Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Όσα δεν έγιναν ποτέ

Τελευταία έχω κάποια νεύρα και δεν μπορώ να ηρεμίσω - σκέφτομαι να κάνω κακό σε κάποιον ή στον εαυτό μου.
Τα βράδια βασανίζομαι από αϋπνίες που δεν μπορώ να αποφύγω, κυριεύομαι από υπερένταση που με αποσπά από τη δουλεία μου και συχνά νιώθω απαξίωση που με προκαλεί να σιχαθώ τα πάντα, μαζί και τον εαυτο μου.
Δεν είναι ότι έχω κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, όχι, είμαι ένας κοινός άνθρωπος, πιστεύω λίγο εξυπνότερος από τον μέσο όρο και αυτό με κάνει να καταλαβαίνω πράγματα που κάποιοι αγνοούν για να ενδιαφέρονται.
Κανείς από όσους με γνωρίζουν δεν θα έλεγε ότι έχω ψυχολογικά προβλήματα, είναι απλά ότι έχω ορισμένες αρχές τις οποίες δεν προδίδω και ότι εξοργίζομαι υπερβολικά με την αγένεια και την αγνωμοσύνη.
Για το μοναδικό που κάποιος μπορεί να με κατηγορήσει είναι γιατί είμαι νευρικός, απότομος ίσως κάποιες στιγμές, και όταν είσαι νευρικός τα ελαττώματα σου διαγράφονται εντονότερα από ότι αληθινά είναι. Εάν κι αυτό διορθωθεί, δεν θα υπάρχει άλλο ψεγάδι στον τέλειο χαραχτήρα μου, αλλά νομίζω είναι ωραιότερο κανείς να μην είναι άψογος στην συμπεριφορά του προς τους άλλους.
Μέσα μου πολλές φορές ξυπνούν αναβρασμοί τους οποίους πολεμώ με τον εαυτό μου και σε καμία περίπτωση, προς θεού, δεν αφήνω να εκτονωθούν. Δεν είναι φυσικά κάτι σπουδαίο, είναι κοινοί προβληματισμοί που σε όλους μας υπάρχουν, είναι πράματα απλά• είναι σαν περπατώ, να σιχαίνομαι υπερβολικά τα βρώμικα πεζοδρομία με τους νερόλακκους που λεκιάζουν το καινούργιο μου ζευγάρι μπότες, τους πλασιέ που κάθε λίγο εμφανίζονται μπροστά μου ορθώνοντας το χέρι τους ώστε να μην μπορώ να προχωρήσω εάν δεν τους σπρώξω, αναγκάζοντας με να τραβήξω ένα από τα διαφημιστικά τους, εκεινους που καθονται διπλα μου στο μετρό και με υποκριτικο τροπο κλεφτα κοιτουν στην εφημεριδα που διαβάζω, τους ανεμιστήρες των κλιματιστικών που ανά πάσα στιγμή είναι πιθανό να στάξουν επάνω στο πουκάμισο μου, την προτεραιότητα των παίζων στους δρόμους που κανένας πια δεν σέβεται, τα παραφορτωμένα περίπτερα που καταλαμβάνουν ολόκληρο το πεζοδρόμιο, γεμισμένα με αλογόκριτη πορνογραφία που αγγίζει τα όρια της ανωμαλίας κι όμως βρίσκετε εκεί να την κοιτούν στο πρώτο άτυχες βλέμμα γιαγιάδες με ντροπή και παιδάκια με απορία και πάντα κάποιοι που προσποιούνται πως διαβάζουν τους τίτλους των πολιτικών εφημερίδων.

Εργάζομαι ως πωλητής σε γνωστή πολυεθνική βιομηχανία επίπλων, σε κεντρικό εμπορικό• έχω μέτριο μισθό και μικρό γραφείο. Ο πατέρας μου δεν είναι ευχαριστημένος από το επάγγελμα μου, το μικρό γραφείο και τον μέτριο μισθό μου και είναι φανερό πως προσπαθεί να μην διαδίδει την εργασία μου. Όταν κάποιος τον ρωτά, εκείνος άπαντα απρόθυμα ή αλλάζει θέμα. Συχνά νιώθω τύψεις που δεν κατάφερα να εκπληρώσω τις προσδοκίες του πατέρα μου.
Τα γραφεία της δουλείας είναι μικρά τετράγωνα χωρίσματα μεταξύ προκατ με ένα λιτό έπιπλο και τη λογιστική μηχανή, όλα όμοια μεταξύ τους εκτός από ένα• εκείνο του επιτηρητή του κλάδου. Στον επιτηρητή ανήκουν μερικές ακόμη ανούσιες δικαιοδοσίες: να ελέγχει στο τέλος κάθε μήνα τα λογιστικά, να συγκρίνει τις πωλήσεις των υπάλληλων και να εισηγείται λύσεις εάν ο κλάδος του έχει μειωμένα κέρδη. Γι αυτό και αμείβετε με ένα μικρό επιπλέον πόσο, περίπου δεκαοχτώ τα εκατό υψηλότερο από αυτό ενός απλού πωλητή όπως εγώ.
Στον δικό μου κλάδο επιτηρητής είναι ο γείτονας μου, παλιός συμμαθητής και κάποιο διαστημα καλος μου φίλος. Πλέον η σχέση μας περιορίζετε σε τυπικές ευχές και χειραψίες και συζητήσεις για αθλητικά θέματα.
Η διάφορα των μισθών μας είναι αντικειμενικά ελάχιστη, όμως, έστω κι αν ποτέ δεν του το αποκάλυψα όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόμαστε μαζί, τον φθονώ που κερδίζει αυτά τα λίγα χρήματα παραπάνω από εμένα.
Ίσως να μην με ενοχλούσε εάν αμειβόταν πράγματι αδρά, εάν ήταν πολύ πιο ευκατάστατος, όμως είναι αυτές οι μικρές διάφορες τόσα τώρα χρόνια που με βασανίζουν: να έχει ένα αμάξι λίγο καλύτερο του δικού μου, πολύ λίγο, σχεδόν δεκαοκτώ τα εκατό ακριβότερο, ένα σπιτι κατά ελάχιστα μεγαλύτερο, κατά μόνον ένα δωμάτιο, να πηγαίνει πάντοτε διακοπές σε κατά μια ιδέα εξωτικότερα θέρετρα από εκείνα που έχω επιλέξει και να μένει πάντοτε έναν όροφο πιο πάνω στο ξενοδοχείο από μένα, ένα δωμάτιο περίπου δεκαοκτώ τα εκατό πιο ακριβό.
Και όχι, δεν θα με ένοιαζε εάν είχε βίλα στην Εκάλη ή εάν μπορούσε να συντηρεί ντουζίνες αυτοκίνητα, εάν είχε δικό του γιοτ για διακοπές, όμως αυτές οι ελάχιστες διάφορες με κάνουν να οργίζομαι, έτσι που σε όλα μου φαίνετε πως είναι κατά λίγο καλύτερος μου. Μέχρι που και τη γυναίκα μου, την υπολόγιζα περίπου στο δεκαοκτώ τα εκατό ασχημότερη από την δική του και τα παιδία μου, δεκαοκτώ τα εκατό λιγότερο ικανά από τα δικά του όταν συνέκρινα την ευστροφία τους, παρακολουθωντας τα να παιζουνε μαζι καποιο παιχνίδι.

