Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Η απόσταση της σελήνης


           Δε θυμάμαι από πότε ακριβώς τη γνώριζα. Θα μπορούσα να πω από πάντα,
όμως υπήρχαν σίγουρα κάποια χρόνια στα οποία αγνοούσα την ύπαρξη της. Βέβαια,
εκείνα είναι τόσο παλιά και λίγα που δεν έχουν κάποια σημασία, πέρα από την
ευχαρίστηση που μας έδινε το να μοιραζόμαστε με κάθε λεπτομέρεια όσα ζήσαμε
χωριστά. Και αυτό το κάναμε πολύ καιρό αργότερα βέβαια με λόγια, αφότου
δημιουργήθηκαν οι λέξεις και μπορούσαμε ο ένας με τον άλλο να μιλάμε.
          Εκείνη με είδε πρώτο, μου είχε πει. Βάδιζα, λέει, σαν να 'τανε πολύ σπουδαίο
για κάποια καλντέρα που η καρδιά του ηφαιστείου είχε ανοίξει. Μου περιέγραφε το
πώς ο άνεμος φυσούσε και μου παρέσερνε τα μαλλιά, ενώ εγώ εξέταζα το μάγμα που
πριν λίγο είχε σχίσει τη γη και είχε ξεπροβάλει. Της φάνηκα, λέει, πολύ αυτάρκης και
ούτε εγώ μα ούτε κι εκείνη είχαμε δει ποτέ ξανά ηφαίστειο και ήταν η συγκυρία
κάπως εντυπωσιακή, γιατί δεν είχαμε συνηθίσει καν στην ύπαρξη ατμόσφαιρας και
πόσο μάλλον στα επίγεια φαινόμενα. Και ήταν ο ήλιος κίτρινος και ο ορίζοντας
γαλάζιος και είχαν όλα γύρω μας μια κάποια σταθερότητα, μια λαμπρότητα και
θέρμη στην οποία ήμασταν και οι δυο πρωτάρηδες ύστερα από τόσα χρόνια ψύχους.
         Εγώ εκείνη την περίοδο, δε γνώριζα πως υπήρχαν άλλοι σαν κι εμένα, ενώ
εκείνη μου 'πε πως είχε δει κάποτε να κολυμπούν στα παράλια της πανγαίας
μερικοί ακόμα. Αυτήν την ανακάλυψή της θα τη ζήλευα αργότερα, όμως με
καθησύχαζε λέγοντάς μου πως δεν ήταν και τόσο σημαντικοί και πως φαινόταν για
εκείνη ότι ήταν ακόμη ατελείς. Και παρ’όλο το κολύμπι που γνώριζαν και που εκείνη
λάτρευε, μου ‘λεγε πως έμοιαζαν να ‘χουνε ακόμη τα στίγματα της πρώιμης ύλης και
όχι της ανώτατης μορφής της. Εν πάσει περιπτώσει, αυτό το πίστευα γιατί μου ήταν
δύσκολο να κάνω κι αλλιώς. Για εμένα εκείνη, ήταν ο πρώτος όμοιός μου που
γνώρισα ποτέ ,ύστερα από μια μακριά περιπλάνηση και εξερεύνηση του δαιδαλώδους
ορεινού και πεδινού εδάφους που σιγά σιγά δημιουργούνταν από μια σειρά πτώσεων
των πεφταστεριών και των ταραχωδών μετακινήσεων των λιθοσφαιρικών πλακών.
            Την πρωτοείδα στις όχθες μιας μικρής λίμνης που μόλις είχε σχηματιστεί από
την πτώση ενός μετεωρίτη. Είχα σταθεί εκεί, επάνω σε ένα λοφίσκο, πάρα πολύ
σκεπτικός και παρατηρούσα τα δαχτυλίδια του νερού, τους καθρεφτισμένους και
τους μικρούς ομόκεντρους κύκλους στα τινάγματα της πέτρας. Κι αισθανόμουν
πολύ περήφανος που πλέον γνώριζα αρκετά και για εκείνα τα φαινόμενα της
επιφάνειας του νερού και ιδιαίτερα μιας λίμνης.
Σύχναζα ήδη σε αυτό το μέρος αρκετό καιρό τώρα, και τις τελευταίες μέρες
σχεδόν μπορείς να πεις πως κατοικούσα εκεί, αφού τα βράδια κοιμόμουν παραδίπλα
κάτω από ένα μεγάλο κομμάτι χαλαζία, που ξεπηδούσε από τη γη με τέτοιο τρόπο
που μου άφηνε πρόσβαση τις νύχτες στον ουρανό, ο οποίος τώρα, πολύ αργά μα
αισθητά, καθάριζε από την τέφρα και κάθε βράδυ αναδείκνυε και από ένα περίπου καινούριο άστρο. Είχε εμφανιστεί ένα μεσημέρι. Εκείνη την περίοδο, η λίμνη πίστευα πως ήταν ο φίλος μου. Όχι τόσο καλός, όσο εδώ και τόσα χρόνια τώρα το βουνό, μα αρκετά οικείος, αφού το τελευταίο καιρό τις νύχτες ατενίζαμε συντροφιά τον ουρανό. Έτσι αρχικά προσπάθησα να την αγνοήσω, μα παράλληλα σίγουρα κιόλας εντυπωσιάστηκα από την αύρα της ανώτερης ύπαρξης που ανέβλυζε η παρουσία της. Και λιγάκι ίσως θύμωσα, γιατί αναπάντεχα είχε διεισδύσει στον προσωπικό μου χώρο με τέτοια απλότητα και αυθορμητισμό, που άγγιζε την αγένεια - ήθελα λοιπόν, να φύγει. Είχα φερθεί απότομα ή τουλάχιστον την είχα αντιμετωπίσει με αδιαφορία όταν με είχε χαιρετήσει ευδιάθετη, τη στιγμή που απρόσμενα την αντίκρισα να κολυμπά εμπρός μου. Μα παίζοντας με το νερό, μου έδωσε να καταλάβω πως η λίμνη στο εξής θα ήταν και δικός της φίλος. Θα πει κανείς πως είναι ιδιότροπο κάποιος να ανακαλύπτει για πρώτη μόλις φορά κι έπειτα από τόσα χρόνια έναν όμοιό του και να μη δείχνει την παραμικρή ευγένεια, μα εμένα δεν με ένοιαζαν καθόλου οι όμοιοί μου ούτε κι αν αυτοί υπήρχαν, είχα άλλωστε τις ανακαλύψεις μου. Και η λίμνη με ενδιέφερε μα όχι για να δροσίζομαι, αλλά για να εξερευνώ την επιφάνεια της. Έτσι το πρώτο πράγμα που έκανα, ήταν να σκαλίσω με έναν ασβεστόλιθο ένα πολύ μικρό ρυάκι ετοιμάζοντας το νερό να κυλήσει μέσα του. Ύστερα την κάλεσα και της έδειξα τον τρόπο με τον οποίον το νερό έσπαζε τα τοιχώματα και δημιουργούσε εκείνο το καταπληκτικό φαινόμενο της ροής, που πριν λίγο είχα ερευνήσει για να δω αν