφερα. Άντεχα.
Αφού τελείωσα όλο το μικρό μπουκάλι σχεδόν με την ησυχία μου, σίγουρα πολύ ευκολότερα από όσο το είχα σχεδιάσει, έβγαλα γρήγορα τον αναπτήρα. Εκεί αντέδρασε. Για μια στιγμή με κοίταξε στα μάτια, πανικόβλητος.
«ε;»
είχε τρομοκρατηθεί. Φάνηκε ξεκάθαρα στα μικρά του μάτια και τα στρογγυλεμένα του χείλι, και το απόλαυσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Ένα παιδί της έκτης τα ‘χε κάνει επάνω του, κι αιτία ήμουν εγώ. Ήμουν δυνατός.
Ακούμπησα την φλόγα στο πανταλόνι του και αμέσως το πόδι του φούντωσε συθέμελο. Άρχισε να χοροπηδάει σαν σε κουτσό και να τινάζετε στον αέρα. Η φλόγα φούντωνε και φούντωνε. Βοήθεια, βοήθεια…, καίγομε, καίγομε…
Ναι, αυτό ήταν, καιγότανε, και δεν γνώριζα που θα κατέληγε, αλλά στ’ αλήθεια δεν με ενδιέφερε. Τα προαύλιο μαζεύτηκε ολόγυρα του και τον κοιτούσε, οι καθηγητές χαμπάρι. Α, α, α, βοηθήστε με ρε. Τώρα ήτανε η καλύτερη στιγμή, ικέτευε και ούρλιαζε με μια λεπτή κοριτσίστικη φαλτσαριστή φωνή και κάποιοι άρχισαν να γελούν. Ήταν ένα υπέροχο γέλιο. Όλοι πιστεύανε πως ήταν μόνο κάτι σαν αστείο, πως στ αλήθεια η φωτιά θα έσβηνε, μα εκείνη επεκτανωτανε ολοένα και πιο πολύ, όλο και πιο πάνω, στη μπλούζα, στα χέρια, στα μαλλιά του. Οι παλάμες του αχνίζανε πυκνούς καπνούς και ήτανε κατάμαυρες, ενώ στις σάρκες του άνοιγαν μικροί κρατήρες, ο ποιο εντυπωσιακός από αυτούς κάτω από το μάτι του.
…ώσπου τα κορίτσια άρχιζαν να ουρλιάζουνε, μερικοί κρατούσαν τα μαγούλα τους με τα δυο τους χέρια, άλλοι έσπρωχναν με τις παλάμες τα αυτιά τους. Εγώ τον κοιτούσα ακόμα, προσπαθώντας να συναντήσω την μάτια του, και αυτό συνέβη, λίγο αφότου κάποιος ηρωικός δάσκαλος ήρθε και τον πλάκωσε με το κορμί του για να σβησει την φωτια, αλλά το βλέμμα του ήτανε τόσο νεκρικό, που ήταν σαν να μην με είχε κοιτάξει ποτέ.
Ύστερα μας επέστρεψαν βιαια στις τάξεις μας κι εκεινος απεμεινε σωριασμενος κατω. Είχε απλώσει την παλάμη του περιμένοντας κάποιος να την αγγίξει, μα σαν μια κοπέλα προσπαθησε να του δόσει κουράγιο, κάποιος της είπε: όχι, δεν πρέπει να τον πειραξουμε, μπορεί να το κάνουμε κακό άθελα μας. Και η παλάμη του παρέμεινε εκεί, να την κοιτά μονάχος και να ανοιγοκλείνει σαν κουρδισμένο ρομποτακι Χριστουγέννων μηχανικά τα δάχτυλα του.
Δεν κάναμε άλλο μάθημα θυμάμαι εκείνη την μέρα. Ο δάσκαλος μας μπήκε για να μας πει να παραμείνουμε ήσυχοι και ύστερα εξαφανίσθηκε. Ήτανε ωραία. Φτιάχναμε σαΐτες και κάναμε κόντρες. Μερικοί αναπαριστούσαν πως ούρλιαζε φλεγόμενος ο Τάσος κι εμείς ψηφίζαμε τον πειστικότερο. Ένα κοριτσάκι σε μια γωνία έκλαιγε.
Λίγο αργότερα άκουσα στην διπλανή αίθουσα κάποιον να λέει στους μαθητες της τριτης: λοιπόν, τώρα θέλω να μου πείτε όλα όσα είδατε σχετικά με το περιστατικό…Επέστρεψα στη θέση μου, έβγαλα τον αναπτήρα μου και άρχισα να απλώνω υγραέριο στο τζιν μου.

Ταμπεραμέντο Μέρος 2ο

Από τον πρώτο μου χρόνο στο ίδρυμα δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Μόνον πως κάθε πρωί με υποχρέωναν να πεινώ γάλα με δημητριακά, το μεσημέρι είχε πλήρες γεύμα, και το βράδυ γλυκό. Στους διαδρόμους έπαιζε χλιαρή μουσική. Ένιωθα διαρκώς μια ζαλάδα, ήμουν μπερδεμένος. Η πρώτη μου χρόνια στο ίδρυμα ήτανε θολή σαν τοπίο σε πίνακα του Βαν γκογκ. Μερικές φορές βλέπαμε και ταινίες σε μια μισοάδεια αίθουσα.
Έπειτα από αυτό γνώρισα μερικά παιδία, θα ταν στην ηλικία μου. Εκείνο που μπορώ να θυμηθώ ήταν πως αισθανόμουν πως δεν είχα θέση ανάμεσα τους. Οι γιατροί βέβαια έλεγαν στους γονείς μου πως είχα ξεκάθαρο πρόβλημα και πως σύντομα θα γινόμουνα καλά, αλλά εγώ δεν το πίστευα.
Από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την περίοδο, ήτανε πως ήθελα να ανάψω μια μικρή φωτιά. Και αυτό δεν ήτανε κακό, εφόσον δεν έβλαπτα κανέναν. Με είχαν υπό περιορισμό και είχα πάντοτε έναν επιτηρητή μαζί μου που δεν μου επέτρεπε να ακουμπώ αναπτήρες, σπίρτα ή αιχμηρά αντικείμενα. Έτρωγα με ένα πλαστικό μαχαιράκι που δεν ήταν ικανό να κόψει το φαΐ μου. Το σπρώχνα και το σπρώχνα στο πιάτο ώσπου τελικά η μπριζόλα πεταγόταν έξω από το τραπέζι.
Όλο τον επόμενο χρόνο η ζωή μου ήτανε μια απελπισία. Δικοί μου άνθρωποι έρχονταν να με επισκεφτούν και ύστερα με κλείδωναν σε ένα δωμάτιο μοναχο. Από την οργή έγδερνα με τα νύχια το πρόσωπο μου και με δάκρυα στα μάτια φώναζα: θα σας κάψω, θα σας κάψω όλους. Τα αίματα κυλούσανε στο σαγόνι μου από τα σκισμένα μαγούλα μου. Δεν ήξερα γιατί τα έκανα αυτά. Νομίζω γιατί πίστευα πως οι γιατροί αυτά φοβόντουσαν να ακούνε από εμένα. Την επόμενη μέρα ο νοσοκόμος ερχόταν και μου έκοβε τα νύχια ακόμη πιο βαθιά, μέχρι το κρέας να μείνει στα δάχτυλα μου κόκκινο και γυμνό. Και από αυτόν τον χρόνο εκείνο που θυμάμαι ξεκάθαρα, ήτανε μονάχα πως ήθελα να πάω σπίτι μου.
Έπειτα τα πράγματα γίνηκαν κάπως καλύτερα. Ξεκίνησα να πηγαίνω στο σχολείο του ιδρύματος και η ώρα μου κυλούσε πιο ευχάριστα, σχεδόν όπως παλιά. Καμία φορά προσπαθούσα να βγω έξω από το σώμα μου και να σκεφτώ πως ήμουν ακόμη ένα παιδί. Και τα παιδία δεν έπρεπε να φέρονται όπως εγώ. Αυτό άρχισε να με συνεφέρνει. Προσπάθησα να είμαι όπως όλοι οι συνομήλικοι μου.
Έκανα και φίλους. Ο πρώτος λεγότανε Στράτος. Ήταν από την τάξη μου. Μειλίχιο παιδί. Δεν ρώτησα ποτέ πως είχε βρεθεί εκεί μέσα. Είχε κι έναν κολλητό, τον Χρήστο, τον γνώρισα κι αυτόν και γίναμε μια μικρή παρέα. Τους συναντούσα μόνο στα μαθήματα, γιατί ύστερα από αυτά με έστελναν στο δωμάτιο και μια κοπέλα ερχότανε για να παίξουμε παιχνίδια με κύβους και ζαριά. Οι ώρες κυλούσαν πιο ευχάριστα έτσι. Όλα γίνονταν όλο και πιο ήρεμα κι εγώ είχα αρχίσει να συνηθίζω το νέο μου σπίτι.
Με τον Χριστο καθόμασταν στο ίδιο θρανίο εκείνη την χρόνια. Ο δάσκαλος μας έβαζε να διαβάζουμε από το βιβλίο ένα κείμενο και να γράφουμε την περίληψη. Είχαμε μονάχα ένα βιβλίο και ο Χρήστος διάβαζε γρήγορα σαν διάβολος. Ύστερα με περίμενε και όλο με ρωτούσε:
«Τελείωσες, τελείωσες;» και βιαζόταν να αλλάξει σελίδα.
Δεν μου άρεσε αυτό. Πως μπορούσε να κάνει την ανάγνωση τόσο γρήγορα, μήπως με κορόιδευε; Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω λίγες γραμμές από την αρχή, λίγες από την μέση, και λίγες από το τέλος. Και έπειτα τον περίμενα και όλο τον ρωτούσα:
«Τελείωσες; Κοντεύεις;», και σήκωνα λίγο την άκρη της σελίδας να ξεκινήσω την επόμενη.
«Όχι, όχι, μισό λεπτό», μου έλεγε εκείνος και προσπαθούσε να βιαστεί.
Καλύτερα έτσι. Δεν μ άρεσε να με περνάει ο Χρηστος στο διάβασμα. Από τότε πάντα τον κέρδιζα στην ταχύτητα, αλλά από περίληψη μηδέν.

