Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Τα δίδυμα φάσματα




Ψηλά πάνω απο την πόλη και χαμηλά κάτω απο τα κύματα, σε κοραλλιογενείς σπηλιές, κάτι ερπεται και ο απόηχος φτάνει γλύφοντας μέσα απο την άμμο στις πλατείες. Όμως όλα είναι τόσο σιωπηλά που κανείς δεν το ακούει και τίποτα δεν προειδοποιεί και όλα παραμένουν πράσινα και υποβρύχια. Και εκείνο ξεκινά να στριφογυρίζει και αργά αργά να σκαρφαλώνει προς το φώς.
Ο κόσμος συνεχίζει να προχωρά στο ίδιο βήμα και τα παιδιά μάχονται στους δρόμους με ξύλα. Στους αγρούς μαζεύουν το σιτάρι και μια γυναίκα παθητικά αναμένει τον σύντροφο της να του δείξει την αγάπη της και άλλοι πάλι παραδίπλα τρώνε και κοιμούνται. Κάποιοι, ερωτεύονται. Και άλλοι λένε πάλι πως πληγώθηκαν και η ζωή δεν έχει σημασία και κίνητρο χωρίς τον έρωτα. Την ίδια στιγμή στα καλντερίμια μιλούν για το πώς το μπαμπάκι βγαίνει απ τον ανθό. Και οι ήδη αγαπημένοι αγκαλιάζονται, οι γέροι συζητούνε για τα εγγόνια που επιθυμούν να γεννηθούν και ένας άντρας στέκετε κάτω απο μια αψίδα και με τα χέρια του να καλύπτουνε το προσωπό του αναλογίζετε θλιμμένος την ματαιότητα της ζωής που τον άφησε και το νόημα αυτής που θα τον βρει. Άγνωστοι περνούν τον δρόμο της αγοράς, απο τύχη δύο κορμιά συγκρούονται και κάποιος λέει "είμαι αυτός που βλέπεις και αυτό που κοιτάς εσύ είμαι εγώ. Θα σε πάρω απο το χέρι και θα σε οδηγήσω στα κρυφά, εκεί που θα σου αγγίξω το μάγουλο και θα δώ το βλέμμα σου ευθεία στα μάτια σου χωρίς κρυφά παιχνίδια και ο κόσμος που κρύβετε μέσα τους θα γίνει δικός μου δίχως αντιστάσεις. Και κανείς δεν θα μας τραγουδήσει νανουρίσματα, κανείς δεν θα μας κάνει να κλείσουμε τα μάτια μας και να λοξοκοιτάξουμε, γιατί επιτέλους θα γίνεις δική μου".
Κι υστερα, καθώς πιασμένοι απ' το χέρι τρέχουνε, μια λάμψη εμφανίζετε στον ορίζοντα, ψηλά και πάνω απο την πόλη καπνός κρύβει τον ήλιο ενώ τα πουλιά πέφτουνε ακαριαία νεκρά στην γή απο τα δηλητήρια που με σφοδρότητα τινάσσονται στα ουράνια . Και όλα μένουνε ίδια και στάσιμα, πετρωμένα κι άσπιλα, και η πόλη με μια ασημένια επικάλυψη όμορφη και ντελικάτη σαν λεπτή δαντέλα κρύβετε κάτω απο την γή καθώς ο καπνός καταλαγιάζει.

- Μπαμπά, κοίταξε αυτόν τον άντρα, δες πως σφίγγει τα δόντια του. Γιατί είναι έτσι, σαν αληθινά; να του πιάσω τα δόντια;
- Οχι, απαγορεύεται, σε παρακαλώ, έλα κοντά
Η ξεναγός παρεμβλήθηκε στην κουβέντα.
- Θα μπορούσες να πείς πως είναι πράγματι αληθινά, είπε και χαμογέλασε στον μικρό. Όμως δεν μπορούμε να το αγγίξουμε γιατί είναι πλέον τόσο εύθραυστα που θα γίνουν αμέσως σκόνη. Μάλλον, είπε και στάθηκε εμπρός απο το διαχωριστικό πλέγμα μιλώντας λίγο δυνατότερα για να ακουστεί σε ολόκληρο το γκρούπ ετούτη την φορά, τα δόντια του, το πρόσωπο του, η στάση του σώματος και γενικότερα τα περισσότερα απο τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του είναι ακριβώς ή σχεδόν ίδια με εκείνα που είχε το σώμα του την στιγμή που πέθανε. Μάλιστα, ο θάνατος όλων των θυμάτων του Βεζουβίου ήταν ακαριαίος. Παρότι το ηφαίστειο είχε προετοιμάσει τους κάτοικους της πόλης ημέρες πριν με ισχυρές εκρήξεις, εκείνοι παρέμειναν στα σπίτια τους καθότι είτε δεν είχαν τα μέσα να μετακινηθούν μέχρι το την Νάπολι είτε δεν πίστεψαν οτι θα ακολουθούσε μια τόσο ισχυρή έκρηξη.