θα μπορέσει να μοιραστεί την έκπληξη μου. Και πράγματι, αυτό την έκανε να χαμογελάσει. Αυτό ήταν όλο. Κάθε μέρα έκανα από μια καινούρια ανακάλυψη και αμέσως της την αποκάλυπτα για να πάρω την επικρότησή της. Όμως το ότι κάποιος είχε εισβάλει στον χώρο μου και πλέον έμοιαζα να έχω ανάγκη την επιδοκιμασία του, γινόταν όλο και πιο ενοχλητικό για μένα. Καθώς οι μέρες περνούσαν όλο και περισσότερο φαινόταν πως εξαρτιόμουν από την παρουσία της και είχα δυσαρεστηθεί, που πλέον δεν ήμουν ο μόνος κύριος του εαυτού μου. Ακόμα κι όταν το έβαζα πείσμα να μην την πλησιάσω, τελικώς πάντοτε γυρνούσα σε εκείνη για να μοιραστώ την χαρά κάποιας εφεύρεσής μου. Συχνά αναπολούσα τις παλιές καλές μέρες που δεν γνώριζα για κανέναν άλλον πάνω στην γη και κατοικούσα εδώ ήσυχα κι ερημικά. Όμως εκείνη κολυμπούσε κάθε μέρα εκεί, εμπρός μου.. Κι όπως ένα πρωί ξαφνικά ανακάλυψα- σαν να 'ταν για καιρό καλά κρυμμένο ή να ήμουν αληθινά τυφλός-ότι ήταν πράγματι όμορφο το σώμα της, δίχως ψεγάδι το δέρμα της. Και με τί γαλήνη απολάμβανε το μπάνιο της …Ο τρόπος, που τάραζε απαλά την επιφάνεια του νερού και βυθιζόταν για να αναδυθεί αρμονικά λίγα μέτρα μακρύτερα με τα μαλλιά της βρεγμένα πίσω από τους ώμους, ευχάριστος να τον παρατηρείς. Κι εγώ, που τόση προσοχή έδειχνα πάντοτε σε εκείνες τις μικρές εκφάνσεις της φύσης για την απλότητα τους και για το ενδιαφέρον που μου προξενούσε η αιτία της ύπαρξης τους, ομολογώ πως απέμενα να στέκομαι εμβρόντητος, να ατενίζω την παρουσία της.
Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω το γιατί. Δεν έκρυβε δα και κανένα ιδιαίτερο μυστήριο σε σχέση με όσα γινόντουσαν αυτή την εποχή στη γη. Ολόγυρά μου τεράστιοι κρατήρες εκρήγνυνταν και μάγμα έλουζε ροδαλό τον ουρανό, εκεί οπου μέρα με την μέρα νέα άστρα αποκαλύπτονταν. Και στο έδαφος, τεράστιες στοές ανοίγονταν και τα βουνά άλλαζαν σχήματα και έμοιαζαν με πελώριες, ευσεβείς
υπάρξεις. Εκείνες τις υπάρξεις πίστευα πως κάποτε θα γνώριζα, όταν στο μέλλον, όπως υπέθετα, θα αποκτούσαν μορφή όμοια με την δική μου και θα γινόντουσαν οι φίλοι μου έπειτα από τα ατελείωτα χρόνια μοναξιάς μου. Όμως, κοίταξε να δεις που κάποιος σαν κι εμένα είχε εμφανιστεί αναπάντεχα εμπρός μου, κι εγώ πλέον αγνοώντας τα θεσπέσια κοσμογονικά φαινόμενα που συνέβαιναν εκείνη την περίοδο, είχα αρχίσει να συνηθίζω την παρουσία του και να παρατηρώ την μορφή του να πάλλεται παράλληλα με όλα εκείνα τα ουράνια σώματα και τις επίγειες εκπλήξεις που κάθε καινούρια μέρα η φύση επεφύλασσε. Και μέσα σε εκείνες τις αόρατες χορδές που ένωναν ιδεατά ουρανό και γη και κάθε αλλαγή τους με την αρμονία της κίνησης, των χρωμάτων και των ήχων, μια φιγούρα ολότελα παράταιρη σε κάθε τί που είχα συνηθίσει, σκιαγραφόταν να κολυμπά, να γελά και να μου γνέφει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Και κάπως έτσι συνυπήρχα μαζί της και είχα σίγουρη την παρουσία της στην καθημερινότητα μου, έστω και ορισμένης εξ απαρχής ως ανεπιθύμητης, λόγω της εισβολής της στον μαγικό κόσμο των αναζητήσεών μου. Και λίγο-λίγο και σε μικρό χρονικό διάστημα, κατέληξα να διασκεδάζω με τη συντροφιά της, πότε κολυμπώντας στην λίμνη μοναχός έχοντάς την αντίκρυ μου ώστε να ξέρω πως με κοιτά, προσπαθώντας να κεντρίσω το ενδιαφέρον της με άχαρες κινήσεις, πότε μαζί της και πότε άλλοτε να επιστρέφω συνειδητά, ώστε να της εκδηλώνω την αδιαφορία μου, πίσω στους γεωδαισιακούς για να μελετήσω τις αλλαγές που οι σεισμοί και οι εκρήξεις είχαν προξενήσει. Κάθε πρωινό με προσκαλούσε να κολυμπήσω μαζί της, μα μου απευθυνόταν με τέτοια ευθύτητα, που σε καμία περίπτωση δεν εκδήλωνε την συμπάθεια με την οποία θα ήθελα να αντικατοπτρίζεται η επιθυμία που έτρεφα τώρα εγώ γι’ αυτή, κι έτσι απομακρυνόμουν απογοητευμένος. Κι όταν εγώ την πλησίαζα κι εκείνη παρέμενε το ίδιο ψύχραιμη και ικανοποιημένη, σκεφτόμουν πως τίποτε δεν υπήρχε που να έκανε την παρουσία μου γοητευτική σε εκείνη. Και υπήρχαν πάλι φορές, εξαιρετικά σπάνιες, κατά τις οποίες η άρνησή μου της προξενούσε ένα ελάχιστο μειδίαμα απογοήτευσης στα χείλη. Τότε, μπορώ να πω, γινόμουν πραγματικά ευτυχισμένος. Θα ‘θελα να καταφέρω να αφηγηθώ με όλη τη γλαφυρότητα που οι λέξεις μπορούν να εγκλωβίσουν, την απαράμιλλη γοητεία εκείνης της έκφρασης του προσώπου της. Τα ελαφρά φουσκωμένα μάγουλα και τα παρατεταμένα χείλη,τον τρόπο με τον οποίο ανασηκώνονταν τα ματόκλαδα της και τα μάτια της γινόντουσαν αμυγδαλωτά όταν της αρνιόμουν τη συντροφιά μου. Γιατί εγώ ήμουν η αιτία της ζωγραφισμένης γλυκιάς της θλίψης.