Το καλοκαίρι η ψυχολογία μου πήρε ξανά την κάτω βόλτα. Ο Χρήστος και ο Στράτος άνηκαν στο τμήμα Α΄ του ιδρύματος, εγώ ήμουν στο Γ΄. Δεν μπορούσα να τους βλέπω πια, δεν γινόντουσαν μαθήματα και στο προαύλιο μας χώριζαν κάτι πελώρια συρματοπλέγματα που έκοβαν το ίδρυμα σε τέσσερα μεροι, αντίστοιχα με το τμήμα που άνηκες.
Στο δικό μου τμήμα νοσηλεύονταν οι σοβαρές παθήσεις, άνθρωποι όλων των ηλικιών που ήτανε πραγματικά άρρωστοι και άλλοι επικίνδυνοι, έτσι που δεν γινόταν να έχεις επαφή μαζί τους. Μερικοί είχανε όψη απόκοσμη, το βλέμμα τους ήτανε νεκρικό και οι νοσοκόμες τους έσερναν πάνω σε μεταλλικά καροτσάκια στον διάδρομο όλη την ώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εγκεφαλικη ασθένεια έδειχνε να έχει διεισδύσει σε όλο τους το σώμα και να έχει παραμορφώσει το κορμί τους. Τα σαγόνια τους τραύλιζαν μακρόστενα καθώς ήταν, ενώ τα μάτια τους είχαν πεταχτές κόχες και λιπόσαρκα βλέφαρα και χείλι κρεμαστά με ξεραμένα σάλια.
Τα βράδια, για να περνά η ώρα, παρακολουθούσαμε θεατρικό. Ύστερα συναντιόμασταν στα σύρματα. Aνταλαζαμε τις επιτυχίες μας στις κοπέλες. Δηλαδή καμία. Απλά λέγαμε αυτά που φανταζόμασταν ότι θα συμβούν.
Την Kαίτη, από το τρίτο τμήμα της θεραπευτικής, την είχαμε δει στο παράθυρο να βγάζει το σουτιέν της. Είχε καθίσει εκεί, γυμνή από την μέση και πάνω, με τα μικροσκοπικά βυζιά της, και κάτι προσπαθούσε να κάνει. Το χειμώνα θα ήμασταν μαζί στην ίδια τάξη και θα μας το έπαιζε ντίβα, όμως για μας δεν μετρούσε πια, οποία και να ήθελε να πιστεύουμε πως ήτανε, εμείς είχαμε δει τα βυζιά της.
Συχνά μετά το βραδινό τρέχαμε στις άκρες και ανταλλάζαμε γλυκά. Τους έδινα δυο σοκολάτες, μου επέστρεφαν ένα κρουασάν.
«Ρέε, ένα κρουασάν κανονικά αξίζει μιάμιση σοκολάτα, όχι δυο ολόκληρες!», «Καλά, δώσε τώρα δυο και την επόμενη φορά θα έχεις ένα για μια»
«Σύμφωνοι».
Μια μέρα έφεραν μαζί τους και ένα νέο παιδί. Ήτανε δυο τάξεις μεγαλύτερο, είχε πυκνά σγουρά μαλλιά και μια μεγάλη μύτη. Στο σαγόνι και τις φαβορίτες του κρέμονταν μερικές αραιές τρίχες και συνεχώς έβηχε, τόσο δυνατά, που έλεγες πως ένα χοντρό, τραχύ και κολλώδες πράγμα ήταν έτοιμο να ξεκολλήσει από τον λαιμό του. Τελικά το μόνο που συνέβαινε ήταν να φτηνει όλη την ώρα. Τον έλεγαν Βαγγέλη και κάπνιζε, ακριβώς όπως οι γονείς μου: Κουνούσε το χέρι του πάνω-κάτω, δεξιά αριστερά, και ο καπνός σχημάτιζε κύκλους στον αέρα. Έμοιαζε σχεδόν σαν μεγάλος.
Καμία φορά μιλούσαμε μέσα από τα σύρματα και ένα μικρό γρήγορο σάλιο ξέφευγε από το στόμα του και καρφωνόταν στο φρύδι μου. Εκείνος δεν το καταλάβαινε κι εγώ για να μην τον φέρω σε δυσκολη θεση το άφηνα εκεί, μέχρι που θα έστρεφε κάπου το βλέμμα του κι σκουπιζόμουν γρήγορα-γρήγορα.

Κάποιο πρωί, μαζί με τα καθαρά μου ρούχα που έφερνε η επιμελήτρια, βρήκα κάπου παραπεταμένο κάτω από την διπλωμένη στοίβα έναν αναπτήρα. Ητανε μπλε. Τον σήκωσα και τον επεξεργάστηκα καλά-καλά. Τι ειρωνεία, δεν μου έκανε πλέον καμία αίσθηση, κι όμως γι αυτό βρισκόμουν τώρα εδώ μέσα. Καλού κακού τον έχωσα σε μια κάλτσα και την έβαλα στο συρτάρι μου. Μπορεί και κάποτε να μου χρησίμευε, ποτέ δεν ξέρεις.

Την επόμενη σεζόν επιτέλους ξαναειδώθηκα με τους φίλους μου από κοντά. Είχαμε ξανά τον χρόνο να φλυαρούμε στα μαθήματα, να παλεύουμε στα διαλύματα και καμία φορά να βλέπουμε τον Βαγγέλη να καπνίζει αργά, όπως οι μεγάλοι.
Ήτανε μάλλον η τελευταία χρόνια μου στο ίδρυμα. Οι γονείς μου με είχαν συμβουλεύσει να είμαι πολύ προσεκτικός. Προσπαθούσα, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο τα κατάφερνα.
Με τους άλλους είχαμε κάνει πολλά. Η διαγωγή μου είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Όμως κατά έναν τρόπο καταλάβαινα πως τους γιατρούς δεν τους απασχολούσε, μάλλον αυτό ήθελαν να βλέπουν από εμένα, να φέρομε περίπου σαν κι αυτό. Σαν φυσιολογικό παιδί. Και κατά τη γνώμη μου, με μια μόνο εξαίρεση, τέτοιο ήμουν από πάντα.
Μαζί με τον Βαγγέλη κάναμε κυρίως δολιοφθορές. Χαράζαμε το χρώμα στους τοίχους, σπάγαμε καρέκλες, σκίζαμε κουρτίνες, κλέβαμε τις κιμωλίες, γράφαμε τους πίνακες με ανεξίτηλους μαρκαδόρους. Αν ποτέ φτιάχναμε μια σπείρα, ο Βαγγέλης θα ήταν ο εγκέφαλος, αυτός ήταν ο Βαγγέλης.
Μια μέρα καθώς προχώραγα βλέπω κάτι τύπους με ποδιές να ξηλώνουνε τους ψυκτες. Τους ξερίζωναν από την αυλή, από τις αίθουσες, από τα αμφιθέατρα, από παντού. Τα καλώδια κρέμονταν. Τους φόρτωναν και έφευγαν. Με βρίσκει ο Βαγγέλης και μου λέει.
«Είδες τι έκαναν στους ψυκτες; Που να τους πάρει ο διάολος»
«Στην τάξη μας είπαν πως είχαν βάλει τους διπλούς από αυτούς που προβλέπονταν για τον κτήριο».
«Ε και λοιπόν; Έτσι κι αλλιώς εμείς δεν μπορούμε να πιούμε το διπλάσιο νερό από αυτό που χρειαζόμαστε»
Ο Βαγγέλης είχε πάντοτε μια απάντηση για όλα.
Το λοιπόν, πήραμε μια ταινία από το μάθημα της χειροτεχνίας και αρχίσαμε να κολλάμε πατημένα όλα τα βρυσακια στους ψυχτές που είχαν απομείνει. Όλα μαζί ταυτόχρονα. Ανοίξαμε όλα τα νερά στις τουαλέτες και ότι άλλες βάνες βρήκαμε μπροστά μας. Ύστερα πέσαμε για ύπνο και ακούγαμε τα πατώματα να πλημμυρίζουν. Άκουγα τις νοσοκόμες να τρέχουν τρελαμένες όλο νεύρα και τον διευθυντή να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να ρώτα:
«Ξέρεις ποιος το έκανε αυτό;»…
«Ξέρεις ποιος το έκανε αυτό;»…
«Εσύ το έκανες αυτό;»…
Έλεγα θα μπει και στο δικό μου, αλλά ήταν από εκείνα που προσπέρασε πάνω στην φούρια του. Ένιωσα όλος ανακούφιση. Είχε αναστατωθεί ολόκληρο το ίδρυμα και υπαίτιος ήμουν εγώ. Κοιτά να δεις τι μπορούσα να κάνω.
Ο Στράτος πάλι ήταν ήσυχος χαραχτήρας, κάπως μελανχολικος, ακριβώς όπως κι εγώ. Ύστερα από μια μακριά παύση τα βράδια στις συζητήσεις μας πάντα τον άκουγα να λέει: νομίζω πως αυτή την στιγμή την έχω κάπου ξαναζήσει. Εγώ ήμουν κάτι ανάμεσα τους. Ήμουν το κράμα του ποιούντος των φίλων μου και δεν ήξερα ποιος ακριβώς ήμουν. Από παλιά ζήλευα εκείνα τα παιδία που τα άκουγες να λένε, θέλω να γίνω γιατρός, θέλω να γίνω μηχανικός, μουσικός, μπογιατζής. Εγώ δεν γνώριζα τι ήθελα να γίνω και ούτε πόσο καιρό θα μου έπαιρνε για να το αποφασίσω. Ίσως να χρειαζόμουν μια ολόκληρη ζωή γι αυτό και πάλι να μην μου ήταν αρκετή.

Ένα πρωί έκανε την εμφάνιση της στην τάξη μια καινούρια μαθήτρια. Κοιτούσε συνεχώς δεξιά κι αριστερά σαν να ‘τανε χαμένη και είχε κάτι υπέροχους στρογγυλούς ωμούς. Θεέ μου, καθομονουν μόνος στο θρανίο και είχα κοκκινίσει και μόνον στην ιδέα πως μπορούσε ο δάσκαλος να την στείλει δίπλα μου.
Με τους φίλους μου δεν συζητούσαμε για κορίτσια. Εκείνους που έκαναν πολύ παρέα με κοπέλες τους θεωρούσαμε λάκηδες. Όσοι τα είχανε με κάποια, άνηκαν σε μια άλλη κατηγόρια μαθητών, φερόντουσαν διαφορετικά και το έπαιζαν κάποιοι. Μας την έσπαγε το σινάφι τους.
Δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον από την παρέα μας να περπατά στο προαύλιο μαζί με μια κοπέλα. Θα ήτανε αστείο. Θα καθόμασταν σε μια γωνία, θα τον βλέπαμε και θα γελούσαμε. Πόσο μάλλον που τώρα ήμουν εγώ εκείνος που μιλούσε έτσι δήθεν μου φιλικά με μια συμμαθήτρια του. Όλοι γνώριζαν τι ήθελα από εκείνη. Όταν περνούσαν από μπροστά μου έκαναν πως δεν με κοιτούν. Τι να λέγαν, ποιος ξέρει, δεν τους είχα ρωτήσει, αλά σίγουρα μπορούσα να υποθέσω.
Μια φορά, πάνω στο πολύ μπλα-μπλα έγειρε και με φίλησε. Το χρώμα μου έγινε κάτωχρο και οι ωμοι μου δίπλωσαν.
«Πρώτο σου φιλί;»
«Όχι φυσικά»
«Καλά, σε πιστεύω»
Από τότε με τους φίλους μου είχαμε όλο προβλήματα. Στο ένα παγκάκι οι κολλητοί μου, στο άλλο εκείνη, κάτω από την μια μπάσκετα στο προαύλιο τα παιδία, στην ακριβώς απέναντι αυτή.
«πάμε δίπλα;»
«όχι, εμένα μ’ αρέσει εδώ, έχει σκιά»
Τι να κάνω, έτρεχα μια σε αυτήν, πάλι πίσω στους άλλους.
«Τι έγινε σου έλειψαν οι φίλοι σου;» μου έλεγε αυτή.
«Σ’ έχει βάλει στο βρακί της;» μου έλεγαν εκείνοι.
Και ο καιρός που θα τους αποχωριζόμουν όλους ζύγωνε βασανιστικά.