Κάθε μεσημέρι επιστρέφω από την εργασία μου με την δημόσια συγκοινωνία προσπαθώντας να αποφύγω την κίνηση στους δρόμους της Αθηνας και να κάνω οικονομία στην τιμή της βενζίνης. Και κάθε μεσημέρι διασχίζω τα ίδια βρώμικα στενά όπου οι καθαριστές του δήμου πάντοτε απεργούν και παρατηρώ τα ίδια γκράφιτι να αλλάζουν αργά μορφή στους τοίχους.
Λίγο παραέξω η πόλη τρέχει με την ιλιγγιώδη ταχύτητα που επιταχύνετε ολοένα περισσότερο από τα νευρικά ηχισματα της κόρνας και των φαναριών και των στιγμιαίων γευμάτων και των βιαστικών περαστικών που κοιτούν αστραπιαία τα πολύχρωμα ρούχα στις βιτρίνες στην προσπάθεια τους να διαφέρουν έστω και λίγο από τους υπόλοιπους και, ω θεέ μου, πράγματι διαφέρουν όλοι τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τους κάνει εξίσου αξιολύπητους και πληκτικούς. Και θα ‘λεγες, πως όλη αυτή η ταχύτητα δεν οδηγεί απόλυτους πουθενά, και όλα παραμένουν σαν στάσιμα λιμνάζουσα νερά που ανακατεύονται χωρίς να χύνονται πουθενά και χωρίς να ανανεώνονται από κάπου.
Κάθε μεσημέρι έχω την ευκαιρία να βλέπω ξανά και ξανά τα ίδια ακριβώς πράματα με διαφορετική μορφή, σαν να κοιτώ τους ίδιους ηθοποιούς σε άλλους ρόλους και τους ίδιους ρόλους με άλλους ηθοποιούς, και δεν έχει κανένα μα κανένα ενδιαφέρον αυτό.
Η διαδρομή μου σπιτι είναι ένα μοντάζ παρομοίων γεγονότων που κάνει την ζωή μου να φαντάζει μια επαναλαμβανόμενη μαγνητοταινία, κάθε μέρα όλο και πιο πληκτική από την συνεχή της επανάληψη: το μεσημέρι το λεωφορείο να ασφυκτιά από γυμνασιόπαιδα που γυρίζουν σπιτι απ’ το σχόλασμα: μια παρέα νεαρών όπου ένα άσχημο αγοράκι προσπαθεί εντελώς μάταια να τραβήξει την προσοχή μιας ωραίας κοπέλας από τα μάτια του εμφανώς ομορφότερου φίλου του, άσκοπες συζητήσεις μικροαστικής πονηριάς, βρωμα μεσα στον ηλεκτρικό και κάποιος καλοντυμένος και ατσαλάκωτος εποιχηριματίας, ένοικος μιας ανώτερης τάξης πολιτών, να στέκετε εντελώς άνυδρος μες στο κατακαλόκαιρο και με το κούτελο του στεγνό να κοιτά, σίγουρα έτσι κοιτά πίσω από του χόντρους μαύρους καθρέφτες του, αλαζονικά όλους εμάς τους κοινούς θνητούς να εκτοπιζόμαστε τρομαγμένοι ολόγυρα του. Ενώ τέλος, το χειρότερο από όλα, ανεβαίνοντας το στενό του σπιτιού μου να ακούω τους ψίθυρους της γειτονίας να με συζητούν μόλις γυρίζω την πλάτη μου: δεν ήταν πως ήμουν κάποιος πετυχημένος, κάποιος που αποτελουσε το καλο παράδειγμα στην γειτονια, σίγουρα μόνο περιφρονητικά σχολεία θα μπορούσαν να κάνουν για εμένα και δεν ήθελα, ντρεπόμουν, τοσο πολύ ντρεπομουν.
Ω, ο καημένος μου αδύναμος εαυτός, εκείνος με τα καχεκτικά κοκάλα και το αποστεωμένο πρόσωπο, εκείνος με τα σπαστά μαλλιά και με τους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, εκείνος που τώρα ήμουνα εγώ. Ο ίδιος ο δραστήριος έφηβος και ο χαρούμενος πιτσιρικάς σε όλες τις μαθητικές φωτογραφίες, σήμερα ένα σάπιο σώμα. Γύρω από την παιδική ανάμνηση τωρα χτισμένη μια νεκροφόρα ίσα-ίσα ικανή να μεταφέρει το αποσυντεθημένο κουφάρι από το σπιτι στην δουλεία και από την δουλεία στο σπιτι.
Ποιος να πιστέψει ότι αυτό το αναιμικό σώμα κουβαλούσε μέσα του την ίδια ψυχή με εκείνην στην αμετακίνητη παιδική φωτογραφία, που η μητέρα είχε τοποθετήσει ίσως πριν από τριάντα χρόνια επάνω στο κομοδίνο της: το χαρούμενο οκτάχρονο αγόρι που χαμογελούσε σε ένα λιβάδι κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια που του χαν δώσει για να το φωτογραφήσουν.

Προχτές, μέρα Μαϊου, γυρνούσα σπιτι απ την δουλεία με μεγάλη ευφορία. Αναλογιζόμουν ότι παιδικές φωτογραφίες μου υπάρχον παρά μόνον ελάχιστες στο σπιτι. Είχα έναν φόβο πως εάν και αυτές χάνονταν, άλλη απόδειξη δεν θα βρισκόταν πως υπήρξα κάποτε παιδί. Σκόπευα μόλις έφτανα να παραπονεθώ σοβαρά στην μητέρα μου που δεν είχε φροντίσει να με τραβήξει αρκετές, ώστε ποτέ να μην υπάρξει ο κίνδυνος όλες τους να χαθούν.
Κατέβηκα από την συγκοινωνία και κατευθυνόμουν προς το σπιτι. Στο λεωφόρο, συναντήθηκα με τον παλιό μου φίλο, γείτονα και πλέον επιτηρητή της εργασίας μου. Παρόλο, στον δρόμο ποτέ δεν περπατούσαμε μαζί. Ήτανε τόσο εμφανώς αδιάφορος χαραχτήρας που δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε για περισσότερο από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η συντροφιά του ήταν αφόρητα πληκτική και δεν άντεχα να προσποιούμαι ότι ξαφνικά έβρισκα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στα αθλητικά και στον μηχανοκίνητο αθλητισμό ή στα υπόλοιπα ανούσια θέματα που τον απασχολούσαν, ώστε να ανοίξω συζήτηση μαζί του.
Έτσι εγώ προπορευόμουν και εκείνος ακολουθούσε με λίγα μέτρα διαφορά, ενώ μέσα μου τον χλεύαζα για την ολοκληρωτική ρυχητιτα του χαραχτήρα του, και παράλληλα ήμουν βέβαιος πως και εκείνος, όταν θα βρίσκονταν με την δική του παρέα, όπου θα είχαν όμοια ενδιαφέροντα, θα με λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο για τις μηδενικές μου μηχανικές και ποδοσφαιρικές γνώσεις, και θα πίστευε κι αυτός μα και η παρέα του, πως ήσαν πολύ εξυπνότεροι μου επειδή γνώριζαν αυτά, ενώ θα ήταν βέβαιοι πως η εφυια μου δεν μου επέτρεπε να καταλαβαίνω τον χλευασμό τους.
Όμως εγώ δεν ήμουν χαζός, διαισθανόμουν τα ειρωνικά του σχόλια και αντιλαμβανόμουν τα συνθηματικά νοήματα που έγνεφε στους φίλους του όταν με συναντούσανε τυχαία στον δρόμο, υποδικτικα για κάποια σαρκαστική συζήτηση που είχε προηγηθεί για το όνομα μου.
Έτσι τον μισούσα, και έτριζα τα δόντια σκεφτόμενος όλα αυτά και κάθε ημέρα ζητούσα απελπιστικά να τον ταπεινώσω και να του αποδείξω πως ήμουν κατά πολύ ανώτερος του.
Άκουγα πάλι πίσω μου εκείνο το μεσημεράκι το βήμα του να επιταχύνει και να με πλησιάζει και έτσι άνοιγα και εγώ το δικό μου, ώστε να μην του επιτρέψω με περάσει, γιατί ήμουν βέβαιος πως δεν ήταν ο σκοπός της επιτάχυνσης του να επισπεύσει την άφιξη του σπιτι, αλλά να με προσπεράσει για να μου απόδειξη γι ακόμη μια φορά την ανωτερότητα του. Και προχωρούσα όλο γρηγορότερα, αλλά και πάλι άκουγα το βήμα του να ζυγώνει, και προσπαθούσα με τη σειρά μου να μην του επιτρεψω να με προσπεράσει, επιταχύνοντας όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να τρέξω ώστε να τον αφήσω να υποπτεθεί πως είχα καταλάβει την πρόθεση που σίγουρα είχε.
Αλλά λίγο παρακάτω, ένα παρκαρισμένο φορτηγό υπήρχε στη μεριά του δρόμου όπου βαδίζαμε, και έπρεπε υποχρεωτικά να παρακάμψω. Έτσι επέλεξα να κατευθυνθώ στο στενό άνοιγμα που υπήρχε ανάμεσα στο φορτηγό και σε έναν πέτρινο φράχτη παραδίπλα, ενώ εκείνος κατευθύνθηκε εξωτερικά της αμάξης, ρισκάροντας να διάσχιση παράλληλα τον πολυσύχναστο δρόμο. Αυτό ήταν και το λάθος μου, γιατί όταν ξεσφήνωσα λερωμένος από τους σοβάδες του τοίχου και το σώμα του φορτηγού, τον είδα να προχωρά δήθεν αμέριμνος εμπρός μου, ενω ημουν βεβαιος πως εντωμεταξύ είχε τρέξει• σίγουρα είχε τρέξει, αλλιώς δεν εξηγούνταν η απόσταση που εντελώς αιφνίδια σε αυτό το τυφλό σημείο ειχε κερδίσει.
Έτσι βγήκα χαμένος και πάλι, έστω και σε κάτι που κι οι δυο μας θα προσποιούμασταν πως ποτέ δεν είχε συμβεί και σε οποίον και αν έλεγα δεν θα με πίστευε• όμως ναι, κι όμως ναι, έτσι ήταν, είχε τρέξει.