Και ήταν τότε τόσο νέα, γεμάτο σφρίγος το κορμί της και λαμπρότητα το ροδαλό από το καβούρντισμα του γλυκού νερού δέρμα της. Τα χείλη της κόκκινα και τα μάτια της γεμάτα επιθυμία. Κι ένα εκατομμύριο πραγματικότητες και άγνωστα μεγέθη της φύσης ολόγυρά μου συνετίθεντο, με ένα μόνο βλέμμα της, σε ένα συναίσθημα αποταμιευτικό της ύπαρξής μου.
Τον ουρανό είχε σκεπάσει καταχνιά. Νύχτα και μέρα έδειχναν το ίδιο αλλόκοτες, κι ένα φούσκωμα στο έδαφος μαζί με μια απέραντη ηρεμία, προμήνυαν πως κάτι σπουδαίο επρόκειτο να συμβεί. Στεκόμουν στην είσοδο ενός σπηλαίου που μόλις είχα ανακαλύψει, και αναζητούσα με το βλέμμα στραμμένο πέρα από το φαράγγι για σημάδια κίνησης. Ο τόπος ήταν άγονος, γεμάτος ψηλές πέτρες τσουρουφλισμένες από τη θερμότητα που συνόδευε την πτώση των μετεωριτών, και υπήρχαν υποψίες σχηματισμένων από σκόνη λόφων, που κάθε λίγο άλλαζαν σχήμα από τους δυνατούς ανέμους.
Όλο αυτό το διάστημα προσπαθούσα μανιωδώς να αντικρίσω κάποια αυτόνομη κίνηση. Σύμφωνα με τη θεωρία μου αυτόνομη κίνηση έπρεπε να σήμαινε ζωή, και καθόλου δεν είχα υπολογίσει τις παραμέτρους της έλλογης σκέψης ή των αντανακλαστικών, οι οποίες ως γνωστόν την συνοδεύουν και την ορίζουν. Βέβαια, εκτός όλων των υπολοίπων, όπως για παράδειγμα ότι στην γη πράγματι εκείνη την περίοδο δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα καμία εμφανής μορφή ζωής, όλη αυτή η διάχυτη σκόνη παντού στην ατμόσφαιρα δυσχέραινε το έργο μου. Το μυαλό μου δεν ήταν συγκεντρωμένο. Δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα τριγύρω μου στο ανοιχτό πεδίο εκτός από τη θολούρα που γινόταν πλέον ακόμα πιο γκρίζα από τον σκοτεινό ουρανό και παράλυτα ατένιζα μάταια, με την σκέψη μου σε εκείνη. Κι όλο προσπαθούσα και διάβαινα ατέλειωτες εκτάσεις, και τα βράδια γυρνούσα πίσω για να ξεκουραστώ κι αναρωτιόμουν πού να βρίσκεται κι αν θα ήταν ασφαλής. Είχα φύγει απότομα την τελευταία φορά. Δεν την είχα καν αποχαιρετήσει, μα έτσι έκανα συνήθως. Δεν ήθελα δα να πιστεύει ότι είχαμε αναπτύξει και κάποιους ιδιαίτερους δεσμούς, επειδή εκείνη ήτανε συμπτωματικά ο μόνος όμοιός μου και η μοναδική έλλογη ύπαρξη που γνώριζα σε όλο ετούτο τον έρημο τοπο. Όμως σκεφτόμουν τί θα μπορούσε να συμβεί εάν κάποιος άλλος εμφανιζόταν ξαφνικά στη θέση μου, στην λίμνη. Θέλω να πω, σίγουρα υπήρχα εγώ και εδώ είχα βρει εκείνη και με τον ίδιο τρόπο όλο και κάποιος άλλος θα μπορούσε να υπάρχει και να περιπλανιέται τριγύρω χαμένος. Εκείνο το βράδυ αποφάσισα να την επισκεφτώ μυστικά και να διαπιστώσω αν κοιμόταν ήσυχη όπως πάντοτε στην λίμνη μας, και ύστερα να φύγω. Επέστρεψα αργά το απόγευμα και περπατώντας σιωπηλά να μην ακουστώ, πέρασα από το καταφύγιό μας και καθώς η σκόνη καταλάγιασε, αντίκρισα εκείνο που φοβόμουν: ένας όμοιος στεκόταν στο μέρος που εγώ συνήθιζα να κοιμάμαι τις νύχτες, κι εκείνη δίπλα του πλατσούριζε τα πόδια της στο νερό. Στάθηκα λίγο και τους κοίταξα. Πρώτα σκέφτηκα να πιάσω ένα από τα λαμπερά κομμάτια άνθρακα που είχα κουβαλήσει από το βουνό και να του επιτεθώ, μα έπειτα σκέφτηκα πως δεν ήθελα να μπω σε ανταγωνισμό μαζί του, για κάτι που εξάλλου δεν μου ανήκε. Η παρουσία ετούτου του καινούριου σίγουρα έπρεπε να ήταν περισσότερο ευχάριστη συντροφιά. Εγώ ήμουν πάντοτε ακατάδεχτος και καθόμουν συνέχεια σιωπηλός. Σπάνια την πλησίαζα πρώτος και ποτέ δεν ήμουν εκείνος που θα καθόταν δίπλα της. Πολλές φορές της έφερνα κάποιο δώρο και την έκανα χαρούμενη, έστω και παρουσιάζοντάς το με κεκαλυμμένες τις προθέσεις μου, ή μοιραζόμουν μαζί της κάποια ανακάλυψη και της έδειχνα τα καινούρια σημεία που είχαν αποκαλυφθεί στον ουρανό πίσω από την τέφρα. Και αυτά ήταν όλα όσα είχα. Εκείνος στεκόταν δίπλα της και όλο σηκωνόταν για να της περιγράψει με αβρές κινήσεις του σώματος και των χεριών του, τον τρόπο με τον οποίο είχε πέσει στη γη, τους πλανήτες τους οποίους είχε προσπεράσει και τον τρόπο με τον οποίο είχε δει γαλαξίες να σβήνουν. Και κάθε τόσο έκανε μια βουτιά στην λίμνη και κολυμπούσε γρήγορα και με απόλυτη αρμονία των κινήσεών του, μα ταυτόχρονα με δύναμη καισφρίγος. Κι εκείνη, ξαπλωμένη πλάι από το νερό, χαμογελαστή όπως συνήθως, φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένη από την παρέα του. Έτσι έφυγα και πήρα τον δρόμο πίσω για το βουνό, καθώς ο ουρανός σκοτείνιαζε σκληρός και λαμπερός σαν ατσάλι. Ακριβώς κάτω του τα φορτισμένα ιόντα πνίγονταν από την επί εκατονταετίες συσσωρευμένη ισχύ και ξεσπούσαν σε κρότους που έκαιγαν τα σύννεφα πέρα ως πέρα. Και η νύχτα εκείνη, έμελλε να είναι η πιο φωτεινή που είχα ως τότε αντικρύσει, και που ποτέ θα δω.