Η ξεναγός περπάτησε μερικά βήματα στην αίθουσα και το γκρούπ την ακολουθησε νοχελικά.
- Εδώ έχουμε μια οικογένεια που πέθανε στον ύπνο της. Βλέπουμε το ζεύγος, είπε και άπλωσε πίσω το χέρι της δείχνοντας το χαλκοστροτο ημιυπαίθριο στο οποίο είχε τοποθετηθεί το αξιοθέατο, αγκαλιασμένο μπρούμυτα στο κρεβάτι του και λίγο παραδίπλα, όπως ακριβώς βρέθηκε στις ανασκαφές, το μικρό τους παιδί. Παρατηρήστε την στάση των σωμάτων τους, πόσο έντονα φανερώνει το πως ο θάνατος επήλθε αστραπιαία για εκείνους, ώστε να βρισκόμαστε εμείς σήμερα εδώ να θαυμάζουμε τα ζωντανά γλυπτά ανθρώπων που οι ζωές τους πάγωσαν ως είχανε στον χρόνο.
Ύστερα όλοι μαζί περπάτησαν παραδίπλα ξύνοντας τα πηγούνια τους, αλλάζοντας φιλμ στις φωτογραφικές τους και ψάχνοντας για μπουκαλάκια νερού στα σακίδια τους. Δύο νέοι απέμειναν να κοιτάζονται παρατεταμένα και έπειτα αποχώρησαν κι εκείνοι.
- Μπαμπά, να ακουμπήσω το πέτρινο παιδάκι;
- Όχι, έλα εδώ, είπαν χαμηλόφωνα οι γονείς, μην μας κάνεις να φωνάζουμε. Θα σε βάλω τιμωρία, συμπλήρωσε η μητέρα του.
- Μπαμπά; Αν αγγίξω το παιδάκι τι θα γίνει;
- Θα σε φάει, πετάχτηκε η γυναίκα.
- Μπαμπά, θα με φάει;
- Όχι βρε παιδί μου, έλα μαζί μας.
- Τι έχουν μέσα τα αγάλματα;
- Τα φαντάσματα εκείνων που πέθαναν. Μην τα αγγίζεις, είναι μεγάλη γρουσουζιά, αποκρίθηκε η γυναίκα.
- Μέσα στα αγάλματα οι άνθρωποι είναι ακόμη ζωντανοί;
- Κανείς δεν ξέρει. Όμως αν διαλυθεί η πέτρα οι ψυχές των ανθρώπων που ζούνε για πάντα μπορεί να βγούνε έξω.
- Και τι θα γίνει αν βγούνε έξω;
- Θα συνεχίσουνε απο εκεί που βρίσκονταν την ζωή τους γιατί πέθαναν γρήγορα και οι ψυχές τους δεν το έχουν ακόμη καταλάβει.
Για λίγο του έμοιασαν πως οι φιγούρες κινήθηκαν και σφίχτηκαν μεταξύ τους στον αόρατο ύπνο τους. Οι πραγματικές ζωές τους γουργούριζαν ακόμη δυνατά μέσα στην πέτρα και ένα περίβλημα σκληρής λάσπης τις κρατούσε εγκλωβισμένες στα σκληρά ξέχωρα σώματα τους.
- Μην φοβάσαι, είπε ο πατέρας, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα μέσα τους. Μόνο κενό. Τα σώματα τους μετά απο τόσα χρόνια έχουν γίνει στάχτη και δεν υπάρχει τίποτα. Και ούτε στάχτη, κάτι μικρότερο και απο αυτό, που δεν φαίνετε καθόλου με το μάτι. Είναι τελείως κενά. Απλά, έτσι έμοιαζαν αυτοί οι άνθρωποι κάποτε. Αυτό θα γίνουμε όλοι όταν θα πεθάνουμε, σκόνη και όσα κάναμε δεν θα έχουνε πια καμία σημασία. Και, μετά απο λίγο, παρατηρώντας στο μέτωπο του γιού του φόβο: Έχεις πολλά πολλά χρόνια να ζήσεις ακόμα. Τόσα, που σχεδόν δεν θα τελειώσουνε ποτέ.
