Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Αποσπάσματα απο το τέλος του κόσμου


            Όλα τώρα έπλεαν ιπτάμενα μισό μέτρο ψηλότερα και στριφογύριζαν σε εγκάρσια θέση. Και έτσι όπως στροβιλίζονταν και ανυψώνονταν πάνω από το οριζόντιο της ματιάς μου, οι αλατιέρες, τα πιρούνια, τα πιάτα, το τραπέζι, το ρολόι μου, η υδρόγειος γύρω από τον εαυτό της και η σφαίρα γύρω από τον άξονα της και έμοιαζαν σαν να άλλαζαν θέσεις οι ήπειροι με τις χώρες και τους γεωδεσιακους τους, νόμιζα πως γύριζα κι εγώ, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν το έκανα ή εάν απλά το φανταζόμουν. Αισθανόμουν πως το βάρος μου εξασθενούσε όλο ένα και περισσότερο αλλά δεν εκβίαζα το πέταγμα μου. Απλά άγγιζα τα αντικείμενα που ισορροπούσαν στον αέρα και τα έθετα σε παράξενες και αέναες τροχιές. Και, ύστερα από λίγο, τελικά, δεν γνώριζα αν ήμουν πλέον κι εγώ εγκάρσιος η οριζόντιος, διαγώνιος η ανάποδος. Και δεν υπήρχε κάτω μήτε πάνω. Από το πιάνο μια νότα επαναλαμβάνονταν κι εγώ μπορούσα να περπατώ στους τοίχους προς οποιαδήποτε κατεύθυνση επιθυμούσα, δίχως τα έπιπλα να έχουν κάποιο συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης ή μια σαφή γεωμετρία. Αλλά και πάλι δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος πως εγώ ήμουν αυτός που αιωρούνταν και όχι το σπίτι μας ή η γειτονιά μας, η πόλη μας ή γενικά ο κόσμος όλος. Αφού δεν υπήρχαν διαστάσεις με την συμβατική έννοια, ούτε κάποιο κοινό σημείο αναφοράς και οι λέξεις ακόμα ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθούν έτσι ώστε να περιγράψουν με ακριβά αυτό που μου συνέβαινε. Και με την συμβατική έννοια σχεδόν τίποτα δεν υπήρχε. Μόνον η αιώρηση.
Δεν μπορούσες λοιπόν να είσαι σίγουρος για τίποτα παρά μόνον για τον εαυτό σου έτσι, μα καθώς όλα ήταν τόσο διαφορετικά από όσο τα είχες μάθει, συχνά πίστευες ότι ονειρευόσουν. Και εάν ονειρευόσουν περίμενες μάλλον κάποιον να σε ανακαλύψει μέσα στο όνειρο ή να σε ξυπνήσει τουλάχιστον το πιάνο. Όμως εγώ συνέχιζα να περπατώ ή σωστότερα να ίπταμαι και να θέτω τα αντικείμενα σε κινήσεις που θα συνεχιζόταν ως το διηνεκές, μέχρι που κατάφερα να κάνω όλα τα πράγματα τριγύρω μου να στρέφονται. Και, μάλλον, αγγίζοντας τα και από την αντίδραση των δυνάμεων γυρνούσα κι εγώ γύρω από τον άξονα μου, πιο αργά βέβαια από εκείνα λόγο της μάζας μου μα νομίζω πως γυρνούσα, προς τα πού εγώ και προς τα πού αυτά δεν θα μπορούσα να το πω, καθώς τίποτα δεν υπάκουγε σε έναν κοινό παρανομαστή. Και αν κάποιος με ρωτούσε γιατί είχα απορροφηθεί στο να κάνω αυτό που έκανα εκείνη την στιγμή δεν θα ήξερα να του απαντήσω, αλλά, κοιτάζοντας τον κόκκινο ήλιο της σουπερ νόβα που τώρα είχε γίνει ευκρινής στον ορίζοντα, δεν είχα, μάλλον, και τίποτα καλύτερο να κάνω.