Μόλις έφτασα στη σπηλιά και βάδισα στο χείλος του φαραγγιού, ανεβαίνοντας στην τελευταία πέτρα που με χώριζε από το γκρεμό για να κοιτάξω στην λίμνη, η ηλεκτρική οργή άρχισε να ξεσπά εμπρός μου. Έτσι ήρθαν οι πρώτοι κεραυνοί που έπεσαν ποτέ στη γη. Παραμένοντας στη θέση μου, βάλθηκα να κοιτώ το υπέροχο θέαμα που φώτιζε με διάττοντες εκρήξεις λίγων τετραγωνικών την ωχρή γη, ως το βάθος του ορίζοντα. Ολόκληρη τη νύχτα εκατοντάδες αστραφτερές χορδές χόρευαν τριγύρω μου κι άναβαν μικρές φωτιές. Τότε εγώ σκεφτόμουν πως κάτι θα κατέφθανε σύντομα από το διάστημα ή πως η γη θα κατεστραφόταν και θα βρισκόμουν ξανά μετέωρος μονάχος μου στο άπειρο. Και ύστερα νόμισα πως οι κεραυνοί ήσαν κάτι σαν σχοινιά και πως μπορούσα από ένα να πιαστώ και να σκαρφαλώσω στον ουρανό. Ώσπου με αυτόν τον τρόπο τελείωσε η νύχτα μέσα στις βουές, και το ξημέρωμα ήλθε. Ο ήλιος για λίγο φάνηκε κι ύστερα χάθηκε πίσω από τα πυκνά σύννεφα καθώς οι αστραπές σταμάτησαν. Ακούστηκε ένας δυνατός βρυχηθμός και το έδαφος άρχισε να γουργουρίζει δυνατά, σαν να επρόκειτο να κοπεί σε κομμάτια. Πίστεψα πως δε θα ξανανταμώσουμε και αποφάσισα να περιμένω για κάποιο νέο της όταν ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα μου. Δεν την είδα όταν γλίστρησε την παλάμη της μέσα στην δική μου. Έτσι γύρισα στο μέρος της και κάνοντας μια κίνηση του αντίχειρα επάνω στον καρπό της, την κοίταξα στα μάτια. Κι εκείνη με πλησίασε τόσο, που ένιωσα την ανάσα της, που κάθε χτύπος της καρδιάς της έπαλλε το κορμί μου, και μαλακά με αποτράβηξε μαζί της. Και αμέσως ήρθε η βροχή.
2.
Δεν μπορώ να πω για το πόσο έβρεξε. Πάνω κάτω μερικές χιλιάδες χρόνια. Η βροχή έπεφτε πυκνή και ισχυρή και κάλυπτε κάθε ανάγλυφο του εδάφους. Και καθώς η στάθμη του νερού ανέβαινε, γέμισε ο κόσμος με πελάγη, ποτάμια δέλτα, παράκτιες ζώνες και πλημμυριακούς κόλπους. Και η στάθμη του νερού συνέχιζε να ανεβαίνει και να ανεβαίνει και η βροχή να πέφτει με εκείνον τον ασταμάτητο κοχλασμό, που λέγαμε πως ποτέ δε θα τελειώσει. Εμείς, στο κατάλυμά μας, ακούγαμε ήσυχοι την πλημμύρα να κατεβαίνει την πλαγιά πιασμένοι χέρι-χέρι. Και τίποτα στον κόσμο ετούτο δεν υπήρχε που να ενοχλεί την συντροφιά μας, αφού ο υπόλοιπος κόσμος τώρα δεν υπήρχε, και είχαμε όσοχρόνο θα θέλαμε να νοιαστούμε ο ένας για τον άλλον. Άλλοτε πάλι καθόμασταν στον προαύλιο κοιτάζοντας το νερό μελαγχολικοί κι οι δυο από την τόση ομορφιά. Γλιστρούσα το δάχτυλο μου μαλακά επάνω στο σώμα της και ταξίδευα το κορμί της από το μέτωπο μέχρι τα δάχτυλα του ποδιού της. Κι εκείνη ξάπλωνε στο στήθος μου ήρεμη, δίχως κάτι άλλο να φαίνεται πως την απασχολεί, έτσι που μου έδειχνε ξεκάθαρα να καταλάβω το πόσο πολύ με επιθυμούσε. Κι εκείνο το ενδιαφέρον της μου έκανε μεγάλο καλό στο να εξελιχθώ και να γίνωαυτός που είμαι σήμερα. Γιατί εκείνα τα χρόνια ήμουν ακόμη ατελής, ενώ την περίοδο της πτώσης μου υπήρχα μονάχα σαν μορφή αμυδρής σκέψης, βρισκόμενη σεκατάσταση δυνατότητας. Παρέμενα, λοιπόν ακόμη σχετικά αδόμητος, λόγω της αβεβαιότητας της ύπαρξής μου και διαρκώς μετατρεπόμουν. Όμως η προσοχή της με έκανε να αποκτήσω ένα σαφές σχήμα και σιγουρεύτηκα πως αυτό που ήμουν έπρεπε να ήταν κάτι το αξιόλογο, εφόσον μπορούσε να αγαπιέται. Ετσι έχασα τις γωνίες μου και έγινα πιο σφριγηλός και σαν σύνολο πολύ πιο συνεκτικός. Αρκετά συχνά αναζητούσα για κάποια καινούρια ανακάλυψη εντός του σπηλαίου, εξερευνώντας το σε βάθος. Και βρήκα αρκετά πράγματα και τρόπους με τους οποίους γέμιζα τον χρόνο μου για να τον μοιραστώ μαζί της. Μια μέρα σήκωσα ένα μικρό κομμάτι ασβεστολίθου και από έμπνευση ξεκίνησα να σκαλίζω στους τοίχους τις φιγούρες μας. Επίσης κατασκεύασα ένα μικρό ομοίωμα της, πελεκίζοντας έναν σταλαγμίτη. Κάποια φορά βρήκα πως με ορισμένα πετρώματα μπορούσα να καταφέρω να κουβαλώ μαζί μου τη φωτιά, ενώ κάποια άλλη τρίβοντας δύο επιφάνειες, κατάφερα να δημιουργήσω σπίθα. Κι άλλα επίσης πράγματα πολλά, που πάντοτε την έκαναν να χαμογελούν, ίσως όχι τόσο από το αποτέλεσμα, μα συμμεριζόμενη την ευχαρίστηση που μου προξενούσαν. Έτσι ο ενθουσιασμός μου διαρκώς μεγάλωνε και πίστευα πως κάποτε θα έρθει η ώρα που θα λύσω όλα τα μυστήρια του σύμπαντος κι αυτό με έκανε να αισθάνομαι πολύ έξυπνος και δυνατός.