Οι γονείς μου κάθε φορά που με επισκεφτονταν μου έλεγαν τα νέα. Πως τα περνούσανε εκείνοι, πως πήγαινε η υγειά του πάπου μου, πως ζούσαν τα ξαδέρφια μου. Από τα λεγόμενα τους καταλάβαινα πως δεν ζούσα μια φυσιολογική ζωή. Κάποια πράγματα έλειπαν από εδώ. Όμως ο καιρός είχε αρχίσει να περνά ευχάριστα και το αίσθημα του αποχωρισμού φάνταζε γλυκόπικρο. Εδώ ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν και τι έπρεπε να κάνω. Τι ώρα θα σηκωνόμουν το πρωί, τι ώρα θα κοιμόμουν το βράδυ, πόσες ώρες είχα για να παίξω κύβους με την αποκλειστικη μου και τις δυο ώρες εργασία καθημερινά στην βιβλιοθήκη. Εκεί έξω ήταν ξανά μια ζούγκλα. Ένας τεράστιος κόσμος σαν το αχανές προαύλιο του παλιού μου σχολείου, όπου τα παιδία της έκτης φάνταζαν ακόμα να καιροφυλακτούν.
Οι γονείς μου από την προσχολική ηλικία με προόριζαν να γίνω γιατρός. Όταν ήμουν μικρός η μητέρα μου με φώναζε σαν είχαμε καλεσμένους.
«Ακουστέ τον» έλεγε.
«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις παιδί μου;»
«Γιατρός» έλεγα εγώ.
«Μπράβο γιε μου. Είδατε; Μόνος του το έμαθε».
Αυτή η προσδοκία ήτανε πλέον ανέφικτη. Η συνειδητοποιήση ερχότανε σταδιακά. Η προοδευτική προσγειώση στα δεδομένα της πραγματικότητας είναι χειρότερη και από ανώμαλη πτώση. Από την πτώση μπορείς να χοροπηδήσεις πάλι ζωντανός αν και χτυπημένος, να φροντίσεις τις πληγές σου, να ξεσκονίσεις το σακάκι σου και να πεις, πάμε ξανά. Όμως εκείνο το αργό ξεθώριασμα κάθε ελπίδας, κάθε προσδοκίας, το βάρος που προστίθεται από την ζωή κάθε μέρα στην καμπούρα σου δεν σου επιτρέπει να κανείς τίποτα άλλο, εκτός να συνεχίσεις να περπατάς με έναν φόρτο που σε πιέζει αφόρητα στην γη. Το συναίσθημα είναι βασανιστικό.
Στο ίδρυμα είχαμε πόλους γιατρούς. Παντού γιατροί υπήρχαν. Μέχρι και η κοπέλα που έπαιζε μαζί μου κύβους γιατρίνα ήταν. Επρεπε αραγε να εισαι γιατρος για να πεζεις με τους κυβους; Τους άκουγα κάθε μέρα να μιλούν μπροστά μου:
«Χμ, η κατάσταση αυτού του παιδιού προοδεύει ευχάριστα»
«Μα ναι, αλήθεια είναι»
«Όμως κάτι πρέπει να κάνουμε για την ακμή του. Κοιτά το προσώπου του, κοιτά το πώς μοιάζει, είναι αποκαρδιαοτικο το θέαμα»
«Μα ναι. Κάτι να κάνουμε, ίδρυμα είμαστε εδώ πέρα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να βγει με τέτοια εμφάνιση στην κοινωνία»
Σκεφτόμουν, καλά ρε βλάκες, δεν καταλαβαίνεται ότι σας ακούω.
Πως γίνονται γιατροί; Οποίον να ‘ναι περνούν;
Τούτοι οι γιατροί έμοιαζαν να κουβαλούν κάτι το πολύ φιλόδοξο πάνω τους. Ήτανε πολύ περιφανοι, σαν να είχανε κάνει κατόρθωμα. Κι επειδή κάποτε τα κατάφεραν, προσπαθούσαν τώρα να βγούνε όσο πιο κερδισμένοι μπορούσαν απ αυτό. Δεν έκαναν λειτούργημα. Αλλά όπως ακριβώς ένας ανάπηρος προσπαθεί να πουλήσει την κατάντια του για να γίνει ικέτης, έτσι κι αυτοί προσπαθούσαν να καρπωθούν ότι περισσότερο μπορούσαν για τις γνώσεις που είχαν.
Για την ακμή μου, με συμβούλευαν να μην τρώω παρά πολλά γλυκά. Πράγμα αδύνατο. Ηταν και η εποχη που με τον Βαγγέλη είχαμε βρει ένα άνοιγμα στα σύρματα για την αποθήκη και κλέβαμε μερέντες. Μόλις τις βρίσκαμε, μμμ…, κουβαλούσα μαζί ένα κουτάλι και γρήγορα-γρήγορα μάζευα ένα χοντρό φουντούκι σοκολάτας και το έλιωνα στον ουρανίσκο μου. Λιώναμε από ηδονή. Ούτε καν βγαίναμε έξω να τις φάμε με την ησυχία μας. Στην ζουλά και όσο πιο γρήγορα γινόταν. Αλλά το γρήγορο είχε άλλη χαρη.
Μετά τα Χριστούγεννα είχαμε εξετάσεις. Δεν υπήρχε παιδί που να μην βαριόταν να διαβάσει. Και μιλάω ανεξαιρέτως. Κάποιοι έλεγαν, είναι σχολείο του ιδρύματος, δεν έχουμε καμία δουλεία να παιδευόμαστε εδώ. Όμως η καρτέλα προόδου έφθανε στους γονείς σου και εκείνοι σου τα ζάλιζαν σχεδόν όπως και στην κανονική ζωή. Συν ότι έπαιρνες μπόνους διαγωγής εάν είχες καλούς βαθμούς και αυτό ήτανε καλό κίνητρο.
Καθόμασταν στο προαύλιο χωμένοι κάτω από μια μεγάλη σκιά, κοιταζόμασταν και βαριόμασταν. Ο Βαγγέλης κάπνιζε.
«Να κάψουμε το σχολείο» είπε κάποια στιγμή.
Δεν γνώριζα για ποιο λόγο βρισκόταν ο Βαγγέλης εδώ μέσα. Για κανέναν δεν ήξερα. Ήταν κάτι σαν ταμπού. Κανείς δεν έλεγε τον λόγο που βρισκόταν εδώ και οι γιατροί μας είχαν συμβουλεύσει όσο πιο πείσθηκα μπορούσαν να μην το εκμυστηρευόμαστε σε κανέναν.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα του μεγάλου σχολικού κτηρίου τιλιχμενο στις φλόγες. Ήταν κάτι που αναδύθηκε απρόσμενα μέσα μου, σαν φουσκάλα που ξεγλιστρά από παλιό ναυάγιο. Με συντάραξε. Ήθελα πολύ να το κάνω. Οι τοίχοι τυλιγμένοι συθέμελοι στις φλόγες ως απάνω, τα παιδία να τρέχουν, κι εγώ σε μια γωνία ασφαλής να κοιτάζω σε έκσταση το έργο μου. Όλο το κορμί μου σαν να έγινε η άκρη ενός πέους που ερχόταν σε οργασμό: Το ήθελα τόσο πολύ, να κάψω το σχολείο μου. Το περήφανο ψηλό μας κτίριο θα κατέρρεε ολάκερο φλεγόμενο, όμορφο και ντελικάτο σαν λεπτή δαντέλα. Έπιασα τους άλλους να με κοιτούν, σαν να είχαν καταλάβει πως κάτι αλλόκοτο ανάβραζε μέσα μου.
Ω Χριστέ μου, τι ήμουν τελικά; Ήθελα να πιστεύω πως ήμουν ένας κοινός άνθρωπος. Όμως μήπως είχα στ αλήθεια πρόβλημα; Μήπως ήμουν πράγματι τόσο διαφορετικός που ποτέ μου δεν θα κατάφερνα να συμβιώσω σαν φυσιολογικός σε αυτήν την κοινωνία; Ήθελα να ‘μουν σαν όλους εκείνους που διέσχιζαν τους δρόμους με τα σακάκια τους, που κάθονταν στις πλατιές, να περπατώ και να κοιτάζω τις βιτρίνες σαν την μητέρα μου, να πηγαίνω σινεμά, να παρακολουθώ αθλητικά όπως έκανε ο πατέρας μου. Πάντα κάτι μέσα μου έλεγε πως δεν θα γινόμουν ένας τέτοιος, πως ήμουν πλασμένος από άλλο, καταραμένο κράμα. Άνθρωπος μαζί και διάβολος.
Το επόμενο πρωί ήμουν τόσο ταραγμένος, που πίστευα πως αυτό γινόταν έκδηλο σε όλους. Προσπαθούσα κάπως να κρυφτώ. Φόρεσα ένα σακάκι με κουκούλα και σκέπαζα με αυτή το κεφάλι μου. Σαν να κοιτούσα κρυφά από εκεί μέσα τους ανθρώπους, τα παιδία, τους γιατρούς, το όμορφο ίδρυμα. Ήθελα να χαθώ και να βουλιάξω μέσα στα ζεστά ρούχα μου. Να μην έχω επαφή με τίποτα και με κανέναν από αυτόν το κόσμο. Γίνε μάτια, γίνε μόνο μάτια, έλεγα.
Στο προαύλιο ο Βαγγέλης κάπνιζε.
«Γιατί φοράς αυτό το πράγμα στο κεφάλι σου;»
«Έτσι»
«Είναι της μόδας;»
«Είπα, έτσι»
Πάντα μου άρεσε να τον παρακολουθώ να καπνίζει. Το κάπνισμα απαγορευόταν στο ίδρυμα, όμως εκείνου του το είχαν επιτρέψει. Ήταν τόσο μανιώδης καπνιστής που δεν ζούσε χωρίς αυτό. Και ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων.
Ήρθαν και οι άλλοι.
«Θα μου δώσεις μια τζούρα;» ρώτησα. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα να βάλω τσιγάρο στο στόμα μου.
«Θα σου δώσω, αλλά να ξέρεις, αν σε δουν την πάτησες»
«Δεν υπάρχει κανένας να με δει. Μόνοι μας είμαστε»
«Μπα, τι λες; Έτσι σου ‘πανε; Εδώ είναι ίδρυμα για ψυχικά άρρωστους. Τα πάντα παρακολουθούν. Όλοι οι ανύποπτοι τύποι στα παρτέρια και στους ορόφους είναι άνθρωποι που κάνουν αυτήν την δουλεία. Μας βλέπουν. Και ύστερα καρφί για τους γιατρούς».
Κοίταξα τριγύρω. Υπήρχε ένας ταλαίπωρος τύπος με τζιν μπουφάν και καρό τραγιάσκα που έσβηνε ένα σύνθημα στον τοίχο. Ήτανε αρραγές τσιράκι τους;
Τράβηξα κατά το δωμάτιο. Μέσα από την κουκούλα να μάτια μου γύριζαν σαν τρελαμένα. Ποιοι ήταν αυτοί που με παρακολουθούσαν; Μήπως η καθαρίστρια; Μήπως κάποιοι από τους τροφίμους; Το εργατικό προσωπικό; Δεν το άντεχα να με παρακολουθούν.
Έκαναν τάχα τους αδιάφορους αλλά στ αλήθεια έτρεμαν μήπως τυχόν ξαναπιάσω στα χέρια μου εκείνον τον αναπτήρα. Τώρα με κοιτούσαν να φορώ εκείνη την κουκούλα και το κεφάλι σκυφτό, και με ακολουθούσαν. Υπολόγιζαν από τις κινήσεις μου πως κάτι άσχημο ετοίμαζα. Γνώριζαν πως θα το έκανα. Πως θα με έπιανε ξανά. Δεν ήμουν όμως πυρομανής διάβολε. Γιατί μου φερόντουσαν με αυτόν τον τρόπο;