Τον κοίταζα να απομακρύνετε στο βάθος μέσα στις σκόνες των χαλικιών και του αέρα, με εκείνη την φαρδιά δερμάτινη τσάντα στο ωμό, εκείνη την επαγγελματική τσάντα, και πόσο τον φθονούσα που εγώ δεν μπορούσα, δεν χρειαζόμουν σαν κι αυτόν, να έχω μια τέτοια δερμάτινη τσάντα για να τοποθετώ μέσα της τα λογιστικά και τα σημαντικά έγγραφα της δουλείας μου. Όμως αυτός την είχε περασμένη σταυρωτά γύρω από το πουκάμισο του και την ταλάντευε επιδεικτικά, και σίγουρα καυχιόταν που μπορούσε να διαθέτει μια τέτοια τσάντα. Του χρειαζόταν αλώστε, ώστε να αποθηκεύει σε αυτήν τα απαραίτητα έγγραφα της δουλείας του.
Κι όμως, ήταν και αυτό κάτι που κάποιος θα το θεωρούσε ανόητο εάν του το εκμυστηρευόμουν και θα με έπαιρνε για τρελό, όμως βλέποντας τον ήμουν βέβαιος πως έτσι αυτός σκεφτόταν και επιδείκνυε υπερβολικά την επαγγελματική του τσάντα μόνο και μόνο για να με ταπεινώσει, γιατί εγώ δεν θα μπορούσα να έχω μια τέτοια τσάντα, γιατί δεν θα έπαιρνα ποτέ την θέση του στο γραφείο.
Έτσι τόσο αιφνίδια η καλή μου διάθεση καταστράφηκε, και θα έλεγες μαζί της έκανε το ίδιο και ο λαμπερός καιρός, γιατί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σύννεφα που λίγο πριν δεν υπήρχαν πουθενά σκέπασαν τον ουρανό, ενώ μια λεπτή, αδύναμη ψιχάλα άρχισε να στάζει ασθενικά.
Ήταν πράγματι αλήθεια όλα αυτά. Ήταν πράγματα που κανείς άλλος εκτός από εμένα δεν ήταν αρκετά προσεχτικός να παρατηρεί, που κανείς δεν πίστευε όταν τα έκανε πως θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος αρκετά έξυπνος για να τα αποδικοποιησει: όμως εγώ το έκανα, το έκανα γιατί ετούτα ήταν η μετάφραση του ευαίσθητου ειδικού βάρους της ιδιωτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων προς τους γύρω τους και εν προκείμενο στο πρόσωπο μου.
Σκεφτόμουν όλα αυτά, τις μικρές απαρατήρητες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω πως είναι δυνατόν τόσο εύκολα όλοι να τις παραβλέπουνε κι όμως αυτές να ‘ναι τόσο έκδηλες, τόσο διάχυτες παντού μες στην ζωή μου.
Γιατί δεν υπήρχε τίποτα ποιο σιχαμερό για εμένα από το ψεύτικο χαμόγελο στα χείλι ενός πωλητή: στα εμπορικά, στους σερβιτόρους στα ακριβά εστιάτορα, στους ταμίες των ξενόφερτων φαστφουντάδικων και των πολυκινηματογραφων: μαζί με τα ρέστα και τα πακέτα φαγητού σου προσέφεραν πάντοτε και την συσκευασία που συμπεριλάμβανε ένα τυποποιημένο «ευχαριστώ» και ένα χαμόγελο που έδειχνε πλέον τόσο υποκριτικό και εκπορνευόμενο από τις δεκάδες επαναλήψεις σε κάθε από τις δεκάδες γραμμές ουρών, που η κίνηση των χειλιών έμοιαζε στα πρόσωπα τους με αβάσταχτη οδύνη.
Ποιος δεν θα γελούσε μαζί μου εάν γνώριζε ότι ειλικρινά λυπόμουν αυτούς τους ανθρώπους, διότι αφού με εξυπηρετούσαν θα χρειαζόταν για πολλοστή φορά να τεντώσουν βασανιστικά τα χείλι τους προς στο μέρος μου. Και πως άραγε εκείνοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν ξανά ένα θερμό ευχαριστώ όταν θα το είχαν πραγματικά ανάγκη; Με ποιον τρόπο θα κατάφερναν στις ιδιωτικές τους στιγμές να αποτάξουν από το πρόσωπο τους αυτό το μειδιαστικο χαμόγελο; Θα παρέμεναν πάντοτε οι άνθρωποι που έλεγαν: «σας ευχαριστώ».