Καθημερινά περπατούσαμε μαζί στους δαιδαλώδεις διαδρόμους χωρίς να μας απασχολεί το προς τα πού κατευθυνόμαστε και το αν υπήρχε κίνδυνος να χαθούμε,
αφού εξάλλου διαθέταμε όσο χρόνο θα θέλαμε για να βρούμε τον δρόμο μας ξανά, και όταν ανακαλύπταμε μία ευρύχωρη στοά, μέναμε εκεί ώσπου να βαρεθούμε, παρατηρώντας τους σταλακτίτες που αργά-αργά δημιουργούνταν σχηματίζοντας μικρά λακκάκια νερού. Κι έτσι, ύστερα από μόλις λίγα εκατοντάδες χρόνια αποκτήσαμε τη δική μας λαμπερή πηγή, που αντανακλούσε το αμυδρό πράσινο χρώμα του θόλου, στην οποία κολυμπούσαμε παρέα και θυμόμασταν τα χρόνια της λίμνης και της πρώτης μας συνάντησης. Ο αέρας από κάποιο άνοιγμα έφτανε εκεί δροσερός και φρέσκος και οι νύχτες μας ήταν πολύ ξεκούραστες. Οι σταλακτίτες ολοένα πλησίαζαν στους σταλαγμίτες και λέγαμε πως κάποτε στο μέλλον οι κορφές τους θα ακουμπήσουν. Η σιωπή ήταν άσπιλη και το νερό λαμπερό σαν ασήμι . Όταν κοιμόμασταν όλα ήταν πετρωμένα και ο ήχος της βροχής κατέφθανε απαλός. Τα πάντα περιβάλλονταν από την απύθμενη γλυκιά μελαγχολία της απόλυτης ομορφιάς, και μην χορταίνοντας ο ένας τον άλλο, συχνά αποφασίζαμε έπειτα από κάποιον μεγάλο περίπατο να ξαπλώσουμε με τα χέρια μας σφιχτά πιασμένα και τα πρόσωπα αντικριστά, και να παραμείνουμε έτσι ήσυχοι και ξεκούραστοι, για αρκετά δεκάδες χρόνια. Τότε εγώ κοιτούσα βαθιά μέσα στα μάτια της κι εκείνη στα δικά μου και μάλλον ο ένας προσπαθούσε για τον άλλο να γνωρίσει τί έκρυβε βαθιά μέσα στο μυαλό του. Κάποιο βράδυ, μην μπορώντας να χορτάσω εκείνο το λαμπερόχρωμο υγρό χρώμα του αμφιβληστροειδούς ,της ούτε και να την πλησιάσω τόσο ώστε να γίνουμε ένα σώμα, την έσφιξα μέσα μου και πρώτη φορά σκέφτηκα πως κάποτε όλα αυτά θα τελειώσουν. Πως οι κορυφές των σταλακτιτών ποτέ δε θα ανταμώσουν και πως όλα γύρω μας αλλάζουν. Τίποτε δεν παραμένει ίδιο και θα έρθει κάποτε μια μέρα που δε θα την έχω δίπλα μου. Μα αυτή ήταν μια στιγμή που έλεγα πως ήταν μακρινή κι αισθάνθηκα τυχερός που τώρα κοιμότανε πλάι μου και μπορούσα να έχω όσο χρόνο θέλω για να τη νοιάζομαι, να την αγκαλιάζω και να την κοιτώ. Και ήταν τότε περίπου που ξαφνικά η βροχή σταμάτησε και περπατήσαμε μαζί ως έξω.
3.
Αντικρίσαμε τη γη απέραντη, πολύχρωμη και φωτεινή. Λουλούδια και δέντρα είχαν κατακλύσει την πεδιάδα και την πλαγιά τεράστιες ροζέτες είχαν ντύσει πράσινη. Ο άνεμος φυσούσε και πουλιά πετούσαν στον ουρανό καθώς τα σύννεφα περνούσαν γρήγορα εμπρός από τον ήλιο. Σταθήκαμε λοιπόν στην άκρη της χαράδρας να χαρούμε αυτή την αρμονία και είδαμε το χάραμα που ήρθε. Κι όπως τα σύννεφα υποχώρησαν και τα αστέρια βγήκαν, την έπιασα από το χέρι και της είπα: - Τα αστέρια είναι στον ουρανό. Κι εκείνη αμέσως συμπλήρωσε - Και τα λουλούδια είναι στη γη.
Για το επόμενο διάστημα επιστρέψαμε πίσω στην λίμνη και κατοικήσαμε εκεί για λίγο, σε ένα πρόχειρο κατάλυμα που κατασκεύασα από χοντρούς κορμούς και κλαδιά από φτέρες. Κι ύστερα από αυτό, αποφασίσαμε να ταξιδέψουμε ολόγυρα από τη γη όσο πιο πολύ μπορούσαμε και να χαρούμε κάθε τί νέο που πάνω σε αυτή υπήρχε. Έτσι περπατήσαμε πολύ κάτω από έναν ουρανό που επί χιλιάδες χρόνια παρέμενε καταγάλανος. Ανακαλύψαμε έναν απέραντο γαλαζοκόκκινο κοραλλιογενή ύφαλο και κατοικήσαμε στα νησιά που δημιουργήθηκαν από τις εκρήξεις των ηφαιστείων ώστε να έχουμε πρόσβαση στην άφθονη υποθαλάσσια ζωή. Παρατηρήσαμε από μια κορυφή τις νότιες ηπείρους να μετατοπίζονται αργά προς τους πόλους και κουκσονιές να καλύπτουν τα μήκη των ακτών. Οι λίμνες και τα ποτάμια ξεκίνησαν να γεμίζουν με ψάρια και οι θάλασσες με κήτη. Στις εκβολές των ποταμών ατέλειωτα ελώδη δάση σηκώθηκαν και ο λιθάνθρακας έντυσε γκρίζες τις προσόψεις των βουνών που σχηματίστηκαν. Αργότερα, τα δάση χαμήλωσαν και οι πελώριες φτέρες ξεράθηκαν για να ανατείλουν μέσα τους αμέτρητες σειρές ελάτων και κέδρων. Και γέμισε ο κόσμος από δένδρα τόσο ψηλά, που έκρυβαν τον ήλιο και που στο εσωτερικό τους φωτίζονταν μονάχα από μικροσκοπικά ιπτάμενα ζωύφια με φωτινές ράχες. Ο ουρανός σκεπαζόταν από αρχαιοπτέρυγες που πετάριζαν μέσα από τα φυλλώματα τρομαγμένες και στη στεριά βροντούσαν τα βήματα τεράστιων θηλαστικών. Και η πανγαία, που τόσο καιρό γνωρίζαμε και που είχαμε ταξιδέψει αργά-αργά διαλυόταν, και η γη πλήττονταν από τρομακτικούς σεισμούς και εκρήξεις, ενώ πανύψηλες κορυφογραμμές ορθώνονταν από την μια στιγμή στην άλλη ευθέως, μπροστά μας.