Άκουγα βήματα πίσω μου, σαν όσοι με περιτριγύριζαν να ήταν έτοιμοι να επέμβουν. Κάποιος ζύγωνε. Πίστεψα πως θα με γραπώσει από τους όμως και θα με ρίξει χάμω. Τελικά με προσπέρασε. Στο δωμάτιο να υπήρχαν κάμερες; Και μόνιτορ, σαν εκείνα που έβλεπα στο θυρωρείο;
Άραγε το ήξεραν; Ήξεραν τα πάντα; Πως επιθυμούσα από καιρό να βάλω μια τελευταία φωτιά κάπου στα κρυφά ένα βράδυ; Γι αυτό μου είχαν αφήσει και αυτόν τον αναπτήρα, για να με δοκιμάσουν; Δεν γούσταρα τις δοκιμασίες και τα τσαμπουκαλίκια. Μπορούσαν μάλλον να προβλέψουν από τις κινήσεις μου, πως και τι θα έκανα. Γιατροί ήταν. Δεν έπρεπε να αυταπατουμε. Ήξεραν πως κάποια στιγμή, ένα βράδυ, για μια τυχαία αφορμή που θα έπλαθε το μυαλό μου θα έβγαζα τον αναπτήρα από την κάλτσα που τον είχα κρύψει. Ήτανε βέβαιοι γι αυτό. Κι αφού το γνώριζαν γιατί να μην το κάνω; Δεν μπορούσα αλλιώς, να πάρει είχανε δίκιο. Ήξεραν πως θα πηδούσα από το παράθυρο, πως θα έτρεχα στον πίσω κήπο και θα σκαρφάλωνα στο πρώτο μικρό μπαλκόνι.
Ίσως να περίμενα πως θα με πιάσουν πρώτου να βάλω φωτιά στην κουρτίνα που ανέμιζε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκα. Όμως όχι. Το ήθελαν επαυτοφορο. Να έχουν αδιάσειστα στοιχεία. Δεν θα είχα καμία δικαιολογία έτσι. Ήτανε σαδιστές.
Ε, αφού το ξέρετε λοιπόν, πάρτε το. Άναψα την κουρτίνα. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Έτρεξα στην επόμενη. Ξανά. Μα που ήταν; Ένιωθα ωραία. Θα το έκαιγα όλο το ρημαδακι τους. Όταν έφτασα στην έκτη ή στην έβδομη, από το πρώτο δωμάτιο ακούσθηκαν φωνές. Από το πάνω μπαλκόνι κάποιος βγήκε και με είδε: ΕΕΕ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΡΕ; Τώρα δεν σταμάταγα. Συνεχισα, τις πήρα όλες με την σειρά. Άνθρωποι άρχισαν να πηδούν έξω. Ακόμα δεν ήταν πανικόβλητοι. Όπως και τότε, όπως και με τον Τάσο. Πίστευαν ότι θα σβήσει, ότι ήταν κάτι σαν αστείο. Δεν ήξεραν καλά.
Μια στιγμή άκουσα τον συναγερμό πυρασφάλειας. Κάτι φαίνεται έγινε και μπλόκαρε. Όλα ήταν με το μέρος μου, ο θεός ήταν μαζί μου. Το κτήριο άρχισε να φουντώνει προς τα πάνω. Τι ήμουν; Ήμουν ένας κοινός τρελός;
Έτρεχα και έκαιγα. Ότι έβρισκα. Έκανα να πηδήξω μέσα να το ανάψω και από την καλή, αλλά φοβήθηκα. Φοβόμουν την φωτιά. Ήμουν ένας δειλός. Αυτό ήμουν. Νομίζω έκλαιγα, αλλά δεν σκεφτόμουν τίποτα, ήμουν δυο μάτια και δυο χέρια που έβαζαν φωτιά.
Αποτραβήχτηκα κάπου στα σκοτεινά. Ήθελα να θαυμάσω το έργο μου κριμένος από τον κόσμο. Όλοι είχαν βγει έξω, όλοι χοροπηδούσαν δεξιά κι αριστερά χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν. Το μέρος λαμπάδιασε. Κάποιοι κουβαλούσαν κουβάδες με νερό και το έριχναν στις φλόγες. Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το έργο μου ήτανε θαυμαστό, εξαίσιο. Η μεγαλυτερη φωτιά που ειχα ποτέ μου βάλει. Οι φλόγες έγλυφαν τον ορίζοντα πάνω εκεί ψηλά. Ώσπου όλοι σταμάτησαν και απέμειναν να το κοιτούν σαν αγάλματα που τα σκέπασε η λαβα στην αρχαία Πομπηία.
Τι είχα κάνει;
Αισθάνθηκα δυο χέρια να με γραπώνουν με δύναμη από τα μπράτσα και να με σφίγγουν βιαία. Ήταν ένας από τους γιατρούς του ιδρύματος. Τον γνώριζα. Τον έβλεπα καθημερινά να μου δίνει συμβουλές για το τι έπρεπε να κάνω ώστε να έχω μια εναρμονισμένοι ενηλικίωση. Ήτανε πάντα τόσο ευγενικός. Κι όμως τώρα μου έσφιγγε τα χέρια με τόση δύναμη που με έκανε να πονώ. Με τραβούσε πέρα δώθε χωρίς λόγο. Απλά για να με κάνει να υποφέρω.
Άκουσα τις ραφές από το σακάκι μου να σκίζονται. Το γόνατο του με πίεζε στην λεκάνη. Δεν έφερα καμία αντίσταση, κι όμως συνέχιζε. Με έριξε κάτω και μου έδεσε τα χέρια κόμπο πίσω από την μέση. Νόμιζα ότι οι αρθρώσεις μου θα αποκολληθούν απ το υπόλοιπο σώμα. Γιατί φερόταν έτσι; Ένιωθα πάλι κανονικός. Σαν να μην είχα κάτι. Μόνο αυτό. Είχα κάνει μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Δεν γινόταν να το ξεχάσουμε και όλοι μας να επιστρέψουμε στις δουλείες μας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα; Δεν θα το ξανάκανα. Πραγματικά δεν το θελα. Ήτανε απλά μια στιγμή, και ήμουν σίγουρος πως δεν θα επαναληφθεί. Όμως ο γιατρός συνέχιζε να με ζουλά σαν να νουν πλαστικός άγιος Βασίλης Χριστουγέννων που έπρεπε να πακετάρει. Είχε άλλη γνώμη φαίνεται. Μέσα μου επέμενα, δεν είχα κάτι, μόνο αυτό, είχα κάνει μόνο αυτό, και δεν θα το ξανάκανα, πραγματικά δεν το χρειαζόμουν.

Από το παράθυρο μου κοιτούσα το προαύλιο. Ο ήλιος άστραφτε, τα κλαριά των δέντρων ανέμιζαν, τα σπουργίτια χόρταιναν τον καθαρό αέρα και ο ουρανός γυάλιζε ψηλά καθαρός σαν ατσάλι, μα αυτό παρέμενε άδειο και αχρησιμοποίητο.
Τέρμα οι φίλοι, τέρμα το σχολείο τώρα. Τέρμα οι πλάκες, τέρμα οι σκανδαλιές, τέρμα το δείπνο, τέρμα το παιχνίδι με τους κύβους. Ή μάλλον, αυτό ήταν το μοναδικό που παρέμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο. Πόσο καιρό θα παρέμενα εκεί μέσα, ποιος ξέρει. Ένα χρόνο; Δυο χρόνια; Τρία, τέσσερα; Μετά ξανά απ την αρχή; ξανά το σχολείο, ξανά νέες παρέες; Ξανά παιχνίδια; Μα θα νουν αρκετά μεγάλος τότε. Και ποιος ξέρει αν θα με έπιανε ξανά καμία κρίση όπως λεγανε και φτου κι απ την αρχή.
Δεν ήταν και πολύ άσχημα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Τουλάχιστον είχα την ησυχία μου. Ήτανε πολύ καθαρό, λευκοί τοιχοι, γυαλιστερό ξύλο, σαν αποστειρωμένο. Μόνον το πρωί ήτανε κάπως ακατάστατο, μα σαν με πήγαιναν να πλυθώ, επέστρεφα και ξάφνου τα πάντα ήτανε πάλι πίσω πεντακάθαρα. Πως το έκαναν δεν ήξερα, μα κάπως με εκνεύριζε.
Καμία φορά ερχόντουσαν οι φίλοι μου και τεντονονταν να με δουνε πανω από το παραθυρο. Εγώ ανέβαινα επάνω στο κρεβάτι για να μπορέσω να τους μιλήσω.
«Μια σοκολάτα για ένα έκρουσαν».
«Μα, ένα κρουασάν αξίζει μια μίση σοκολάτα».
«Μόνον μια, γιατί είσαι σε απομόνωση».
«Βλάκες, εδώ τρώω καλύτερα από εσάς».
Ερχόταν και η φιλενάδα μου από το ίδρυμα, το πρώτο μου φιλί.
«Μήπως σ αρέσει κανένας άλλος από την τάξη τώρα που είμαι εδώ μέσα;»
«Όχι, όχι, κανείς»
«Ούτε και ο καθηγητής μαθηματικών; Θυμάμαι σου άρεσε παλιά».
«Όχι, όχι, κανείς αλήθεια»
«Καλά».

Ένα μεσημέρι προσπαθούσα μετά το γεύμα να κοιμηθώ και μια μπάλα έσκαγε στον πίσω τοίχο της αυλής με δύναμη. Τράνταζε ολόκληρο το μικρό κολοδωματιο. ΝΤΟΥΝΓΚ-ΝΤΟΥΝΓΚ. Περιμένω μπας και σταματήσει… αλλά τίποτα. ΝΤΟΥΝΓΚ – ΝΤΟΥΝΓΚ, το φωτιστικό πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε.
Πηδάω στο κρεβάτι και βγάζω το κεφάλι μου έξω. Όλοι ήξεραν πως σε εκείνο το δωμάτιο εμένα εγώ και όλοι γνώριζαν ποιος είμαι εγώ.
«ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ‘ΚΕΙ ΚΑΤΩ ΜΗΝ ΣΟΥ ΞΕΡΙΖΩΣΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ»
Κοιτάζω και βλέπω έναν πιτσιρίκι να κλοτσά την μπάλα του στον τοίχο. Τι στο διάβολο, τον γνώριζα αυτόν τον πιτσιρικά. Ήτανε το μικρότερο παιδί στον τομέα μας και δεν έκανε παρέα με κανέναν. Ούτε του μιλούσαμε, ούτε τον αφήναμε να πεζει μαζί μας, ούτε μιραζομασταν μαζι του τα παιχνίδια μας. Έδειχνε σαν πρώτη φορά χαρούμενο που από κάπου είχε αρπάξει αυτή τη μπάλα, αλλά το χαμόγελο του κόπηκε απότομα και απόμεινε κολλημένο στα μαγούλα του σαν γκριμάτσα. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια και δεν ξέρω αν ήτανε έτοιμο να κλάψει τώρα, σίγουρα όμως θα το έκανε μέσα στις τουαλέτες ή στο κρεβάτι του κάτω από τα σκεπάσματα τυλιγμένο σφιχτά.
«ε…ε…αν θες απλά….κάνε λίγο πιο δώθε….ή…καλά συνε…»
Παράτησε τη μπάλα, έκανε μεταβολή και έφυγε αργά και σκυθρωπά.
Στέριωσα τα μαγούλα στις παλάμες μου και απέμεινα να κοιτώ έξω στο προαύλιο. Είχε μια λιακάδα και η ατμόσφαιρα ήτανε καθαρή. Παντού σκιές και παιδια που τρέχανε. Αυτά εκεί, εγώ εδώ. Αυτά έπεφταν και χτυπούσανε, εγώ ζητούσα να πάω τουαλέτα και μια ευγενική κύρια ερχότανε να με συνοδεύσει.
Μια στιγμή βλέπω την Κατερίνα να ζυγώνει από το βάθος. Γραπώνει με τα δάχτυλα το παραπέτο και σηκώνει τη μύτη της στο παράθυρο. Μπορώ να την δω από τα μαλλιά έως τα χείλι. Το πρόσωπο της δίπλα από το δικό μου.
«Σήμερα φεύγω», μου λέει.
Μου έρχεται να κλάψω, κρατιέμαι. Σκέφτομαι λίγο τι θα πω. Φτιάχνω μαλλιά μου και:
«Το περίμενα», λέω.
«Το περίμενες; Τι ενοεις;»
«Ενωω πως κάποια στιγμή θα γινοταν. Κι εγώ θα έφευγα. Δεν θα καθόμουν για πάντα εδώ».
«Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ. Θα τα ξαναπούμε, έξω».
«Ναι, μάλλον. Θα έρθω να σε βρω. Σε αγαπώ, δεν θα σε ξεχάσω έτσι». Βλακείες, σκέφτομαι. Μα πως το είπα;
Για μια στιγμή σιωπή. Και τελικά:
«Εσύ με αγαπάς;».
Τα μάτια της βουρκώνουν, το μέτωπο της κοκκινίζει, το πιγούνι της έως εκεί που μπορώ να δω σουφρώνει. Την βλέπω να δακρύζει.
«Μα φυσικά σε αγαπάω! Σε παρακαλώ όταν τελειώσεις από εδώ έλα να με βρεις».
«Το ξέρεις…ναι…θα το κάνω».
«Σκύβω να την φιλήσω, εκείνη σηκώνετε όσο μπορεί, το σβέρκο μου στραβοπιανετετε, εκείνη σκίζει λίγο τα δάχτυλα της στο τσιμέντο και κρεμιέται από το παραπέτο, τελικά τα καταφέρνουμε για ένα δευτερόλεπτο-μια αιωνιότητα.
«Άντε, σε παρακαλώ πήγαινε τώρα, δεν θα το αντέξω άλλο».
Εκείνη αρχίζει το κλαμα και το πηγούνι της χάνετε κάτω από το παρτέρι, ύστερα τα χείλη της, μετά το μέτωπο της, τελικά ξεχωρίζω μόνο λιγάκι τα μαλλιά της και τα κοιτώ να απομακρύνονται.
Στρίβει κάπου δεξιά και πάω από τα αριστερά για να δω τα μαλλιά της να φεύγουν. Ύστερα κάνει ακόμα ποιο δεξιά και γέρνω ακόμα πιο πολλή, μα τίποτα. Είχε χαθεί. Αυτό ήταν, τέλος. Όταν βγω θα τα πούμε ξανά, λέω μέσα μου και κουκουλώνομαι στο κρεβάτι μου. Σφίγγω το μαξιλάρι μου και δεν θέλω κανένας να με δει. Έτσι κάνουν οι γυναίκες, σκέφτομαι, είμαι δεκαπέντε χρόνων και μισό. Το στρώμα μου είναι μαλακό κι εγώ νιώθω να βουλιάζω και να βουλιάζω, όλο και περισσότερο, όλο και ποιο βαθιά...