Στον ηλεκτρικό, τι ποιο περίεργο θέαμα από τον σιωπηλό πόλεμο των θέσεων. Νέοι, γέροι, κύριες και κύριοι, σοβαροί και επαγγελματίες, να στρίβουνε γρήγορα τις μικρές κόρες των ματιών τους ποτέ δεξιά, ποτέ αριστερά, καρτερώντας το θήραμα που θα άφηνε το κάθισμα του. Άλλοι διάλεγαν εξαρχής επιβάτη, κάποιον ίσως που κοιτούσε διαρκώς κι επίμωνα το ρόλοι του και έδειχνε ανήσυχος, έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να κατεβεί, και προετοιμάζονταν να χιμήξουν στο μέρος του αμέσως μόλις εγκατέλειπε το κάθισμα του. Προσεχτικοί πάντα, δεν επέτρεπαν να φανεί η αγωνιά τους, αλλά η ετοιμότητα τους προδίδονταν από την απρόσμενη επιτάχυνση τους αμέσως μόλις ο στόχος τους εγκατέλειπε τη θεση του.
Πολλές φορές ορμούσαν όλοι μαζί ταυτόχρονα, και ενώ μόλις λίγο πριν έδειχναν τόσο αμέριμνοι και τυπικοί επιβάτες, με μια κίνηση αστραπή κατευθύνονταν προς την κενή θέση και συγκρούονταν και έχαναν τα πράματα τους απ’ τα χέρια.
Φαίνονταν όλοι τους τόσο αστείοι.
Εάν πάλι οι θέσεις στο βαγόνι ήταν επαρκείς για όλους, ξυπνούσε ένας άλλος, ακόμη πιο υποχθόνιος και αμαρτύρητος πόλεμος: εκείνος της διεκδίκησης του χώρου.
Πρώτα κάποιος άπλωνε δήθεν αδιάφορα το ένα του πόδι και με ένα ελαφρό σπρώξιμο εκτόπιζε τον άλλο προς τα έξω. Για απάντηση, έπειτα από λίγο, ο δίπλανος θα πραγματοποιούσε μια ελλειπτική κίνηση του κορμού του, σαν να βίδωνε τον κολο του στο κάθισμα, συνήθως ακολουθούμενη από έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό, και έτσι κέρδιζε πίσω λίγο απ το χώρο του.
Όμως, αν κάποιος ήταν πραγματικά έξυπνος, τότε χρησιμοποιούσε το άλλοθι του ύπνου, την κορυφαία τεχνική: άφηνε απλώς ένα βαθύ χασμουρητό και παραληρούσε ελευθέρα όλο του το κορμί - το μέγιστο άλλοθι. Φαντασθείτε μόνον εάν εκείνος που μοιράζονταν τη θέση προσπαθούσε να τον ξυπνήσει για να συμμαζέψει τα σκόρπια του μέλι τι είχε να ακούσει: για τα σκληρά ξενύχτια, τις πρωινές βάρδιες στο εργοστάσιο, την μειωμένη παραγωγή που απειλούσε την θέση του στην επιχείριση, τους χρωστούμενους μισθούς. Ποιος θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Απλά κανείς, η αγανάχτηση του διπλανού θα τον έκανε να φανεί ένας καλοβολεμενος άγνωμον στα μάτια των υπόλοιπων επιβατών και θα γινόταν αμέσως ρεζίλι.
Μόνον εγώ ήμουν βέβαιος πως αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, όλοι βαθιά θα ήξεραν αλλά δεν θα ήθελαν να παραδεχτούν ή θα το θεωρούσαν μόνον μια υπόθεση στα πλαίσια της δικής τους ασυνήθιστης φαντασίας, πως αυτός ο αμαρτύρητος πόλεμος του χώρου πραγματικά υπήρχε. Ήταν μια σκέψη που κανείς ποτέ δεν θα μοιράζονταν και ήταν όλα εκείνα όσα δεν θα ειπονωνταν ποτέ.

Όλοι οι άντρες γνώριζαν ότι τα βράδια μύριζαν τις πορδές τους κάτω απ’ τα σκεπάσματα, όμως ήτανε κάτι που κανείς τους δεν το παραδεχόταν, ούτε καν στις μεταξύ τους συζητήσεις. Επίσης όλοι οι άντρες γνώριζαν ότι κάθε μέρα αυνανίζονταν με χυδαίες φαντασιώσεις, όσο σπουδαιοι, ευγενικοί, όσο τζέντλεμαν και εάν ήταν, όλοι τους το έκαναν, ασχέτως εάν ποτέ δεν θα τους άκουγες να μιλούν γι αυτό. Ηταν κατι που το γνωριζα, ημουνα βεβαιος, ακομη και για εκεινον εκει τον ασκιτικο ιερεα, όμως ολοι επειλεγαν πραγματα σαν κι αυτά να τα αγνοουν και απλα να προσποιούντε.
Μόνον λίγο πριν την εφηβεία, συζητήσεις σαν και αυτές λάμβαναν συχνά χώρα στα μαθητικά πηγαδάκια των σχολικών προαυλίων. Σύντομα όμως γίνονταν ταμπού και κλείνονταν στα ενδόμυχα κιτάπια της ψυχής, και εντελώς ξαφνικά κανείς δεν ήθελε πια να τα συζητά γι αυτα και προσποιούνταν πως δεν γνώριζε ή πως δεν υπήρχαν.

[ Οι γερμανοί, αρχικά για να περιγράψουν τα σκατά, είχαν δημιουργήσει μια λέξη, η λέξη αυτή ήταν το ταμπού. Όταν ήμουνα παιδί, η συνειδητοποιήση που με είχε σοκάρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχε προέλθει από τη παρατήρηση, ότι φαίνετε πράγματι περίεργο πως οι γνωστοί και οι λαμπεροί άνθρωποι της τηλεόρασης και του θεάματος χέζουν, και γενικότερα όλοι, οποίοι και αν είναι αυτοί, χέζουν. Η αντιπαραβολή των δυο φανερώνει ότι μάλλον καθόλου τυχαίο δεν ήταν πως το ταμπού αρχικώς ξεκίνησε για να περιγράφει τα σκατά – παράλληλα, θα μπορούσες να πεις πως το ταμπού είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της μοντέρνας ηθικής.
Ξεκινώντας από τα σκατά, η ένια της λέξεως άρχισε να μεταβιβάζεται σε όλα εκείνα που θα θέλαμε να ξεχνάμε πως αληθινά υπήρχαν: πράματα σαν και τη γονική σεξουαλικότητα, την ερωτική διαστροφή. Στην θρησκεία, το προπατορικό αμάρτημα - ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού.
Σιγά-σιγά η ένια της λέξεως άρχισε κατεβαίνει στα χαμηλότερα κλαδιά του δέντρου ώστε να αντικαθιστά εκείνα που πλέον προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να μην αγγίζουμε: η φτώχια, ήταν μια από τις τελευταίες συγκαλύψεις της λέξεως- η φτώχια ήτανε το απόβλητο της πέψης του ανταγωνισμού και έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει, η ένια του ταμπού ταίριαζε κυριολεκτικά σε αυτούς που την αποτελούσαν, ενώ όλη η διαχείριση της πολιτείας για την αντιμετώπιση της, έμοιαζε με την χημική διαδικασία που χρειάζονταν τα σκατά για να μετατραπούν σε χρήσιμη μορφή ύλης. Στις ομιλίες των πολιτικών, στα μάτια τους, η φτώχια ήταν ένα ταμπού. Η τριτοκοσμική δυστυχία επίσης, ήταν γεγονός που η κοινωνία γνώριζε αλλά ήθελε να προσποιητέ διακριτικά πως δεν υπήρχε, δεν την άγγιζε παρά μόνον αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος-
Για τους άντρες, η κλανιά, ήταν η απόδειξη πως τα σκατά πράγματι υπήρχαν, η από παιδικής ηλικία διαρκής ενασχόληση με το γενετήσιο όργανο τους, το έμφυτο τεκμήριο πως δεν αρνούνταν κάθε πτυχή της φύση τους.
Στο δίπολο της πνευματικής ολοκλήρωσης και της ζωικής ανάγκης έπρεπε να υπάρχει μια ισορροπία. Μόνον αφού πρώτα πιεζόσουν με δύναμη στην γη, έπειτα μπορούσες να νιώσεις την ελευθεριότητα της ψυχικής ελαφρότητας. Ο συνιφασμος των δυο ήταν όμως ένα ταμπού.
Η αποδέσμευση από το σώμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί όσο ο άνθρωπος βρίσκονταν υπό την εξάρτηση της ύλης• ενώ η θρησκεία προσέδιδε ακόμη μια διάσταση στην διηκοτητα του ατόμου: με την προσθήκη της θεϊκής υπόστασης το δίπολο γινόταν τριπολο και η απελευθέρωση του πνεύματος μπορούσε πράγματι να υπάρξει, όντως σε έναν άλλο κόσμο.
Η εξύψωση της ψυχής, όμως, και πάλι, δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της σάρκας. Έτσι οι πρωτόπλαστοι αισθάνθηκαν ντροπή για το σώμα τους μόνον αφού αμάρτησαν. Η κίνηση προς τον απαγορευμένο καρπό ήταν η προέκταση της απόφασης τους να εξαντλήσουν την ύπαρξη τους στην εικόνα μιας ύλης που αναπόφευκτα στο μέλλον θα τους οδηγούσε σε ζοφερές παραστάσεις. Η ζωική τους υπόσταση χρειάζονταν πράγματι να υπάρχει, μόνον όμως η ψυχή θα μπορούσε να κερδίσει το παιχνίδι που το σώμα θα έχανε με την πάροδο του χρόνου.
Πολύ σωστά η εκκλησία εξυμνούσε την εξάσκηση του πνεύματος, όμως όσο για αυτήν η έκφανση της υλικής υποστάσεως του ανθρώπου αποτελούσε άρνηση στο πνεύμα, τόσο θα συνέχιζε να τροφοδοτεί με νέα ταμπού την κοινωνική παρακαταθήκη του χάσματος των πόλων].