Εκείνον τον καιρό τα λιβάδια άνθισαν περισσότερο από ποτέ και στις κοιλάδες ο αέρας παρέσερνε τους ανθούς και τους στροβίλιζε αργά. Κι έτσι, τόσο ομαλά, ο άνεμος πάγωσε και οι πρώτες νιφάδες αντικατέστησαν τα πέταλα των λουλουδιών.
Ήταν ένα ηλιόλουστο μεσημέρι όταν ο ουρανός σκοτείνιασε και το χιόνι έπεσε φευγαλέο πριν τα σύννεφα χαθούν ξανά απ' τον ορίζοντα. Και δε διήρκησε παρά μονάχα για λίγο, μα ήταν αρκετό για να αντιληφθούμε πως βρισκόμασταν
πλέον στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής. Πως όσα ζήσαμε βρισκόντουσαν στη δύση τους και ότι ένας νέος ήλιος θα ανέτειλε και ότι μαζί του θα ξημέρωναν νέοι καιροί για τον πλανήτη. Εκείνη την εποχή η τροχιά του φεγγαριού δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί. Η απόσταση της σελήνης παρουσίαζε γενναίες διακυμάνσεις και η περιστροφή της γινόταν στον κεκλιμένο της άξονα με τέτοιο τρόπο που πότε απομακρυνόταν υπερβολικά από τη γη ώστε το φεγγάρι έμοιαζε με μια μικρή κουκίδα στον ορίζοντα, και πότε την πλησίαζε τόσο, που οι ισχυροί σεισμοί και οι βαρυτικές δυνάμεις αλλοίωναν το ανάγλυφο του εδάφους και το σχηματισμό των θαλασσών. Κάθε χίλια εννιακόσια ογδόντα δύο χρόνια δε, η μεταβαλλόμενη τροχιακή της ευθυγράμμιση με τον ήλιο και τη γη ήταν τέτοια, που εισέρχονταν στο εσωτερικό της ατμόσφαιρας κατά το ένα τρίτο και η πρόσκρουση απείχε λίγα μόλις μέτρα από την επιφάνεια του εδάφους. Στο μεταξύ, δένοντας σε ένα στέλεχος μια κοφτερή πέτρα, είχα καταφέρει να φτιάξω ένα τσεκούρι. Κι εκείνο με βοήθησε με τη σειρά του να κατασκευάσω πολλά καινούρια εργαλεία. Με τον τρόπο αυτό από την μακρόχρονη ενασχόληση μου με τα φαινόμενα του ύδατος, έφτιαξα μια μικρή βάρκα. Και ετούτη ήταν μια ανακάλυψη που ήμουν βέβαιος πως θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη πολύ στο μέλλον. Ηταν έκδηλο πλέον και στους δυο μας πως έπειτα από τον παγετό τα πράγματα θα γίνονταν πολύ δύσκολα για εμάς, από τις επερχόμενες ανακατατάξεις που επρόκειτο να συμβούν. Ο καιρός ήταν ακόμα θερμός και το νερό στη θάλασσα χλιαρό, μα γνωρίζαμε καλά πως δε θα είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Ακολουθώντας την πορεία του φεγγαριού, θέτοντας ως αρχή το απώτατο σημείο απομάκρυνσής του, πήραμε τον δρόμο για τον τελευταίο μας περίπατο. Κι αποφασίσαμε πως στο επόμενο πέρασμά του από την ατμόσφαιρα, το οποίο έμελε να είναι και το τελευταίο του, θα πηδήξουμε και οι δυο μας πάνω του και θα φεύγαμε μια για πάντα από αυτόν τον τόπο.
Θα μπορούσα να πω πως αυτή ήταν μια πολύ μεγάλη βόλτα. Οι σκέψεις της αλλαγής, διαρκώς μας βασάνιζαν. Όμως γνωρίζαμε πως αυτή ήταν η καλύτερη επιλογή και για τους δυο. Η ανάμνηση του τελευταίου μας ταξιδιού είναι ακόμη βαθιά χαραγμένη μέσα μου. Γιατί ξέραμε πως οι νύχτες μας ήταν πλέον μετρημένες και ότι όσα ζούσαμε στο εξής, είχαν έναν ορίζοντα χρονικό. Κι αυτό για εμάς ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και είχε μια αίσθηση γλυκόπικρη, μα συνάμα έδινε και μια ιδιάζουσα αξία σε κάθε μας πράξη. Διότι κάθε τόπο που βλέπαμε γνωρίζαμε πως δεν θα τον ξαναδούμε και πως επάνω στα βήματά μας δε θα σκάψουμε νέα χνάρια. Η κάθε μας εμπειρία πλέον θα ήταν μία, μοναδική και ανεπίστρεπτη, γι’ αυτό και απολαμβάναμε κάθε πρωινό με περίσσια ευτυχία για τη δυνατότητα που μας προσέφερε να βρισκόμαστε ακόμα, εδώ. Ο κόσμος όλος ήταν μια άβυσσος και δεν γινόταν πλέον να τον γνωρίσουμε ολόκληρο, μα κάθε τί που πράτταμε εμπεριείχε μέσα του έναν κόσμο ολόκληρο και οι πράξεις μας έκρυβαν απέραντη ευγνωμοσύνη για την ύπαρξη μας, όταν στέφονταν από αγάπη. Εκείνη κάθε πρωί έκανε ένα σύντομο μπάνιο και έπλενε το πρόσωπο της, που γυάλιζε λαμπερό κάτω από τον ήλιο. Ύστερα στεκόταν και με κοιτούσε να ξυπνώ, και με προσκαλούσε να τη συνοδεύσω σε έναν μικρό περίπατο τριγύρω από τον τόπο που βρισκόμασταν κάθε φορά. Τα μεσημέρια παίζαμε αυτοσχέδια παιχνίδια που οι ερωτευμένοι ανακαλύπτουν την ίδια στιγμή και ύστερα ψηλαφίζαμε ο ένας το σώμα του άλλου, ψάχνοντας για μικρές λεπτομέρειες που δεν είχαμε ανακαλύψει ή για διαφορές που ο χρόνος είχε φέρει.