- Παρακάτω μπορούμε να δούμε έναν απο τους ελάχιστους ανθρώπους τις αρχαίας πόλης που πιθανόν να πρόλαβε να διαπιστώσει την επερχόμενη καταστροφή πριν εκείνη χτυπήσει την πόλη, είπε η ξεναγός. Τοποθετήθηκε εδώ, με την πλάτη του ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου, όπου πιθανολογούμε πως θα στεκόταν.
Όλοι έγειραν τότε λίγο τα κεφάλια για να προσέξουνε καλύτερα και ένα αγόρι με την γυαλάδα που δίνει στα μάτια ενός νέου το σφρίγος της εφηβείας μιμήθηκε περιπεχτικά στα μάτια της κοπέλας δίπλα του την πόζα του άντρα.
- Κοιτάξτε, συνέχισε η ξεναγός, τον τρόπο με τον οποίο σκεπάζει με τις παλάμες το πρόσωπο του, και διέγραψε με το δάχτυλο της το περίγραμμα της μορφής του, στο οποίο εκδηλώνετε τόσο έντονα η εικόνα του επερχόμενου τέλους της πόλης την Πομπηίας.
Κι εδώ, η γυναίκα που βρέθηκε να στέκετε καθισμένη στην καρέκλα της. Κοιτάξτε το βλέμμα της, πόσο ατάραχο να και γεμάτο νοήματα δείχνει. Δυστηχώς δεν διασώθηκε κάποιο άλλο εύρημα που να μας δίνει στοιχεία για την ζωή της. Μα δέστε εδώ, στις καμπύλες του κορμιού της την παθητική αναμονή και την δύναμη που ακτινοβολεί το σφρίγος γύρω απο την λεκάνη της. Η τρομακτική λεπτομέρεια του περιγράμματος του κορμιού της θα μπορούσε να είχε αποτυπωθεί μονάχα απο τους σπουδαιότερους κλασικούς γλύπτες. Και ακόμα ετούτα τα βουβά μάτια και τα δίχως φλέβες και οστά σώματα θα μπορούσαν να είχαν υπάρξει σαν ένα απο τα πιο διαδεδομένα ρεύματα γλυπτικής τέχνης αν κάποιος τα είχε εμπνευστεί.
Το αγόρι κοίταξε λοξά την κοπέλα προσπαθώντας να αγγίξει με τα ακροδάχτυλα του τον γοφό της εκείνη κάνοντας μια απαλή κίνηση νοερά αντιστάθηκε στον μαγνητισμό που ξεπήδησε από τα σώματα τους.
- Κι εδώ; Πετάχτηκε το παιδί περπατώντας πρόωρα λίγα βήματα ποιο πέρα. Τι είναι αυτά;
Μα δεν το φώναξε αρκετά δυνατά ώστε να ακουστεί και στάθηκε μόνο του να κοιτά τρεις μικρές γονατισμένες μορφές παιδιών με τα ξύλα στα χέρια.
- Αυτά είναι τα παιδιά, του είπε η μητέρα του και απομακρύνθηκε αφήνοντας τον να τα κοιτάζει σκεπτικός. Κι εκείνη, μόλις είδε οτι το γκρουπ απομακρύνθηκε απο τα κιγκλιδώματα πλησίασε το άγαλμα της γυναίκας και έκανε να το πιάσει. Μα θυμήθηκε πως αυτό απαγορευόταν καθώς υπήρχε ο κίνδυνος εκείνο να γίνει αμέσως σκόνη. Και στάθηκε ακριβώς πίσω του και κάθισε σε μια καρέκλα σκεφτόμενη τα φαντάσματα που ίσως και να υπήρχανε μέσα σε εκείνους τους ανθρώπινους λίθους. Και να υπήρχανε, εκείνη δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι αυτό, μονάχα να το σκεφτεί για λίγο και ύστερα να περιμένει την ζωή να συνεχιστεί. Και με αυτά κι αυτά αφαιρέθηκε και δεν είδε τον άντρα της που αποτραβήχτηκε δίπλα, εκεί που τα φώτα του μουσείου είχαν πέσει, και με την πλάτη του στον τοίχο δίπλα απο τον μοναδικό άνθρωπο που πρόλαβε να δεί την καταστροφή της Πομπηίας σήκωσε τα χέρια του και έκρυψε το πρόσωπο του διαισθανόμενος οτι αυτά τα χέρια, τα μάγουλα, ετούτο το δέρμα και η υφή μαζί και με τις υπέρλαμπρες σκέψεις που κάθε άνθρωπος κουβαλά μέσα του και κρατά πάντοτε για τον εαυτό του θα γίνουνε κάποτε σκόνη. Και ούτε σκόνη, κάτι ίσως ακόμη πιο μικρό που με το μάτι δεν θα φαίνετε.