Περπατώντας προς το σπιτι, με εκείνη τη λεπτή βροχή να με πιτσιλά στο πρόσωπο, αναρωτιόμουν τι είχε πάει τόσο στραβά και είχε μετατραπεί η ζωή μου σε ένα απερίγραφτο μαρτύριο.
Να ευθυνόταν το διαμέρισμα μου στο μέσο του στενού για τα απαξιωτικα σχόλια της γειτονίας; Εάν βρίσκονταν στην γωνία του δρόμου δεν θα χρειαζόταν κάθε μεσημέρι να περνώ εμπρός από τους αργόσχολους επικριτές μου. Πιθανόν τότε κανείς να μην με γνώριζε.
Να ευθυνόταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας για τις ευκαιρίες που δίδονταν στον μισητό μου φίλο να με παρατηρεί για τις συχνές αναρρωτικές άδειες εργασίας; Εάν εκείνος τηρούσε την επανειλημμένη σύσταση μου για αυξημένη θέρμανση της πρωινές ώρες, δεν θα ταλαιπωρούνταν ο ευπαθής μου οργανισμός από ασθένειες που με άφηναν στο κρεβάτι σχεδόν μια φορά τον μήνα.
Να έφταιγε εκείνο το ίδρυμα τοξικομανών για την καθημερινή και έντονη αμφισβήτηση φρονήματος θάρρους του εαυτού μου; εάν αυτό δεν βρισκότανε τόσο κοντά στο σπιτι μου, δεν θα υπήρχαν τα χυδαία σχόλια των πότων κάθε φορά που διένυα πεζός τον δρόμο μαζί με την γυναίκα ή με την κόρη μου ή με την αδερφή μου, και δεν θα αισθανόμουν κάθε φορά το έντονο μειδιασμα που με τρυπούσε βαθιά ως μέσα στην ψυχή μου και με έκανε να θέλω να στραφώ και να χτυπηθώ άσχημα με εκείνους τους ανθρώπους. Όμως γνώριζα πως με μεγάλη ευκολία θα μπορούσαν να με δείρουν άσχημα και θα ήταν τελείως ανόητο να το πάθω αυτό από κάποιους που στο κάτω-κάτω βρίσκονταν πιθανόν υπό επήρεια ουσιών - μα ήταν και αναπόφευκτο η συνείδηση μου να με τσιγκλά όταν δεχόμουν μαζί με την οικογένεια μου όλα εκείνα τα διεστραμμένα σχόλια: Ήταν ένας φαύλος κύκλος που δεν μπορούσα να ξεφύγω και ποιος άραγε ευθύνονταν γι αυτό; Μάλλον κανείς.
Ποιος; πάλι, ήταν ο λόγος που η περιοχή μου θεωρούνταν η πιο υποβαθμισμένη της πόλης και δεν υπήρχε ούτε ένα μικρό παγκάκι, ούτε μια χλιαρή σκιά να ξαποστάσω ερχόμενος από την εργασία μου; ποιος που οι καθαριστές διαρκώς απεργούσαν και οι δρόμοι ήταν τόσο βρώμικοι και τα πεζοδρομία μύριζαν έντονα ούρα;
Γιατί; ενώ ήμουν φανερά ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κύκλο μου, ο χαμηλός μισθός μου να ήταν ο λόγος που κανείς δεν με έπαιρνε στα σοβαρά και πως; όσοι κέρδιζαν περισσότερα χρήματα, και παρόλο την χαμηλή τους καλλιέργεια, πίστευαν πως ήταν κατάλληλοι λόγο της επαγγελματικής τους εφορίας να μου απευθύνουν γενικόλογες συμβουλές για την ζωή μου; Γιατί οι φίλοι και οι συγγενείς τόνιζαν διαρκώς ότι νοιάζονταν για μένα και μιλούσαν, και μιλούσαν, λέγοντας ανόητα πράματα που θα έπρεπε να ακούω με φαινομενική προσοχή διότι εγώ, κέρδιζα τόσο λιγότερα χρήματα από εκείνους;
Ποιος να ευθύνονταν για όλα αυτά; Αυτοί και εγώ και το κέντρο αποτοξίνωσης και οι ανεπαρκείς πόροι του τόπου μου και σίγουρα όχι αυτή η καλοστεκούμενη πολιτικός που έδειχνε πως έκανε στ’ αλήθεια ότι μπορούσε αλλά λύσεις δεν υπήρχαν, κι έτσι εκείνη ίδρωνε και ίσα που βουτούσε τα χειλάκια της στην άκρια ενός ντελικάτου ποτηριού που βρισκόταν κάτω από τα συνωστισμένα μικρόφωνα και σκουπίζονταν με προσοχή με ένα απαλό αφιδρωτικό μαντηλάκι που κρατούσε σφιχτά στο χέρι, ενώ ο κόσμος την επεφιμουσε ευχαριστημένος, εκείνη, την πασίγνωστη βουλευτίνα που έκανε περιοδεία στην πόλη μου.
-Την ρουφιάνα, θα την σκότωνα την ρουφιάνα και θα ησύχαζα, θα ησύχαζα μια για πάντα.-