Το παράθυρο μου ήτανε ισοσκελές παραλληλόγραμμο, όχι και μικρό, δυο επί ένα. Όμως ήταν βαλμένο ψηλά και έπρεπε να σκαρφαλώνω. Από εκεί μπορούσα να δω την μια μπάσκετα, τα δυο παγκάκια, τις μισές τουαλέτες και τα τρία τέταρτα από τα ησυχαστήρια. Έβλεπα πολλά για την ζωή στο ίδρυμα και μπορούσα να ακούσω ακόμα περισσότερα, λες και ο καθαρός αέρας έσερνε τους ψίθυρους στο δωμάτιο μου χωρίς εκείνοι που μιλούν να μπορούνε να γνωρίζουν. Είχα ορατότητα ακόμα στο πάρκο με τις κάμαρες και τους κισσούς όπου τα ζευγαράκια από την τάξη μου έβρισκαν καταφύγιο, και έτσι μπορούσα να μαθαίνω ποιος τα είχε με ποια. Διάκρινα ακόμα, λίγο προς τα αριστερά, τον μικρό πλαστικό τάπητα των ανάπηρων και ήξερα ποιοι τρόφιμοι αποχωρούσαν και ποιοι καινούριοι κατέφθαναν, και αν κάποιου η υγειά επιδεινώθηκε. Ακόμα ήταν εφικτό, αν σκαρφαλωνα λίγο ψηλότερα επάνω στο κρεβάτι, να δω το δέντρο που δυο τρόφιμοι είχανε παλιότερα κρεμαστεί. Όταν τις νύχτες βαριόμουν και είχα αϋπνίες κοιτούσα προς τα εκεί, ελπίζοντας πως κάποιος θα εμφανιστεί μέσα στα σκοτάδια και θα δώσει τέλος στην ζωή του, κι εγώ θα είμαι ο μόνος που θα το εχει δει. Πολλοί και διάφοροι περνούσανε την νύχτα από κάτω, αλλά από ουσία τίποτα. Μηδέν, πήγαιναν μάλλον για κατούρημα.
Ο καιρός περνούσε και τα άψυχα αντικείμενα έξω από το παράθυρο μου παρέμεναν στην θλιβερή σιωπή τους. Κάθε μέρα τα ίδια, κάθε μέρα αυτά. Μήτε λίγο δεξιότερα, μήτε λίγο πιο αριστερά πηγαίνανε. Μάλιστα ένα πρωί κάποιος φύτεψε στο παρτέρι μια γλάστρα και μου έκοψε και μέρος από την θεά. Έτσι, επειδή πια δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μάθω από αυτά που με περίκλυζαν, άρχισα να κοιτώ στο βάθος, μακριά προς τα εκεί που δεν είχα σκεφτεί ξανά να κοιτάξω.
Πέρα από τα κάγκελα υπήρχε ένας μικρός λόφος. Ποτέ άλλοτε δεν είχα δει αυτόν τον μικρό πράσινο λόφο, κι όμως τώρα μου έμοιαζε σαν τον ομορφότερο λόφο που είχα αντικρίσει. Δίπλα του υπήρχε ένα άσπρο σύννεφο και μέσα του καθότανε ο ήλιος. Αυτό το σύννεφο ήτανε υπέροχο, μου έμοιαζε για γνώριμο, κάπου το είχα δει και στο μέλλον θα το έβλεπα ξανά. Ο ουρανός άστραφτε γαλάζιος και αχτίδες έτρεχαν επάνω του σαν μικροί χαρούμενοι δρομείς μέχρι τα τέλοι του ορίζοντα. Μετά ένα ψηλό βουνό. Ένα απλό χλομό γαλαζοπράσινο βουνό. Και ύστερα από αυτό τι να υπήρχε; Ίσως μια πεδιάδα με μερικά χαμηλά φυτά και ζώα που μασούσανε την χλόη, ένα βαθύ πηγάδι και το σιωπηλό αρδευτικό που πότιζε τα χωράφια. Και πιο πέρα, μερικά σπιτάκια και μια σοφίτα που κάποιος ζωγράφιζε μαντεύοντας προς το μέρος μου.
Τα παιδία ερχόντουσαν από κάτω και με έβλεπαν να κοιτάζω χαμένος στο κενό.
«Τι έγινε ρε; Τι έπαθες;»
«Τίποτα. Απλά ατενίζω».
«Ατενίζεις; Τι ατενίζεις;» ευθυγραμμίζονταν με το βλέμμα μου. «Τι σκατά κοιτάς εκεί;»
«Απλά τους λόφους και πίσω από τους λόφους. Τον ουρανό».
«αχα, πεστο ντε. Πάει τα ‘χεις χάσει έτσι;».
«Ίσως…»
«Καλά, κι εγώ το κάνω καμία φορά. Ατενίζω στις γυναικείες τουαλέτες κώλους και βυζάκια».
«Τι αλλά;»
«Πάντως ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τι διάβολο κοιτάς εκεί».
Κάθε μέρα το βλέμμα μου έφτανε όλο και μακρύτερα. Λες και εξασκούταν και γινότανε καλύτερο. Και το φυτό μεγάλωνε, και όσο εκείνο μεγάλωνε και το προαύλιο μίκραινε, τόσο πιο μακριά μπορούσα να δω.
Ώσπου μια μέρα είδα ένα χέρι να τραβά μερικά χοντρά κλωνάρια, να τα ξεριζώνει άγαρμπα και να τα πετά στο έδαφος χωρίς καμία ευαισθησία. Τελικά βλέπω τον Βαγγέλη.
«Λοιπόν ρε, ήρθα να σε αποχαιρετήσω. Φεύγω».
«Φεύγεις; Που πας; Καλά δεν περνάμε;»
«Ναι, τελείωσα από εδώ μέσα. Οι γονείς μου έρχονται να με πάρουν. Οι γιατροί είπαν πως είμαι εντελώς καλά».
«Μα δεν είδα ποτέ να έχεις και τίποτα».
«Καλά. Θα τα πούμε έξω. Άφησα και στους άλλους την διεύθυνση μου. Μην με ξεχάσετε ρε ‘σεις. Θα περιμένω ε;».
«Τα λέμε φιλαράκο. Ελπίζω σύντομα. Γεια χαρά».
«Γεια».

Τα κλαδιά που είχε κόψει ο Βαγγέλης άρχισαν να μεγαλώνουν ξανά με περίσσια ταχύτητα. Αναγαινουνταν δίπλα σε πάχος και πετούσαν νέα κλωνάρια από παντού.
Ένα πρωί ξαναβλέπω ένα χέρι. Το πήρα για γιγάντιο σκουλήκι.
«Διάβολε τι είναι αυτό;» του τράβηξα μια με δύναμη με έναν κύβο.
«Έλα ρε, εγώ είμαι. Κάτσε». Ήταν ο Χρήστος.
«Λοιπόν, φεύγω»
«Φεύγεις; Που πας;»
«Χρειαζόταν μονάχα να τελειώσω το γυμνάσιο στο ίδρυμα. Έτσι μου είχαν πει. Τελείωσα, τώρα θα πάω σε κανονικό σχολείο».
«Α, υπέροχα. Μπράβο»
«Ήθελα να σου αφήσω την διεύθυνση μου και του Βαγγέλη. Πάρε ‘δω»
Μου δίνη ένα σκισμένο χαρτάκι με δυο άγνωστες διευθύνσεις.
«Ωραία γράμματα. Δικά σου είναι;»
«Ναι»
«Άντε τα λέμε. Θα τα πούμε έξω ε;»
Κάπως βούρκωσε. Είδα το ένα μάτι του κόκκινο μέσα από μια τρυπά στο φυτό.
«Ναι ρε. Μην με ξεχάσετε. Ελατέ να με βρείτε όταν βγείτε. Εντάξει;»
«Σίγουρα ρε»
«Σίγουρα;»
«Σίγουρα».
«Λοιπόν γεια»
«Γεια»
Βούρκωσα κι εγώ, αλλά ήλπιζα πως δεν το είδε. Εγώ ήμουν σκληρός. Δεν μπορεί. Ήμουν αυτός που είχα βάλει φωτιά στο σχολείο.
Λοιπόν το φυτό λερναία Ύδρα συνέχιζε να αναπτύσσεται. Πύκνωνε και φούντωνε. Μου έκοβε όλη την θεά. Το πιάνα με τα δυο χέρια από τα κλωνάρια και το τραβούσα αλλά είχε βγάλει κι αγκάθια. Μια μέρα ανέβηκα πάνω στο κρεβάτι και το γράπωσα πέρα δώθε να το ξεριζώσω. Τίποτα. Εκείνο σταθερό και στο πάπλωμα τα ελατήρια έτριζαν και έσπαζαν. Τελικά αντί για το φυτό ξεχαρβάλωσα το κρεβάτι. Το τι υπέθεταν πως έκανα εκείνη την ημέρα στο δωμάτιο μου όσοι περνούσαν απ’ έξω ούτε ήθελα να το φανταστώ.
Κατάντησα να χώνω το μάτι μου στις σχισμές που είχαν απομείνει και να κοιτώ. Ήτανε σαν κιάλι. Το βλέμμα μου έφτανε στον διάολο. Έβλεπα σπίτια, λίμνες, λιμνούλες, ακρογιαλιές, αμάξια, πάρτι, ανθρώπους που πήγαιναν διακοπές, ξανά σπίτια, ξανά λίμνες και λιμνούλες, ακρογιαλιές, αμάξια και ανθρώπους που επέστρεφαν από διακοπές.
Ο Στράτος με επισκεφτοτανε καθημερινά. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Ερχότανε έξω από το παράθυρο μου. Άκουγα ένα «ήρθα» και έβλεπα μια χάρτινη συσκευασία σοκολάτας να ξεγλιστρά ανάμεσα από τα φύλλα. Έσπρωχνα ένα έκρουσαν πίσω στην την ίδια τρυπά.
Ώσπου μια μέρα δεν ήρθε. Δεν ήρθε δυο. Δεν ήρθε τρεις, τέσσερις, πέντε. Λέω πάει έφυγε. Ήμουνα σίγουρος. Και ένα βράδυ που πριόνιζα με τον χάρακα τα κλωνάρια, βλέπω ένα μικρό χαρτάκι με τρεις διευθύνσεις και υπογραφή, Θα τα πούμε έξω. Μάλιστα.
Το φεγγάρι είχε βγει. Ήτανε Αύγουστος. Τα δάχτυλα μου είχανε γεμισει σκλήθρες. Είχα κόψει ένα χοντρό κλωνάρι, είχα απελευθερώσει ένα φαρδύ άνοιγμα ανάμεσα στα φύλλα, και το φεγγάρι είχε βγει. Και ήταν Αύγουστος.
Απέμεινα μόνος μου. Οι άλλοι έξω, εγώ εδώ. Έξω φωνές, κακό, φασαρία, πέρα από το ίδρυμα αυτοκίνητα, σπίτια, αυλές, νερά, εδώ σιωπή. Ένα φυτό, μια ντουλάπα, μια πόρτα, ένα μπάνιο, επιπλα που διαστελονταν σαν να μου ψιθύριζαν. Και κλωνάρια που όλο και πυκνώνανε και με δυσκόλευαν. Όμως το μάτι μου σαν φακός ισχυρού τηλεσκόπιου.
Δεν βαριέσαι, μόνο μια τρυπούλα είχε απομείνει, αλλά την φάρδαινα με τον χάρακα και το βλέμμα μου έφτανε κάθε μέρα όλο και πιο μακριά. Εκεί που ήτανε η Κατερίνα, οι φίλοι μου, ο έξω κόσμος, οι γονείς μου, τα αμάξια, τα θέατρα, η κίνηση. Όλο και πιο πέρα, όλο και καλυτερα, όλο και πιο ψηλά. Όπου και να με βάζανε, παράθυρο θα υπήρχε, δεν γινόταν αλλιώς.
Δεν βαριέσαι, υπομονή να ‘χεις, κι έτσι καλά ήτανε.