Στην άλλη άκρη της αίθουσας το αγόρι έσφιξε στην μέση την κοπέλα και τραβώντας την νοερά, ψιθυρίζοντας της πρώτα κάτι στο αυτί, την εξώθησε να περπατήσει μαζί του, εκείνος ζωηρά κι εκείνη με κάποια ίσως σύγχυση. Σιγά σιγά ξεκίνησαν να τρέχουν για εκεί που κανένα φως δεν υπήρχε στην πιο σκοτεινή πλευρά του μουσείου.
Έφτασαν τότε πλάι απο τα αγάλματα δύο νέων που πλησίαζαν μα δεν ακουμπούσαν πουθενά. Που τα κορμιά τους έκαναν να αγγιχτούν και έγερναν το ένα στο άλλο και που οι μορφές τους θα έλκονταν για πάντα μέχρι το άπειρο και όμως δεν θα βρίσκονταν ποτέ. Και δίχως να το δουν αυτό στα σκοτεινά αντάμωσαν οι ματιές τους και χόρτασε η μία την άλλη. Το αγόρι είπε: Αυτό που εσύ κοιτάς είμαι εγώ και αυτό που βλέπω είσαι εσύ, και χαϊδεύοντας της το μάγουλο έσπασε με την κίνηση των χειλιών του την παθητική αναμονής του σώματος της και έγειραν τα σώματα τους και το ένα στο άλλο ακούμπησε.
Και ποιος να φανταστεί ως τότε πως ψηλά πάνω απο την πόλη και χαμηλά κάτω απο τα κύματα, σε κοραλλιογενείς σπηλιές, κάτι έρπονταν και πως ο απόηχος του έφτανε γλύφοντας μέσα απο την άμμο στις πλατείες μα ήταν όλα τόσο σιωπηλά που κανείς δεν το άκουγε Μα εκείνο είχε ξεκινήσει καιρό να στριφογυρνά και αργά να σκαρφαλώνει προς το φώς. Και μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα η φλόγα του ηφαιστείου θα έκανε τις καρδιές τους να εκραγούν μέσα στα κορμιά τους και η σκόνη θα τους κάλυπτε και εκείνους για πάντα.
Και όλα θα παρέμεναν τα ίδια και στάσιμα, πετρωμένα στις στιγμές που κατέγραψαν τα σώματα πριν τα σώθηκα τους εκραγούν ακαριαία. Τα πουλιά πριν προλάβουνε να κάνουνε ένα ακόμη φτερούγισμα θα έπεφταν σαν λιποθύμα απο τον ουρανό στη γή και η πόλη με μια ασημένια επικάλυψη όμορφη και ντελικάτη σαν λεπτή δαντέλα θα κρύβονταν κάτω απο την γή καθώς ο καπνός θα καταλάγιαζε.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Όνειρο του μέσου ανθρώπου

Ονειρεύομαι πως κάθομαι κάπου που κανείς δε θα με βρει
Αλλά βρίσκομαι κοντά προς τη μεριά της λάμπας, ελπίζοντας μήπως εσύ περάσεις
Και πράγματι έρχεσαι την στιγμή που δε το περιμένω και δίπλα μου κάθεσαι χωρίς να με ρωτήσεις
Το βλέπεις πως κλαίω μα δε σου μοιάζω ούτε κουτός ούτε κι ανόητος και πιο πολύ με ερωτεύεσαι
Και μου ορκίζεσαι πως σήμερα με θες πιο πολύ απο ποτέ
Και για κάθε μου θυμό έχεις μιαν απάντηση

Τι, εάν, σταματούσα να ονειρεύομαι κατ αυτόν τον τρόπο
Και λέγοντας πως σ έχω ερωτευτεί γνώριζα πράγματι αν έχω λόγο να γελώ ή να θλίβομαι

Δεν είναι αυτό κάτι εξ όσων γνωρίζω βέβαια γιατί,
Αν και ονειρεύομαι πολύ,
Δεν το κάνω για την αλήθεια