Άκουγα την σιγανή και σταθερή φωνής της ξεκάθαρα από τα πελώρια μεγάφωνα έως και την ώρα που έφτανα στην είσοδο του σπιτιού μου, και ήμουν βέβαιος πως θα συνέχιζα να την ακούω ακόμη και όταν θα έφτανε η ώρα να ησυχάσω: Θα προσπαθούσα στο τέλος της εξαντλητικής ημέρας επιτέλους να κοιμηθώ, αλλά δεν θα το κατάφερνα. Δεν θα τα κατάφερνα γιατί, εκείνη, η φωνή, θα έφτανε στο υπνοδωμάτιο μου και δεν θα μου το επέτρεπε, και θα χρειαζόταν ετούτη την ζεστή μέρα να κλείσω εντελώς τα παράθυρα και να πνίγω στο ζουμί του ιδρώτα μου, και με τέτοιο εγωισμό και αλαζονεία η φωνή θα μου στερούσε με τις βροντερές της υποσχέσεις το μόνο αναφαίρετο δικαίωμα που μου είχε απομείνει: τα γαλήνια όνειρα μου• ενώ, την επόμενη μέρα αργοπορημένος στην δουλεία θα έπρεπε να ακούσω της λογικές παρατηρήσεις του καλού, στενού μου, ανεγκέφαλου φίλου μου.
Εντωμεταξύ, ολην όση ώρα σκεφτόμουνα αυτά, ένα μικρό καφετί σκυλάκι ενος ενοίκου γάβγιζε ανάμεσα στα ποδιά μου και δάγκωνε το πατζάκι μου, ανοίγοντας του μια μικροσκοπική ολοστρόγγυλη τρυπά με τα μυτερά δοντάκια του. Το κοιτούσα σχεδόν αποσβολωμένος από το έρεβος τον σκέψεων στο οποίο είχα επισέλθει, γνέφοντας του να φύγει μακριά, αλλά αυτό δωστου και τραβούσε με περισσότερο μένος το παντελόνι μου και δάγκωνε τα κορδόνια μου, μη νιώθοντας εμφανώς καμία ανησυχία από τον θλιβερό τρόπο που προσπαθούσα να το απομακρύνω, το γεμάτο ευγένεια και κολακείες ύφος μου.
Εκείνο εκεί, το συμπαθέστατο κατά τα αλλά, χνουδωτό σκυλάκι της πλήρης ημερών μα στ’ αλήθεια καλοστεκούμενης ένοικου, που εδώ και τόσα χρόνια τώρα αναπλήρωνε με την ζωντάνια του το κενό του αποθνήσκοντα συζύγου της, ήτανε το καημένο το πρώτο θύμα μου: σήκωσα ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσα το πόδι μου μέχρι που το γόνατο άγγιξε το στήθος μου και το κατέβασα με όλη μου τη δύναμη στο κεφαλάκι του! Το χτυπούσα ξανά και ξανά και πνιγόμουν από την ηδονή στο άκουσμα του κρανίου του τα σπάζει. Το πατούσα με δύναμη δίχως σταματιμο, μέχρι κανένας ήχος να μην προκαλείτε από το ποδοπάτημα του κεφαλιού του -το γαμημένο σκυλάκι, δεν θα με ενοχλούσε ποτέ ξανά!



Την επόμενη μέρα αργοπορημένος στην δουλεία από την αυξημένη ροή κυκλοφορίας περίμενα πως θα δεχόμουν τις παρατηρήσεις του αφεντικού μου. Όμως το εναντίον, με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο και με έναν καλοσυνάτο χαιρετισμό με προσκάλεσε και για το βράδυ σπιτι του: «έχω την γιορτή μου και αν το θέλεις έλα», ανέλπιστα μου πε.
Χα! μου ρθε να βάλω τα γέλια, ίσως να ΄τάνε τελικά όλα στο μυαλό μου. Όλες οι σκέψεις που έκανα τόσον καιρό για εκείνον ίσως να βρίσκονταν μόνον στη φαντασία μου, χα! Πόσο πολύ θα γελούσαμε άραγε εάν κάποτε του αποκάλυπτα τα όσα ανά καιρούς υπέθετα, για αυτήν τη μέρα που με προσπέρασε από την εξωτερική πλευρά του φορτηγού - σίγουρα ποτέ του δεν θα είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο - ή για εκείνα τα προσινενοημενα βλέμματα που πίστευα πως άλλαζε με τους φίλους του, ή για την δερμάτινη τσάντα του που πάλλονταν στον ωμό του• πως θα μπορούσε αυτός ο τίμιος χαμογελαστός άνθρωπος να είχε έστω υποψιαστεί κάτι από όλα αυτά. Μόνον εγώ, με την καλπαζουσα φαντασία μου θα μπορούσα να πλάθω τέτοιες ουτοπίες στο παρανοϊκό μυαλό μου.

Διασκεδαστικές προετοιμασίες προηγήθηκαν της βραδινής επίσκεψης. Αγορά δώρων, κολακευτικές συζητήσεις για τον φίλο μου, ντύσιμο με χαμηλή μουσική, τα πατζούρια ανοιχτά, καλοκαιρινός καιρός.
Στην αυλόπορτα του σπιτιού του η γυναίκα του μας υποδέχτηκε με χαμόγελο. Η τραπεζαρία ήτανε γιορτινά διακοσμημένη, ο μπουφές πλούσιος, οι αραιοί προσκεκλημένοι έμοιαζαν μέρος του ντεκόρ. Ο φίλος μου κατέβηκε με την παρέα του να σέρνετε ξοπίσω του από μια φιδογυριστη σκάλα. Με χαιρέτισε σφίγγοντας δυνατά την γροθιά μου, ήτανε τόσο κομψός απόψε.
Άρπαξε το κουτί του δώρου μου και το ακούμπησε στο στήθος του ώστε να ξεσκίσει ευκολότερα το περιτύλιγμα: μια σοβαρή ριγέ επαγγελματική γραβάτα εμφανίστηκε. Έβαλε και λίγο γούστο η γυναίκα μου, αν δεν σε πειράζει, του ‘πα παρακολουθώντας τον εμβρόντητος να την κρατά αγκιστρωμένη στα δυο του δαχτυλάκια σαν να τη σιχαινόταν, να την κοιτά υποτιμητικά μαζί με τους φίλους του. Ούτε ευχαριστώ δεν έγνεψε για το φτωχό μου δώρο που τόσο απροκάλυπτα σνόμπαρε. Τι κι αν με τόση χαρά και γούστο το είχα διαλέξει, δεν φάνηκε να σημαίνει απολύτως τίποτα γι εκείνον και η στιγμή ήτανε απόλυτα ντροπιαστικη.
Ύστερα όλο το βράδυ μετατράπηκε σε μια κόλαση. Οι αμαρτύρητες σκέψεις στο μυαλό μου γίνανε φωτιά και θειάφι, ενώ την ίδια στιγμή υποψιαζόμουν τη γυναίκα μου να φλερτάρει με τους καλεσμένους. Δεν ήτανε βέβαια κάτι κακό να περνάει την ώρα της ευχάριστα μαζί τους, και ίσως να ήτανε φυσιολογικό εάν εγώ τις επέτρεπα υπερβολική ελευθέρια να καταλήξει να ερωτοτροπεί με κάποιον από εκείνους, γι αυτό και δεν θα το έκανα ποτέ. Όμως πόσο έντιμο από μέρους της ήταν κάτι τέτοιο; γιατί να χρειαζόταν να σέρνομαι ξοπίσω της και να την έχω δεμένη με μαστίγιο και χαλκά για να μην χρειαστεί κάποια στιγμή να με ντροπιάσει; Πως η λογική έχανε κάθε βαθύτερη άξια της από τις ακτιβιστικες ρήσεις των ρεαλιστών φίλων μου που ήθελαν τη γυναίκα πάντα υπό την στενή επίβλεψη του άντρα;
Την σκύλα.