Ταμπεραμέντο Μέρος 3ο και τελευταίο






Στο πρώτο μου βήμα στην ελευθέρια, πάνω μου στους καλοκαιρινούς ουρανούς, πρόσεξα ένα σύννεφο. Ήταν λευκό και ψηλά πολύ. Και όταν κοίταξα πάνω είχε χαθεί. Ήμουν τώρα έξω, στον κόσμο που έτρεχε προς τις άγνωστες υποχρεώσεις του. Μα σαν μικρός κομπάρσος που όλη του τη ζωή ονειρεύεται να γίνει πρωταγωνιστης και όταν η στιγμή φτάσει, καταλαβαίνει ότι δεν είναι ικανός να παίξει αυτόν τον ρόλο, πως μπορεί να είναι μόνο ένας μικρός κομπάρσος, αισθανόμουν πως η θέση μου ήτανε πίσω στο ίδρυμα.
Έξω, μια κουβέντα ήταν. Που πηγαίνεις έξω με είκοσι οκτώ μισθούς από το ίδρυμα; Είχα πει το πρώτο πράγμα που θα κάνω έξω έπρεπε να είναι αξιομνημόνευτο. Τελικά πήγα τουαλέτα. Κι αυτό αξιομνημόνευτο ήταν. Με τέτοια βρωμά εκεί μέσα. Μυρωδιά από σκατό και γόπα. Το ίδρυμα μπορεί να είχε πολλά κατά, μα όλα κι όλα, στις τουαλέτες ντρεπόσουν να λερώσεις.
Έξω οι γυναίκες ήτανε εύκολες, μου λέγανε οι φύλακες. Έφυγαν το πρωί και το επόμενο βράδυ έρχονταν και μου έλεγαν πως είχανε γαμήσει.
«Σοβαρά; Τι μου λες ρε; Πως;» ρωτούσα εγώ γεμάτος απορία.
«Ρέε..», μου έλεγαν εκείνοι, «Έξω ο κόσμος είναι γεμάτος τσουλάκια».
Ντρεπόμουνα λιγάκι, μα ήμουνα παρθένος. Τι να έκανα; Που να βρισκα γυναίκα; Περίμενα να βγω έξω, που ο κόσμος ήτανε γεμάτος τσουλάκια.
Από το ίδρυμα μου είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο. Ήταν ένα μικρό, κάπως ξύλινο, απέναντι από τις γραμμές του τρένου, και στη ρεσεψιόν με ρώτησαν
«Από ποιον είναι κλεισμένο;», κόσμος, φασαρία, χαλασμός.
Τους λέω
«ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΨΥΧΙΚΑ ΑΝΙΑΤΩΝ»
Ο τύπος κομπιάζει και κοιτά κάτι στο κομπιούτερ.
Σκέφτομαι, την έκανα πάλι. Ε, εντάξει, μια χαρά ήμουν τώρα.
Απόμεινα να κοιτώ το δωμάτιο. Ήτανε το δικό μου δωμάτιο. Έκανα ότι ήθελα εκεί μέσα, φωτιά έβαζα και το έκαιγα, που λέει ο λόγος. Το δικό μου ψυγείο, η δική μου πόρτα, το δικό μου κρεβάτι. Λες να πήδαγα και κανένα τσουλάκι εκεί πάνω;

Έξω βροχή. Ο νυχτερινός συρμός περνούσε. Ακούω μια φωνή να λέει:
«Ρε μαλακά; Πάμε στο τζοκερ;»
«Φύγαμε»
Τους περνώ από πίσω και πάω κι εγώ.
Το ‘Τζοκερ’, φοβερό μέρος. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στην ζωή μου. Μουσική, γυναίκες και οι άνθρωποι που χόρευαν ηλεκτροκίνητοι κάτω από τα φωτοριθμυκα. Καθόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Εγώ κάθισα στο μπαρ και άναψα ένα τσιγάρο. Χάζευα στην πιστά. Μια κοντή σεχυ τύπισσα με ένα χνουδωτό γουνακι μέσα στον συνωστισμό, παίρνοντας από δίπλα μου με ακουμπάει στ’ αρχίδια. Θεέ μου, σκέφτηκα, με ακούμπησε στ’ αρχίδια και σκασίλα της, συνέχισε να πηγαίνει. Έτσι γινόταν εδώ πέρα;
Ίσως να πετύχαινα και την Κατερίνα. Άραγε θα περνούσε κι εκείνη ακουποντας τους πελάτες στ’ αρχίδια με τέτοια αδιαφορία;
Έπειτα ανεβαίνω στο μπάνιο και τι να δω: Ένας αυτόματος πολιτης προφυλακτικών πάνω από το καζανάκι. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, αφού έλεγε: ΜΟΝΟ ΚΕΡΜΑΤΑ, ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΡΕΣΤΑ.
Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Προφυλακτικά πάνω από το καζανάκι; Όταν θα έβγαινα από την τουαλέτα όσοι περίμεναν απ’ έξω μπορεί και να νόμιζαν πως είχα αγοράσει. Πανάγια μου, ντρεπόμουνα να βγω. Ώσπου κάποιος χτυπάει την πόρτα με δύναμη.
«Άντε ρε φίλε, τελείωνε».
Τώρα, μπορεί και να πίστευε πως αργούσα επειδή προσπαθούσα να αγοράσω προφυλακτικά. Τι να έκανα; Πήρα ένα απλά για να το έχω. Το έχωσα στην τσέπη και βγήκα με το κεφάλι σκυφτό.
Όλα αυτά τα τσουλάκια που μου έλεγαν οι φύλακες που να τα έβρισκες; Εγώ έπινα το ποτό μου με ύφος βαρόνου κοκαΐνης. Μερικές κοιτούσαν προς το μέρος μου και χόρευαν. Το ήθελα τόσο πολύ, αλλά ντρεπόμουν να πλησιάσω. Γυρνάω στον μπάρμαν και παραγγέλνω ένα ποτό. Από το βάθος βλέπω μια ξανθούλα με κιτρίνη φούστα να ζυγώνει. Ερχότανε καταπάνω μου. Άρχισα να τρέμω. Χαμένα τα είχα.
«Γεια», μου λέει χαμογελαστά.
«Γεια χαρά», απαντάω.
«Έχεις φωτιά;», με ρωτάει.
«Ναι, αμέ», της απαντάω.
Της ανάβω το τσιγάρο. Στέκετε για λίγο και με κοιτάζει.
Και τώρα τι; Σκέφτομαι μέσα μου. Τι θα έπρεπε να πω τώρα; Παρολαυτα συνεχίζει να περιμένει. Χρειαζότανε να μιλήσω αν ήθελα να πηδήξω απόψε. Μα να μιλήσω και τι να πω; Κάτι που να μοιάζει με αστείο και να υπονοεί και πως θα θελα και να την γαμήσω σήμερα; Αν ήταν να αρχίσω τα υπονοούμενα χαθήκαμε. Βαριόμουν κιόλας, ποιο το νόημα να πω κάτι που θα έμοιαζε με κάτι άλλο, όμως εκείνη θα πρέπει να καταλάβει τι εννοώ. Πολύπλοκο ήτανε. Δεν υπήρχε λόγος, ας το έλεγα κατευθείαν.
«Θέλεις να το κάνουμε;»
«Φίλε; Μήπως είσαι τρελός;»
«Όχι, μου είπαν πως έγινα καλά»

Ποιο μετά καθόμουν και κάπνιζα. Ακόμα κάποιοι χόρευαν και άλλοι σιγά-σιγά έφευγαν. Μια παρέα αγριεμένων νεαρών έρχεται και κάθετε δίπλα μου. Την πέφτανε στις γκόμενες με χυδαία αστεία και εκείνες καμάρωναν. Τι διαολεμένη παρακμή ήταν αυτή; Δεν ήξερα πως αυτό το χιούμορ είχε τόση πέραση.
Σηκώνομαι να φύγω. Ανάβω και ένα τσιγάρο. Χώνω τα χέρια στις τσέπες, τα ζεστά μου ρούχα με προστατεύουν από το κρύο. Ξαφνικά, τσούπ, τρεις πρεζάκηδες πετάγονται μπροστά μου.
«Έχεις λεφτά;»
«Μπα, τίποτα»
«Πέντε εύρο μόνο»
«Όχι»
«Ρε πούστη, προτιμάς να μας δώσει πέντε εύρο η να σε γδάρουμε ζωντανό;»
«Ρε, Αι στο διάβολο από εδώ»
Πάλι καλά που μόλις είχαν πάρει την δόση τους. Και όλα αυτά την πρώτη μου μέρα έξω.
Μα τι άνθρωποι ήταν αυτοί, τι κόσμος, οποίος και να ήσουν, ότι και να είχες καταφέρει, όσο ψηλά και να είχες φτάσει, κάποια στιγμή όλο και πάνω σε κάποιον αλήτη θα έπεφτες να σου υπενθυμίσει που πραγματικά ζούσες.
Κάθε βράδυ αυτή η δουλεία γινόταν. Όλο και κάποιος κατεστραμμένος ή αφηνιασμένος νεαρός θα με έπαιρνε στο κατόπι να με βρίσει ή να κάνει να με χτυπήσει. Θα έπρεπε να μάθω τζούντο ή στο εξής να κουβαλάω ένα πιστόλι. Μα το χειρότερο ήταν πως εγώ δεν ήθελα τίποτα από τα δυο, ήθελα απλά να μην τους βλέπω. Που σκατά κολλούσαν αυτοί στον δικό μου κόσμο σκέψεων και προβλημάτων;

Πρώτη απ’ όλους, σκόπευα να βρω την Κατερίνα. Αλλά που να ήταν, ιδέα δεν είχα. Έβγαινα για περπάτημα στην πόλη, πίστευα πως θα είχα ένα προαίσθημα, κοιτούσα τα μαγαζιά και έλεγα, εδώ θα είναι, όχι εδώ θα είναι, σίγουρα στο επόμενο. Τελικά δεν ήταν πουθενά. Μας πως μπορείς να βρεις κάποιον που ψάχνεις σε ένα τόσο μεγάλο μέρος; Ήτανε αδύνατο. Ότι προαίσθημα και να είχες. Όμως πίστευα πως αυτό θα γινότανε εντελώς τυχαία. Όταν δεν θα το σκεφτόμουνα. Κάποιο βράδυ που θα προχωρούσα μονάχος στα σκοτεινά άδεια πεζοδρομία, πλάι από τις σιωπηλές βιτρίνες, από τα ρείθρα του πεζοδρομίου που θα κατέβαζαν το νερό της βροχής, προστατευμένος κάτω από τα ετοιμόρροπα υπόστεγα. Και δεν ξέρω αν αυτό δεν συνέβαινε γιατί το σκεφτόμουν συνεχώς.
Η μόνη μου σκέψη τόσα χρόνια στο ίδρυμα ήτανε να βγω έξω και την βρω. Μόλις βγω έξω θα είναι ωραία, έλεγα, θα βρω και την Κατερίνα, και τα παιδία, θα τα περνάμε φίνα. Όμως πως διάολε να τους βρω; Οι ντετέκτιβ τι άραγε να έκαναν για να εντοπίζουν χαμένους ανθρώπους στις μεγαλουπολις με τα ψηλά απόρθητα κτίρια, εκτός από το να φοράνε το καπελάκι τους και καπαρντινα;
Ένα πρωί στην στάση βλέπω τον ξάδερφο μου καβάλα σε ένα μηχανάκι με μια σαβούρα γκόμενα πίσω του. Καμάρωνε σαν βασιλιάς. Τι άλλο ήθελε. Τον θυμόμουνα παιδάκι και κοιτά πως είχε μεγαλώσει. Έπρεπε να πάω να δω και τους γονείς μου, αλλά τι να τους έλεγα; Και τι να μου έλεγαν κι εκείνοι. Με είχαν σχεδόν αποκληρώσει. Ήμουν είκοσι έξι χρόνια μέσα. Πως θα με παρουσίαζαν στους φίλους τους; Από εδώ ο τρελός μας γιος που επέστρεψε. Τριαντα δυο χρονων σημερα.