Τις νύχτες, σιωπηροί, πετούσαμε βότσαλα στην παραλία και καθόμασταν σκεπτικοί στην άμμο, μέχρι που αποφασίζαμε να πιάσουμε ο ένας τον άλλο από το χέρι, να γείρουμε ανάσκελα και κοιτάζοντας τον ουρανό, να κοιμηθούμε. Καθώς αυτά συνέβαιναν και οι σκέψεις μάς καταδίωκαν συχνά για να μας μελαγχολήσουν και πότε άλλοτε για να μας χρίσουν με πίστη για το μέλλον, η επιφάνεια της σελήνης διαρκώς πλάταινε στον ορίζοντα. Όταν το πρώτο τεταρτημόριό της εισήλθε στην ατμόσφαιρα, εμείς βρισκόμασταν ακόμη στα μέσα μιας πλατιάς κοιλάδας και καταλάβαμε πως θα έπρεπε να βιαστούμε. Πήραμε λοιπόν τον δρόμο προς την ακτή, σέρνοντας ξοπίσω μας την μικρή μου βάρκα, κι από εκεί διασχίσαμε την υπόλοιπη απόσταση, πότε κάνοντας κουπί και πότε περπατώντας, μέχρι το σημείο που μας χώριζε από το πλησιέστερο σημείο του φεγγαριού. Εκείνο το βράδυ που η τροχιά του έφερε το ακρότατο σημείο του λίγα μόλις μέτρα μακριά από την επιφάνεια του νερού ήτανε τόσο φωτεινό, που θα μπορούσες να διαβάσεις βιβλίο μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Ένα μεγάλο τμήμα του είχε ξεπηδήσει μέσα από τα σύννεφα κι εμείς, τρέχοντας προς το μέρος του και κοιτάζοντας τον τρόπο με τον οποίο πάλλονταν σαν απαλό μπαμπάκι οι αμμόλοφοι στο εξωτερικό του στρώμα, χοροπηδούσαμε ενθουσιασμένοι με τα χέρια μας ψηλά, αλαφιασμένοι από την αγωνία μας να προφτάσουμε, ενώ ήδη αντιλαμβανόμασταν τις έντονες αλλαγές στη βαρύτητα. Τα φύλλα είχαν σηκωθεί και πετούσαν σε στροβίλους γύρω μας και σταγόνες νερού αποκολλούνταν από τη θάλασσα και ύπτονταν με ανάποδες σχηματισμένες χάντρες. Βουτήξαμε γρήγορα στην ακτή και ξεκινήσαμε να σπρώχνουμε τη βάρκα στο νερό, δίνοντάς της τέτοια ώθηση, που θα καταφέρναμε να την διατηρήσουμε κάνοντας γρήγορο κουπί. Όμως η κωπηλασία ήταν πράγμα δύσκολο κάτω από αυτές τις συνθήκες κι όσο πλησιάζαμε στην άκρη της σελήνης, τόσο λιγότερο αποτέλεσμα έμοιαζαν να είχαν οι προσπάθειές μας. Έπιασα λοιπόν τα κουπιά και με τα δυο μου χέρια κι εκείνη βούτηξε τα πόδια της στο νερό και άρχισε να πλατσουρίζει όσο ταχύτερα μπορούσε. Η σελήνη, που κινούνταν αργά προς το μέρος μας, ξαφνικά σταμάτησε και παρέμεινε σε μια ισορροπία. Διαπιστώσαμε τότε πως τα πάντα γύρω μας ύπτονταν. Τα ψάρια έπλεαν έξω από το νερό κι εκατομμύρια σταγόνες στέκονταν ολόρθες τριγύρω μας. Το ένα κουπί μού γλίστρησε, μα συνέχισα να σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη το άλλο, και της έκανα νόημα να μη σταματήσει να κλωτσά πίσω μας το νερό. Στο τέλος της απόστασης παράτησα το κουπί και τράβηξα κι εκείνη μαζί μου μέσα, αφήνοντας τη βάρκα να διαγράψει ομαλά τα τελευταία λίγα μέτρα. Πιαστήκαμε κι οι δυο και σηκωθήκαμε όρθιοι ακριβώς κάτω από το πλησιέστερο σημείο του φεγγαριού. Βρισκόταν ακριβώς πάνω από το κεφάλι μας, τρομακτικά φωτεινό και ισχυρό και ήδη μπορούσαμε να αισθανθούμε να μας τραβά στην επιφάνεια του. Χιλιάδες φύκια είχαν ξεπηδήσει από το νερό κι έκαναν στροβίλους που κατευθύνονταν ψηλά, ενώ οι άκρες τους πιάνονταν από τα κορμιά μας και τυλίγονταν γύρω μας. Τη σήκωσα στους ώμους μου καθώς άρχισα να τυλίγομαι και να μπλέκομαι μέσα σε ετούτη την πανίδα ενώ εκείνη προσπαθούσε να σκίσει τα φύκια που είχαν καλύψει το πρόσωπο μου.