Γυρνούσα από την δουλεία αποφασισμένος, κατευθυνόμενος σε μια από τις πολλές πολιτικές συγκεντρώσεις της εντιμότατης βουλευτίνας, ενώ μέσα από την τσέπη μου ένιωθα να τρυπά τον γοφό μου η αιχμηρή απόφυση ενός κατσαβιδιού.
Ξαπόστασα αφουγκραζοντας τις υποσχέσεις της, χαμένος κάπου μέσα στην σύναξη, ανασαίνοντας με ευχαρίστηση την κατάνυξη του βραδινού ανοιξιάτικου αγέρα, εις αναμονή της σπουδαίας στιγμής - ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, ενώ εκείνη διέσχιζε το πλήθος ευχαριστημένη και αντάλλαζε σύντομες χειραψίες.
Έφτασα δίπλα της, και ενώ κρατώντας σφιχτά το κατσαβίδι στην τσέπη μου ήμουνα σχεδόν έτοιμος να το σηκώσω πάνω από το σβέρκο της, κάποιος από την φρουρά παρατηρώντας με εμφανώς εξαντλημένο, με εκείνα τα κατακόκκινα μάτια που έσταζαν αίμα, με πλησίασε με γρήγορο βήμα και με τράβηξε από τον ωμό: απ’ εδώ φίλε, είπε, απ εδώ…
Κατέληξα πίσω από ένα στενό δρομάκι, διπλωμένος στα γόνατα να ακούω ακόμη τις επεφυμιες του πλήθους και τους πανυγηρικους ρυθμούς και να κλαίω. Ακόμη μια φορά είχα αποτύχει.

Τα δάκρυα δεν είχαν ακόμη στεγνώσει όταν έφτασα στην αυλόπορτα του σπιτιού μου, ενω μέσα στην γροθιά μου ακόμη έσφιγγα με το ίδιο πάθος το κατσαβίδι μου. Όλον αυτό τον καιρό τώρα πάντοτε κάτι έσφιγγα με δύναμη μέσα μου, ένα υποθετικό κατσαβίδι που υπήρχε στο μυαλό μου και ήταν έτοιμο να πεταχτεί με μια απόφαση έξω και να αρχίσει να σκοτώνει.
Ίσως να ήμουνα τρελός, ίσως όλα να υπήρχαν μονάχα στο μυαλό μου και η προσπάθεια μου να συνειδητοποιήσω τι πραγματικά συνέβαινε να ήταν μια ακροβασία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια. Πάνω στο τεντωμένο αυτό σκοινί που βάδιζα όλον τον καιρό κάπου είχα παραπατήσει, είχα χάσει την ισορροπία μου και είχα πέσει στη μια ή στην άλλη μεριά. Δεν γνώριζα εάν ήταν πλευρά της σωφροσύνης ή της τρέλας, πάντως τώρα όλα έμοιαζαν να έχουν έναν ειρμό και επιτέλους έδειχναν κατανοητά σε μένα.
Εκείνος εκεί, ο παιδικός μου φίλος και γείτονας, ο προυσταμενος στην εργασία μου, με την ακριβή δερμάτινη τσάντα του περασμένη στον ώμο, σίγουρα θα έπρεπε να πεθάνει με τον πιο φριχτό τρόπο – κάποιος έπρεπε να πεθάνει, οποίος κι αν ήταν αυτός, ώστε κι εγώ να βρω ξανα την ηρεμια μου.
Έτσι όταν με πλησίασε και με σκούντηξε φιλικά στον ωμό δεν σκεφτικά καθόλου τι έπρεπε να κάνω, αντίθετα θυμήθηκα όσες φορές απροκάλυπτα θέλοντας ή μη με είχε προσβάλει και με είχε κάνει να αισθανθώ μικρός και ντροπιασμένος δίπλα του: εκείνα τα λοξά βλέμματα καθώς περπατούσε στον διάδρομο πλάι από το γραφείο μου που διακριτικά μου έγνεφαν, δούλεψε, δούλεψε, μην χαζολογάς, δούλεψε πιο πολύ, πιο πολύ, ο περιφρονητικός τρόπος που τακτοποιούσε τα αντικείμενα στα συρτάρια του όταν προσπαθούσα να του μιλήσω για κάποιο πρόβλημα στην δουλεία, που δίχως λόγια μπορούσε να μου λέει, δεν ευθύνομαι εγω γι αυτο. Το πάθος με το οποίο πάντοτε περιέγραφε τις διακοπές του, τις σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές που θα αγόραζε με τον μισθό του, την ικανότητα του στην ξυλουργική και τις υψηλές γνωριμίες του που του επέτρεπαν να νοικιάζει ακριβά δωμάτια σε κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα και να προμηθεύετε σχεδόν κάθε οικιακό είδος σε πολύ προνομιακή τιμη.
Βέβαια, όταν εξιστορούνταν όλα αυτά, ποτέ δεν θα περίμενε πως ένα ευωδιαστό ανοιξιάτικο βράδυ που θα με σκουντούσε φιλικά στον ώμο εγώ θα του κάρφωνα ένα καλα ακονισμένο κατσαβίδι στο στερνό. Ποτέ δεν θα του είχε περάσει από το μυαλό η απόγνωση που θα ένιωθε βλέποντας την πλαστική λαβή του εργαλείου που μια βδομάδα πριν μου είχε δανείσει από την πανάκριβη εργαλειοθήκη του, να σταματά το μακρύ σώμα του κατσαβιδιού από το να χωθεί βαθύτερα στο στήθος του.
Μέσα στα εμβρόντητα μάτια του παρακολουθούσα τον πόνο και την έκπληξη να απλώνονται και να μου προσφέρουν απερίγραφτη ηδονή. Όλα όσα ήθελα να δω, όλα βρίσκονταν εκεί εκείνη τη στιγμή. Όλη η απόγνωση του ανεπιστρεφτου δρόμου του θανάτου που με την βοήθεια μου είχε ξεκινήσει να διαβαίνει, η συνειδητοποίηση του επερχόμενου τέλους που γέμιζε το πρόσωπο του με τρομο, που έδινε νόημα στην γοητεία της εκδικήσης, όλα τα μειωτικά, όλα τα αλαζονικά, όλα τα εγωιστικά σχόλια που είχε κάνει, τώρα καταλάβαινε πως δεν ήταν παρά μόνο φτυαριές που έσκαβαν σιγά-σιγά το λάκκο του και ευχόταν να μπορούσε να τα πάρει πίσω, εκλιπαρούσε μέσα του προσπαθώντας να ανασάνει να μην τα είχε πει ποτέ, όμως πλέον αυτό δεν ήταν δυνατό. Και όλη του η απόγνωση καθρεφτίζονταν εκεί, στα δυο έκπληκτα μάτια του που πετάριζαν καθώς ξεψυχούσε.