Λοιπόν, αυτό που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω, ήταν πως για να επιβιώσεις σε αυτόν τον κόσμο χρειαζόσουνα λεφτά. Μια φίλη που είχα κρατήσει για κάμποσο και μέσα στο ίδρυμα, μου είχε το εξής για την εποχή που ήτανε φοιτήτρια στο εξωτερικό: Το πιο παράξενο απ’ όλα όταν ζεις μόνος σου είναι τα πιάτα. Πιστεύεις πως ξαφνικά κάποια στιγμή θα εμφανισθεί η μανά σου και θα στα πλύνει, αφού δεν έχεις μάθει να πλένεις πιάτα, μόνο να τα βρίσκεις στο ντουλάπι καθαρά. Όμως αυτό δεν γίνετε. Και όσο και εσύ να το νομίζεις, εκείνα μαζεύονται και μαζεύονται σε λόφους στον νεροχύτη. Κάπως έτσι συνέβαινε και με τα χρήματα. Νόμιζα πως με κάποιο τρόπο εκείνα θα εμφανίζονταν μπροστά μου. Αλλά δεν συνέβαινε. Και ήθελες λεφτά για τα πάντα, για να νοικιάσεις σπίτι, για να φας μεσημεριανό, για να αγοράσεις βιβλία. Εγώ αλλιώς είχα συνηθίσει, όχι για να ζω να πρέπει να πληρώνω κιόλας.
Δεν πειράζει. Θα έβρισκα μια δουλεία. Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που είχανε τις δουλείες τους κι εγώ τους έβλεπα να κινούνται απασχολημένοι στον περίγυρο του ιδρύματος, να αγωνιούν για τις ευχάριστες απαιτήσεις της ζωής. Έκανα να τους μιλήσω κι εκείνοι μου λέγανε: Απ, μισό λεπτό, και μιλούσανε στο κινητό για τις δουλείες τους.
Λοιπόν, εκείνο το πρωί είχα πολύ καλή διάθεση. Μπορεί και να με προσλάμβαναν στο ταχυδρομείο. Τους είχα δει τους ταχυδρόμους, τίποτα δεν έκαναν. Βάζανε έναν σακίδιο στην πλάτη, καβαλούσαν και ένα μηχανάκι και κορόιδευαν τον κόσμο. Αγόρασα από έναν πλανόδιο και ένα λαχείο, όπως παλιά. Κι έτσι όπως βάδιζα τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, τον ένα μετά τον άλλο γύρω από την στρογγυλή πλατειά, από εκείνες τις μεγαλες διαβάσεις πεζών όπου όταν το φανάρι ανάψει πράσινο εκατοντάδες κόσμος ξεχινέται, βλέπω απέναντι μου την Κατερίνα να με προσπερνάει σιωπηλή, με το κεφάλι σκυφτό, γκαστρωμενη.
Θα ήθελα να αφήσω ένα μεγάλο κενό για να περιγράψω το πώς αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή. Ήμουν ένα τίποτα που διέσχιζε έναν δρόμο, πήγαινε σε έναν προορισμό, κοιτούσε μέσα από τα δυο του μάτια, και ήμουν δυο μάτια, μόνο αυτά, και ένα σώμα μουδιασμένο. Η Κατερίνα ήτανε η μοναδικη ελπίδα μου να επιβιώσω από την μοναξιά του ιδρύματος και τώρα, τούτη η ελπίδα αποδεικνυόταν φρούδα. Είχε πει πως θα με περιμένει, το θυμόμουνα καλά, εκείνο το πρωί κάτω από το παράθυρο μου, όμως δεν το είχε κανει. Με ειχε ξεχασει, με είχε σβήσει από την μνήμη της.
Σε όλη μου την ζωή στο ίδρυμα ύφαινα ένα παραμύθι. Έξω ο κόσμος θα ήτανε καλός. Έξω ο κόσμος θα ήτανε μεγάλος, λαμπερός, ελεύθερος. Τα πλακάκια στους δρόμους θα γυάλιζαν, οι βιτρίνες θα ήταν αστραφτερές, ο ουρανός θα με φώτιζε με έμπνευση για μια νέα ζωή και εγώ θα γινόμουν ένας μικρός ήρωας με κάποιον άγνωστο τρόπο. Ένας τρανός. Έξω όλοι θα με περίμεναν να επιστρέψω κοντά τους. Όμως χρειαζόμουν το ίδρυμα μου, την ασφάλεια μου, την μοναξιά μου εκεί μέσα και το τετράγωνο παράθυρο με το φυτό. Εκεί πίσω όλα ήτανε συμμετρικά, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα τραπέζια, ακόμα και οι άνθρωποι, δεν με γέμιζαν με καμία αγωνιά.
Όμως δεν βαριέσαι. Μπορεί και να ήμουν υπερβολικός. Τα πράγματα θα γίνονταν και καλύτερα. Ας κοιτούσα να βρω και τους άλλους. Aν και μου φαινόταν άσκοπο, δεν είχα κι άλλη λύση. Γιατί συλλογιζόμουν, πως αν και αυτοί τώρα δεν με θυμόνταν, δεν θα είχα κανέναν άλλο στον κόσμο να με ξέρει.

Τελικά αποδείχτηκε πως τους φίλους μου από το ίδρυμα δεν ήτανε και τόσο δύσκολο να τους βρω σαν το έβαλα σκοπό. Ο Βαγγέλης κουβαλούσε ακόμη επάνω του την ιδιότητα να συγκρούετε με άψυχα αντικείμενα και να τα καταστρέφει. Τον πέτυχα ένα βράδυ να τρακάρει πεζός πάνω σε διακοσμητικό φυτό κάτω από ένα μπαλκόνι. Τον είδα από μακριά κάτι να λέει, και ήμουν σίγουρος πως έβριζε το φυτό ή εκείνους που το φύτεψαν εκεί. Όμως ντράπηκα να του μιλήσω, γιατί έσερνε μαζί τους μια ολόκληρη οικογένεια, η οποία έβριζε με την σειρά της την ακίνητη γλάστρα που φαινόταν να τους κοιτά απορημένη. Καμία πεντάδα πιτσιρίκια και μια γυναίκα κουνέλα που του έκανε παιδία. Τι να τον απασχολώ με τις σκοτούρες μου τώρα. Όμως εκείνος με αναγνώρισε όταν περνούσε δίπλα μου και με χαιρέτισε.
Τι υπέροχη ευτυχία, ήθελα να του πω τόσα πολλά, αυτή η ευχάριστη συγκυρία μας έφερε ξανά κοντά ύστερα από τόσα χρόνια, τόσο ανέλπιστα στην μέση ενός δρόμου όπου βάδιζα χαμένος. Αλλά εκείνος δεν έδειξε να εχει διαθεση για τιποτα σπουδαιο, απλά με ρώτησε:
«Τι κανείς;»
Κι εγώ του απάντησα
«Καλά, εσύ;»
Κι εκείνος μου είπε
«Μια χαρά. Βγήκες;»
«Ναι»
Εκείνος είπε: «Χαίρομε», και ύστερα έφυγε.
Τότε εγώ γύρισα και τον ρώτησα καθώς μου έστρεψε την πλάτη
«Ο Στράτος τι να κάνει;»
«Αυτοκτόνησε λίγο αφού βγήκε», και συμπλήρωσε, «Καλή τύχη». Και αυτό ήταν όλο.
Εμοιαζε πως ηθελε να ξεχασε. Κι εγω ηθελα να θυμηθω.

Έπλεα. Έπλεα, κατέρρεα και γκρεμιζόμουν. Ήμουν ένα ακυβέρνητο πλοίο που έπλεε σε πελάγη δυστυχίας. Ένα τρένο με ατελείωτα βαγόνια σκέψεων. Και χρειαζόταν να σκέφτομαι για να μην τρελαθώ, όμως οι σκέψεις με οδηγούσαν όλο και ποιο αναπόφευκτα και προοδευτικά στην τρελά. Έτσι αποφάσισα να κάψω ένα δέντρο εκείνο το βράδυ. Η φωτιά γέμιζε τα σώθηκα μου ευτυχία. Ήταν ένα υπέροχο θέαμα αν μη τι άλλο. Μια τόσο υπέροχη δαντελένια φλόγα και ο όμορφος ήχος της φωτιάς. Μια ανακουφιση απλωθηκε μεσα μου.
Από την επόμενη μέρα, κάθε πρωί στις έξι τραβούσα για την δουλεία. Ταχυδρομείο σου λέει. Αλλά ο κόσμος μου φάνταζε άδειος και κούφιος. Οι πλατιές ασφυχτικά γεμάτες και χαρουμενοι άνθρωποι που έδειναν στην αντίφαση της λύπης μου μια γεύση ακόμα πιο πικρή.
Από τον επόμενο μήνα πήρα άδεια από την δουλεία. Τους είπα πως αρρώστησα. Και είχε μια χιονοθύελλα, κανείς δεν ήθελε να δουλέψει. Δεν ήταν και τόσο έξυπνο αυτό. Μπορεί και να έβαζαν στο μάτι. Όμως δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Απλά έπεσα στο κρεβάτι μου και περίμενα να πεθάνω. Δεν ήξερα πως θα γινόταν αυτό, απλά ήθελα να το πάθω. Να βυθιστώ στα χοντρά παπλωματά. Τεμπέλης δεν ήμουν, αλλά δεν χωρούσαν στο μυαλό μου αλλά πράγματα εκτός από σκέψεις που δεν είχα κανέναν να μοιρασθώ.
Μου είχανε νοικιάσει ένα μηχανάκι για τις μεταφορές. Το βράδυ κάτι έπαθα και βγήκα έξω και το έκαψα. Ικανοποιήθηκα πάντως. Ένιωσα λιγάκι καλύτερα. Τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα πως το έκαναν αλήτες. Μου απάντησαν πως δεν υπήρχε πρόβλημα, έπρεπε μόνον να κάνω μια δήλωση κάποιου λέει νόμου. Πήρα ένα χαρτί και ένα στυλό και άρχισα να συμπληρώνω. Όνομα, τάδε, επώνυμο, τάδε, και τα λοιπά. Και αφού το συμπλήρωσα άρχισα να το καίω με το τσιγάρο μου στην άκρη για πλάκα. Πως θα τους φαινόταν να τους πάω μια μισό καμένη δήλωση; Όχι και τοσο καλα. Οποτε την έκαψα ολόκληρη. Τελικά το ξανασκέφτηκα και δεν ήταν καλή ιδέα, και τους κατέθεσα την κόλα συμπληρωμένη.
Ακόμα δεν χωρούσε στο μυαλό μου πως η Κατερίνα ήτανε παντρεμένη και περίμενε παιδί. Αυτός ο άντρας της με είχε καταστρέψει. Είχε γκρεμίσει τα όνειρα μου για ζωή, αφού όλα θα κυλούσαν υπέροχα αν εκείνη ήταν μόνη της τώρα και με περίμενε.
Το περνώ απόφαση και βρίσκω το τηλέφωνο της στον κατάλογο. Από το τηλέφωνο της βρίσκω την διεύθυνση του σπιτιού της και κατασκηνώνω απ’ έξω για καμία βδομάδα. Κατά τύχη μάλιστα βρίσκω και τον άντρα της στο σούπερ Μάρκετ. Δεν μου φαινόταν και για σόι άνθρωπος. Σαν μαλάκας ήταν. Πιστεύω πως εγώ θα την έκανα περισσότερο ευτυχισμένη.
Τον παιρνω στο κατόπι και μαθαίνω την δουλεία του. Ασφαλιστής ήταν. Τη ανιαρό επάγγελμα. Κάθε μέρα μου λυγιόταν με το κουστούμι του στους δρόμους και πλήρωνε με ύφος μπλαζέ τους λογαριασμούς του. Όμως ένα βράδυ τον πλησιάζω μέσα σε ένα σκοτεινό στενό και του τραβάω μια με έναν λοστό στο σβέρκο. Τον πετάω μέσα σε έναν κάδο απορριμμάτων, τον βρέχω με μισό λίτρο βενζίνη και του βάζω φωτιά.
Αχ θεέ μου, πόσο χαρούμενος έγινα δεν περιγράφετε με μια λέξη. Απελευθερώθηκα. Ένα πρόβλημα λιγότερο. Τα πλαστικά οικιρικα και οι σακουλές βρωμούσανε βενζολιο. Βρε τον καημένο, τον ασφαλιστή, αλλά από το να είχα το πρόβλημα, προτιμούσα να το ‘χει αυτός.
Πως ήταν να είσαι δολοφόνος; Δεν με είχα για τέτοιον, κι όμως, επειδή είχα σκοτώσει κάποιον, έτσι θα ονομαζόμουν στο εξής. Κι επειδή ποτέ μου δεν μου άρεσε να κάνω μισοτελειωμένες δουλείες, σκόπευα να βγαλω από την μεση και την οικογενεια του Βαγγέλη. Αν ησύχαζε και από αυτά, θα αναζητούσε την γαληνή στους παλιούς του φίλους. Θα ανταλλάζαμε ξανά γεύματα.
Γέμισα ένα μπιτόνι βενζίνη με τα τελευταία μου λεφτά. Ήτανε αρκετό για να κάψω το σπίτι του. Όμως στο δρόμο συνάντησα μια φανταχτερή βιτρίνα. Η ώρα τρεις τα ξημερώματα της πέμπτης. Έφτιαξα μια αυτοσχέδια βόμβα με μηχανισμό μολότοφ και την πέταξα εκεί μέσα. Το τζαμί έσπασε και οι καλοντυμένες κούκλες που με κοιτούσαν νεκρικά, με αυτές τις άθλιες περούκες, γίνηκαν πιραναλομα του πυρός. Καταραμένες βιτρίνες, όλες γεμάτες ρούχα με ταμπελάκια και απρόσιτες τιμές, κι εγώ δεν είχα λεφτά να αγοράσω ρουχα για να γαμήσω κανένα γκομενακι. Υστερα χαθηκα γρήγορα στην νύχτα. Γραμμή για το σπίτι του Βαγγέλη χωρίς άλλη καθυστέρηση πριν με εντοπίσουν. Όμως σαν να μην ήθελε ο θεός να μου επιτρεψει να φερω εις περας το εργο μου, μέσα σε κάποιο σκοτεινό στενό βλέπω μπροστά μου ένα πανάκριβο αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάτω από ένα πανέμορφο σπίτι με πανύψηλα δέντρα. Στα γρήγορα λοιπόν το καίω κι αυτό, και σαν ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί εξαφανίζομε.
Βροχή έρχεται από ψηλά. Από μια κομμένη γεωδεσιακη λωρίδες νερού πλημμυρίζουν τους δρόμους. Στέκομαι στο ανάστημα μου και συλλογίζομαι. Είχα ακόμα μισό μπιτόνι βενζίνη. Αρκετό για να κάψω το σπίτι του Βαγγέλη και την οικογένεια του. Όμως αποφασίζω να κάνω και κάτι για τους φτωχούς και εξαθλιωμένους και όχι για τον εαυτό μου. Δυο ταλαίπωροι ζητιάνοι κοιμούνται σε ένα παγκάκι παρέα με μια κιθάρα. Δεν μπορούσα να τους αφήσω έτσι να υποφέρουνε. Και μακάρι να ήμουν ικανός να τους προσφέρω έναν πιο γρήγορο θάνατο. Να τους πνίξω ή να τους μαχαιρώσω, μα δεν τα κατάφερνα καλά σε αυτά. Ήξερα μονάχα να καίω. Καημένοι ζητιάνοι. Κάθε βράδυ ήμουνα βέβαιος πως θα αποζητούσαν τον γρήγορο θάνατο και δεν είχαν το κουράγιο να το πράξουν από μόνοι τους. Φυτοζωούσαν στα περιθωριακά σκοτάδια της πολλής και ένα θλιβερό ένστικτο αυτοσυντήρησης τους συγκρατούσε ζωντανούς σαν μικρά σιχαμερά σκουληκια. Τους άκουσα να ουρλιάζουν με μια αγαλλίαση που σίγουρα κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί έχτος από εμένα, έναν εξίσου κατατρεχμενο άνθρωπο που ζούσε στην καταδίκη της ημί-ζωής.
Είχα κάνει την επιλογή μου και πίστευα πως ήτανε η ηθικά σωστή. Με δυο σταλιες βενζίνης δεν έφτανε να κάψεις σωστά ένα σπίτι. Όμως χαλάλι, για εκείνους τους ανθρώπους, το άξιζαν.