Γνωρίζοντας πως δε θα έχουμε καμία άλλη ευκαιρία και πως ήταν απαραίτητο να κινηθώ γρήγορα, την έσπρωξα με δύναμη και την κοιταξα να γραπώνεται στο φεγγάρι. Ακούστηκε τότε ένας βρόντος και κατάλαβα πως η σελήνη είχε επιστρέψει σε τροχιά. Ελευθέρωσα γρήγορα το πρόσωπό μου κι εκείνη μού τέντωσε τα δυο της χέρια να πιαστώ. Όμως ήμουν από παντού τυλιγμένος σφιχτά και δεν μπορούσα να σηκώσω τα δικά μου όσο χρειαζόταν για να τραβηχτώ επάνω της. Και μην έχοντας κάποιον τρόπο να λυθώ, προσπάθησα να φανώ ψύχραιμος -
κατέβασα τα χέρια μου κι έσπρωξα τους ώμους μου όσο πιο δυνατά μπορούσα ώστε να χαλαρώσω τα δεσμά. Δοκίμασα λοιπόν πάλι να πιαστώ, μα δεν μπορούσα να την φτάσω κι αφού ούτε πάλι τα κατάφερα, άρχισα να χοροπηδώ και να προσπαθώ να δαγκωθώ πάνω της με το στόμα ή να πηδήξω αρκετά ώστε να καταφέρει να με τραβήξει απ' τα μαλλιά. Σχεδόν κάθε φορά με άγγιζε, μα τελευταία στιγμή της ξεγλιστρούσα, ενώ το φεγγάρι όλο και πιο γρήγορα έδειχνε να φεύγει από κοντά μου. Τα πηδήματά μου γινόντουσαν όλο και πιο ανίσχυρα από την έλλειψη της έλξης και παρ’όλη τη διαρκώς αυξανόμενη προσπάθεια που κάθε φορά κατέβαλα, η απόσταση που την πλησίαζα παρέμενε σταθερή. Μόλις η βαρύτητα ελαφρώς ελαττώθηκε, τα φύκια σταμάτησαν να με σφίγγουν και με ένα απότομο τίναγμα, ελευθερώθηκα. Όμως γνώριζα πως πλέον ήταν ήδη αργά, κι απλώνοντας το χέρι μου προς το μέρος της, ίσα που κατάφερα να αγγίξω τον καρπό της με το δάχτυλό μου και να γλιστρήσω επάνω του απαλά, ότανκάθε προσπάθεια μου είχε σταματήσει και το βλέμμα του καθενός είχε απομείνει παγωμένο μέσα στα μάτια του άλλου. Έτσι οι μορφές μας αντίθετα κινήθηκαν και καθώς απομακρυνόμασταν ο ένας από τον άλλον, το χέρι μου γλίστρησε για τελευταία φορά μέσα στην παλάμη της.Τα ακροδάχτυλα μας άγγιξαν, ακροδάχτυλα σε χέρια που τόσα χρόνια τις ψυχές μας είχαν ενώσει, κι όταν και το τελευταίο άγγιγμα έφυγε, όλα πια είχαν τελειώσει.
Δε θυμάμαι από πότε ακριβώς τη γνώριζα. Θα μπορούσα να πω από πάντα, όμως υπήρχαν σίγουρα κάποια χρόνια στα οποία αγνοούσα την ύπαρξη της -εάν μπορούν να αναφερθούν ως «χρόνια» οι ατέλειωτες συμπαντικές περίοδοι κατά τις οποίες ταξίδευα σχεδόν αδόμητος και δίχως να έχω ολότελα την επίγνωση της ύπαρξής μου-. Βέβαια εκείνα είναι τόσο παλιά και λίγα που δεν έχουν κάποια σημασία, πέρα από την ευχαρίστηση που μας έδινε το να μοιραζόμαστε με κάθε λεπτομέρεια όσα ζήσαμε χωριστά. Κι αυτό το κάναμε πολύ καιρό αργότερα βέβαια με λόγια, αφότου δημιουργήθηκαν οι λέξεις και μπορούσαμε ο ένας με τον άλλο να μιλάμε. Τώρα πια είμαι γέρος. Απέμεινα εδώ και ποτέ δεν την ξαναείδα. Ο κόσμος έχει αλλάξει και δεν είναι πια αυτός που κάποτε γνωρίσαμε. Οι άνθρωποι ήρθαν κι έφεραν μαζί τους νέες εποχές. Τα κομμάτια άνθρακα που μάζευα για να σου κάνω δώρο, ονομάζονται πλέον διαμάντια και έχουν ανεκτίμητη αξία. Όμως εγώ στα δώριζα όχι για την αξία τους, μα για την ομορφιά τους. Γιατί πίστευα πως μέσα σου κρύβεις τόση ομορφιά, όση δεν μπορεί να καθρεφτιστεί πουθενά αλλού. Κι αν ζούσες τώρα εδώ μαζί μου, μάλλον δε θα κατάφερνα ποτέ ξανά να αποκτήσω ένα, ώστε να σου το προσφέρω. Θυμάσαι τις ανακαλύψεις μου και τις πρώτες λέξεις που σχημάτισα. Τώρα γράφονται βιβλία και ποιήματα υπέροχα και σύνθετα, κι εγώ στέκομαι μικρός εδώ, ανήμπορος να καταφέρω να μιλήσω με τέτοια γλαφυρότητα για την αγάπη που σου είχα. Και σε κρατώ μέσα μου και μονάχα ο ίδιος γνωρίζω ότι κάποτε υπήρξες τόσο σημαντική για μένα. Με τα εργαλεία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν κτίσματα πανύψηλα και κατασκευές και μηχανήματα με καταπληκτικές δυνατότητες. Γνώρισαν την φύση από άκρη ως άκρη ακόμη κι αν δεν έχουν ταξιδέψει ολόκληρο το διάστημα όπως κάποτε κάναμε εμείς. Και οι δικές μου εφευρέσεις δεν έχουν σε τίποτα να συγκριθούν μαζί τους, είναι απλές και άχρηστες και χωρίς καμία αξία.
Εγώ δεν ανήκω εδώ, ανάμεσά τους. Συχνά σε σκέφτομαι και ξεγελιέμαι πως βρίσκεσαι ακόμη δίπλα μου. Γνωρίζω πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω για να σε αναζητήσω, ενώ ακόμη και το να ζήσω είναι τώρα τόσο δύσκολο, σε έναν κόσμο που κινείται γρήγορα προς τα εμπρός.
Τώρα είμαι ένας γέρος, μα θα πεις πως αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Σύντομα όλοι μας θα πεθάνουμε.
Θυμάμαι όταν μου έλεγες πως ίσως ο κόσμος όλος να είναι μια μονάχα ηχητική χορδή που πάλλεται στιγμιαία; κι αν καταφέρουμε να γραπωθούμε επάνω της και να κρατηθούμε στον τόνο, θα δούμε τις σκέψεις μας να ελευθερώνονται και θα μάθουμε όλη την αλήθεια.
Θυμάσαι όταν σε άκουγα να μου λες πως τα λουλούδια βρίσκονται στη γη; Λοιπόν, τα αστέρια είναι στον ουρανό και τα λουλούδια στη γη. Κι εγώ είμαι κάτω. Πάνω μου ταξιδεύουν τα σύννεφα. Περπατώ και στοχάζομαι πως αυτά γίνονται όσο πάει, παραμύθια. Ήλιοι χρυσοί φωτίζουν τις στράτες μας και οι επόμενοί μας θα αποπνέουν οσμές πάγου. Εμείς ακολουθήσαμε το όνειρο που ανέτειλε μέσα από τα σύννεφα κι εκείνο μάλλον έλεγχε την αίσθηση του χρόνου μας. Πιστέψαμε πως χαθήκαμε, μα όσο κι αν προσπαθήσαμε, ποτέ δεν καταλάβαμε αν όλα αυτά ήταν μοναχά ένα παιχνίδι του
μυαλού μας. Ποτέ δεν σιγουρεύτηκα για το πόσο καιρό σε γνώριζα. Θα μπορούσα να πω από πάντα. Όμως, αυτό δεν έχει, πλέον, καμία σημασία.
Τέλος.