Κοιτώντας τον να κείτεται εκεί, υποθέτοντας την σκληρή δουλεία που είχα μπροστά μου αν ήθελα να διαμελίσω σωστά το πτώμα ώστε κανείς να μην το βρει, σκεφτόμουν πως δεν μπορούσα να μην παραδεχτώ πως σίγουρα η πράξη μου ήτανε μια πράξη κακίας και μίσους.
Όμως, αν ήθελα να είμαι δίκαιος με τον εαυτό μου, θα ήτανε σωστό, εάν εξαιρούσα μόνον αυτή τη δικαιολογημένη κατά πόλους πράξη, να γνωρίζω πως δεν ήμουν σίγουρα ούτε τρελός, ούτε ψυχασθενής και δολοφόνος. Είχα πίσω μου μια σίγουρη δουλεία και μια προαγωγή να διεκδικήσω, είχα γυναίκα και δυο παιδία, ζούσα μια φυσιολογική ζωή με σκοτούρες και καλοκαιρινές διακοπές και νύχτες τηλεόρασης. Κανείς εξ όσων με γνώριζαν, σε καμία περίπτωση, δεν θα μπορούσε να πει ότι ήμουν ένας άντρας με ψυχολογικά προβλήματα. Όσο κανένας δεν ήξερε τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ και όσο αυτό το γεγονός δεν θα επηρέαζε καθόλου την καθημερινή μου ζωή, θα παρέμενα, από κάθε άποψη, ένας άνθρωπος σα τον κοινό μέσο όρο.

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Παραμύθια για παιδιά




- Δεν αντέχω άλλο. Μου πέφτουν τα μαλλιά. Χάνω συνεχώς τρίχες και τα δύο μπροστινά δόντια μου κουνιούνται. Σχεδόν δεν με βαστούν τα πόδια μου.
- Μα, τι λες; Είσαι ακόμα δεκατέσσερα!
- Αυτό το λες επειδή είσαι ακόμη έξι. Δεν αντέχω σου λέω. Είναι μεγάλο γαμήσι η ζωή. Έχω τα διπλά σου χρόνια. Θέλω ακόμα έναν χρόνο για να βγώ στην σύνταξη και δεν ξέρω αν θα αντέξω. Έχω κουραστεί σωματικά και ψυχολογικά.
- Εγώ θέλω τώρα να πιάσω μια καλύτερη δουλειά. Να βάλω μερικά χρήματα στην άκρη. Σε λίγο καιρό ίσως να παντρευτώ.
- Φάε αυτά τα κομμάτια πίτσας που περίσεψαν από εχθές. Είναι καθαρό. Φάτα, θα τα πετάξουμε.
- Τα τρώω.
- Να παντρευτείς… καλά θα κάνεις, όσο είσαι ακόμα μικρός. Είναι ακόμα μια καλή ηλικία. Μπορείς να βλέπεις ακόμα τα πράγματα ρομαντικά. Και ίσως να βρείς μια καλή κοπέλα που να σε αγαπάει.
- Μάλλον θα παντρευτώ την δέσποινα. Γνωριζόμαστε τρία χρόνια και πιστεύω είναι αρκετός καιρός για να καταλάβεις αν ο ανθρωπος που βρίσκετε δίπλα σου σε αισθάνετε.
- Άκου να δείς κάτι. Αν πετάξεις την ψωλή σου έξω εμπρός από μία γυναίκα εκείνη θα την πάρει αμέσως στο στόμα. Όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν μονάχα τον εαυτό τους στο τέλος.
- Όχι, πίστεψε με, η δέσποινα δεν είναι σαν τις άλλες. Με αγαπάει.
- Είσαι ακόμα πιτσιρικάς. Τώρα ξεκινάς την ζωή σου. Μάταιο να προσπαθώ να σου αλλάξω γνώμη.
- Γιατί το λες αυτό; Δεν μπορείς να έχεις δηλαδή έναν άνθρωπο δίπλα σου που σε αγαπάει πραγματικά; Όλα έχουν να κάνουν με τα λεφτά και τα προσωπικά οφέλη;
- Εγώ σου λέω ότι σε έναν χρόνο θα χωρίσετε. Λυπάμαι, έχουνε δει πολλά τα μάτια μου. Και όλα όσα τώρα λες θα δεις πως θα τα ξεχάσεις όταν βρεις μια καινούρια δέσποινα. Και πως εκείνη θα αδιαφορήσει για εσένα όταν θα βρεθείς σε ανάγκη. Κοιτά την δουλειά σου, την τσέπη σου και την πάρτη σου. Μόνο αυτά θα σου μείνουν στο τέλος. Μην κάνεις θυσίες για τους άλλους. Ακόμα και οι φίλοι είναι πρόσκαιροι. Περνούν και φεύγουν καθώς οι ασχολίες σας αλλάζουν. Θα έρθει κάποια στιγμή που θα μείνεις τελείως μόνος σου και θα με θυμηθείς. Πάντα έτσι γίνεται. Αλλά δεν μπορώ να σε πίσω. Είναι μάλλον έτσι η ζωή.
- Μα έτσι θα απομονωθώ τελείως. Κοιτάζοντας μόνον τον εαυτό μου και αδιαφορώντας για τον κόσμο.
- Ο κόσμος είναι μαλάκας. Ο κόσμος κοιτάει μόνο την μορφή και ποτέ το περιεχόμενο. Αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία στην πουτάνα κοινωνία που ζούμε. Ο κόσμος δεν μπορεί να συλλάβει μεγαλύτερα μηνύματα πέρα από την πουτάνα την βαρετή καθημερινότητα του. Εκτός και αν τον ξεγελάσεις προβάλλοντας του μια μορφή που θα θελε να δει. Όταν πριν πολλά χρόνια πηδιόμουν με την Δήμητρα όταν εκείνη ήταν κάπου τέσσερα, όλοι έπεφταν να μας φάνε. Όταν παντρευτήκαμε τα πράγματα ησύχασαν γιατί σκέφτηκαν ότι την αποκατέστησα, σαν νέα κοπέλα που ήταν. Για τον κόσμο την διαφορά την έκανε ο γάμος, δεν μπορούσε να δει μέσα από την μορφή κάτι σημαντικότερο από αυτό: το περιεχόμενο. Ο κόσμος είναι, απλός, μαλάκας.
- Και πως θα βγάλω πολλά λεφτά;
- Γαμισε τους όλους. Δούλευε πολύ και από κάπου θα πιαστείς.
- Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Πως πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν στην κοινωνία.
- Πίστευε στ' αρχίδια σου.
- Μπαίνεις με δύναμη στην ζωή. Είσαι μικρός. Είσαι αλώβητος. Έχεις όλα τα χρόνια μπροστά σου. Νομίζεις ότι με τα χέρια σου μπορείς να σπάσεις την πέτρα. Κι όμως αυτό δεν διαρκεί πολύ. Τα χτυπήματα ξεκινούν να σου έρχονται το ένα πίσω από το άλλο και τα κύτταρα σου σιγά σιγά νεκρώνουν. Πέφτεις σε απάθεια. Αδιαφορεία. Χάνεις το γέλιο σου για τα απλά πράγματα που κάποτε νοιαζόσουν. Και στο τέλος μένεις μόνος σου. Τόσο υπερβολικά μόνος, που αν δεν είχες προετοιμαστεί γι αυτό μια ολόκληρη ζωή, τότε καταλαβαίνεις πόσο μόνος είσαι. Η προπόνηση κάνει πιο εύκολο τον αγώνα. Τα χρόνια περνούν. Μην είσαι μαλακας. Η δέσποινα σε θέλει για να γαμας το μουνί της και ο κόσμος για να λέει τι καλό παιδί που είσαι. Κανείς δεν θα νοιαστεί για εσένα όταν θα τους χρειαστείς, εκτός αν έχεις πορτοφόλι να τους φέρει κοντά σου. Και πέτα πια αυτό τον διάολο από το στόμα σου. Θα το πληρώσεις κάποτε που να πάρει.
Τίναξε με τον δείκτη το τσιγάρο μακριά κι εκείνο αναπηδώντας έπεσε μέσα σε ένα φρεάτιο υπονόμου.
Και φάε την πίτσα. Θα μείνει και θα την πετάξουμε.