Γυρνούσα ξημερώματα χωρίς να ξέρω που πατώ. Σαν μεθυσμένος που συνέρχεται την χειρότερη στιγμή. Η ακόμα χειρότερα, σαν μεθυσμένος που παραμένει μεθυσμένος, μα πρέπει να συμπεριφερθεί σαν νηφάλιος. Και τα καταφέρνει, μα μέσα του παραμένει αφηνιασμένος και ενθουσιασμένος περιμένοντας την νύχτα, για να αφεθεί ξανά στην επίδραση του ποτού χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Το προηγουμενο βραδυ είχα το άλλοθι της σκοτο δίνης που περιστρέφονταν στο μυαλό μου, σαν μικρή νεράιδα που με το ραβδάκι της έκανε κάθε επιθυμία της στο άβουλο σώμα μου διαταγή. Όμως απόψε χρειαζότανε να πάρω νηφάλιες αποφάσεις.
Κι εκεί που το τέλος έμοιαζε τόσο κοντά. Το τέλος ή ένα σημείο άγνωστο, από το οποίο αν περνούσα ποτέ δεν θα μπορούσα ξανά να επιστρέψω πίσω, συμβαίνει το αναπάντεχο της μοίρας. Είχα κερδίσει στο λαχείο. Βρίσκω μια επιστολή στο γραμματοκιβώτιο μου, που εμπιστευτικά με καλούσε να παραλάβω τα χρήματα και να τα αποταμιεύσω στην τράπεζα που μου πρότεινε. Και από μερικά τρύπια κέρματα βρίσκομε με μια περιούσια στην τσέπη.
Καθόμουνα και με κοιτούσα στις γυαλιστερές επιφανείς της πόλης. Τα τζαμιά, τους καθρέφτες, τις βιτρίνες και τα αντικατροπτισματα της βροχής. Ένας ηλίθιος με βαλίτσα γεμάτη εκατομμύρια. Ένας δολοφόνος τρελός που επέστρεφε σπίτι του με δεμάτια λεφτά.
Καθόμουν και χάζευα το προφίλ μου από έμπειρους αναλυτές στην τηλεόραση. Μια μαύρη φωτογραφία με ένα ερωτηματικό, με υφή παζλ, και κάθε φορά που ένας εγκληματολόγος έδινε ένα στοιχείο, ένα μικρό τετραγωνάκι φωτιζόταν με χρώμα. Κάποιος υπέθεσε πως έπρεπε να ήμουν σχιζοφρενής, και αμέσως ένα κίτρινο λαμπάκι φωτησε το μάτι μου. Μετά κάποιος άλλος πως είμαι πυρομανής, και ένα κόκκινο να σου αμέσως στο μετωπο μου.
Όμως δεν ήμουνα τρελός. Ήθελα να τους πω πως κάποτε ήμουν κι εγώ παιδί και οι γονείς μου μου διάβαζαν παραμυθία. Πως είχα καταφέρει να τελειώσω και ένα μεγάλο βιβλίο κάποτε, τον τομ σογιερ, και η μητέρα μου με χάιδεψε στο μέτωπο και μου είπε μπράβο. Μια άλλη φορά μάλιστα, ο δάσκαλος είχε πει στον πατέρα μου πως ήμουν από τα έξυπνα παιδία. Και πόσο περήφανος είχα νιώσει τότε. Δεν ήμουν ένας από όλους, άνηκα σε μια άλλη κατηγόρια μαθητών, στους έξυπνους. Σε κάθε μάθημα έπαιρνα ύφος πως καταλάβαινα τα πάντα γρήγορα. Και πόσο περήφανοι ήταν οι δικοί μου, το θυμάμαι πολύ καλά. Καμάρωναν σαν γύφτικο σκερπανι και το συζητούσαν διαρκώς στο τραπέζι.
Και να που τώρα ήμουνα εδώ. Περιμένοντας να με συλλάβουν, με μια δερμάτινη βαλίτσα χρήματα. Μήπως ήτανε ονειρο αυτό που ζούσα; Μήπως θα ξυπνούσα; Ακόμα πίστευα πως ήμουνα καλά. Πως δεν ήμουνα τρελός. Ο καλύτερος μαθητής στην τάξη μου. Αν όλα όσα βίωνα ήταν εφιάλτης, το πρωί σίγουρα θα ένιωθα περίφημα. Δεν θα ήθελα να κάνω κανένα έγκλημα ή να βάλω οποιαδήποτε φωτιά. Θα έπινα τον καφέ μου, θα έκανα ερωτά στην γυναίκα μου, θα πίεζα τα παιδία μου να πιούνε το γάλα τους και θα πήγαινα στην δουλεία μου.
Δυο σπιθαμές βενζίνη μου απέμεναν. Τι θα μπορούσα να κάνω με αυτές; Να κάψω τον εαυτό μου; Ίσως και να ήτανε η μόνη λύση. Ίσως να έκαιγα τους αστυνομικούς. Ή να έπαιρνα τα λεφτά γρήγορα και να πήγαινα κάπου μακριά. Σίγουρα προλάβαινα. Αλλά έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ήτανε αυτές οι σπιθαμές η τελευταία σφαίρα στο περίστροφο, στην ρωσική ρουλέτα που έπαιζα. Και που να πάρει ο διάολος, έπρεπε να γίνει σωστά, να γίνει δίκαια. Και αυτά τα κωλόχαρτα μπροστά μου τι νόημα είχανε; Γιατί να μην τα κάψω και αυτά; Να κάψω και τον εαυτό μου. Να τα κάψω όλα, το σπίτι μου, τα πάντα.
Αναποδογύρισα όλη τη βαλίτσα με τα χρήματα και βούτηξα μια κουβέρτα στο μπιτόνι. Θα καιγόμουν εκεί μαζί τους. Το τελευταίο κεφαλαίο. Ήταν ο επίλογος. Ένα ατελείωτο ντελίριο ηδονής. Οι σκέψεις περνούσαν και έφευγαν από το μυαλό μου σαν αποδημητικά πουλια που κρύβουν το φως της καθαρής σκέψης.
Πριν πεθάνω κοιτούσα με ένα αίσθημα γλυκόπικρο εκείνα τα μικρά χαρτάκια τεραστίας άξιας να καίγονται αστραπιαία μαζί με τους τοίχους, τι κουρτίνες, τα φτηνά μου έπιπλα και τις λιγοστές οικογενειακές φωτογραφίες που είχα κρατήσει από το ίδρυμα. Δεν υπήρχε επιστροφή. Και σαν να βουτάς συνειδητά στο κενό με το αμάξι σου και λίγο πριν την συντριβή να μετανιώνεις, μια μικρή απελπισία με σκόρπισε ανήμπορο. Δεν υπήρχε γυρισμός. Φωτιές με τύλιγαν και ένιωθα το δέρμα μου να σκάει. Τα μαλλιά μου είχαν αρπάξει φωτιά και ένιωσα τα χαραχτηριστικα του προσώπου μου να αλλοιώνονται από την θερμότητα. Τα μάτια μου έσταζαν ένα περίεργο υγρό, μα δεν είχα την θέληση να αντιδράσω. Ώσπου η τελευταία μου πνοή έφυγε από το σώμα και την κοίταξα να πλανιέται μέσα στους καπνούς. Έτσι απόμεινα κοιτώντας την, την τελευταία μου πνοή που απομακρύνονταν. Και η ψυχή φτερούγισε επιτέλους μακριά. Και πέθανα. Εγώ. Το κάποτε μικρό παιδί. Μονάχος. Και αισθάνθηκα την υπέροχη αγαλλίαση του θανάτου ολόγυρα μου. Ήμουνα επιτέλους νεκρός. Ήτανε ωραία, ναι, ωραία να είσαι άψυχος. Νεκρός και ευτυχισμένος κειτόμουν εκεί, ενώ η ασφάλεια βρήκε κάποια στιγμή το πτώμα μου απανθρακωμένο και το κοίταξε με αποτροπιασμό. Κάποιος με κουβάλησε σε ένα όχημα, με τοποθέτησε με προσοχή σε ένα όμορφο φέρετρο και με έθαψε ρηχά κάτω από το χώμα. Και δροσερό αεράκι δρόσιζε τον τάφο μου τα βράδια κάθε άνοιξης, λεπτή βροχή κάθε χειμώνα. Επιτέλους, ήμουν ευτυχισμένος. Ήμουν νεκρός, ήσυχος και μόνος.