Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Ταμπεραμέντο Μέρος 2ο

Από τον πρώτο μου χρόνο στο ίδρυμα δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Μόνον πως κάθε πρωί με υποχρέωναν να πεινώ γάλα με δημητριακά, το μεσημέρι είχε πλήρες γεύμα, και το βράδυ γλυκό. Στους διαδρόμους έπαιζε χλιαρή μουσική. Ένιωθα διαρκώς μια ζαλάδα, ήμουν μπερδεμένος. Η πρώτη μου χρόνια στο ίδρυμα ήτανε θολή σαν τοπίο σε πίνακα του Βαν γκογκ. Μερικές φορές βλέπαμε και ταινίες σε μια μισοάδεια αίθουσα.
Έπειτα από αυτό γνώρισα μερικά παιδία, θα ταν στην ηλικία μου. Εκείνο που μπορώ να θυμηθώ ήταν πως αισθανόμουν πως δεν είχα θέση ανάμεσα τους. Οι γιατροί βέβαια έλεγαν στους γονείς μου πως είχα ξεκάθαρο πρόβλημα και πως σύντομα θα γινόμουνα καλά, αλλά εγώ δεν το πίστευα.
Από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την περίοδο, ήτανε πως ήθελα να ανάψω μια μικρή φωτιά. Και αυτό δεν ήτανε κακό, εφόσον δεν έβλαπτα κανέναν. Με είχαν υπό περιορισμό και είχα πάντοτε έναν επιτηρητή μαζί μου που δεν μου επέτρεπε να ακουμπώ αναπτήρες, σπίρτα ή αιχμηρά αντικείμενα. Έτρωγα με ένα πλαστικό μαχαιράκι που δεν ήταν ικανό να κόψει το φαΐ μου. Το σπρώχνα και το σπρώχνα στο πιάτο ώσπου τελικά η μπριζόλα πεταγόταν έξω από το τραπέζι.
Όλο τον επόμενο χρόνο η ζωή μου ήτανε μια απελπισία. Δικοί μου άνθρωποι έρχονταν να με επισκεφτούν και ύστερα με κλείδωναν σε ένα δωμάτιο μοναχο. Από την οργή έγδερνα με τα νύχια το πρόσωπο μου και με δάκρυα στα μάτια φώναζα: θα σας κάψω, θα σας κάψω όλους. Τα αίματα κυλούσανε στο σαγόνι μου από τα σκισμένα μαγούλα μου. Δεν ήξερα γιατί τα έκανα αυτά. Νομίζω γιατί πίστευα πως οι γιατροί αυτά φοβόντουσαν να ακούνε από εμένα. Την επόμενη μέρα ο νοσοκόμος ερχόταν και μου έκοβε τα νύχια ακόμη πιο βαθιά, μέχρι το κρέας να μείνει στα δάχτυλα μου κόκκινο και γυμνό. Και από αυτόν τον χρόνο εκείνο που θυμάμαι ξεκάθαρα, ήτανε μονάχα πως ήθελα να πάω σπίτι μου.
Έπειτα τα πράγματα γίνηκαν κάπως καλύτερα. Ξεκίνησα να πηγαίνω στο σχολείο του ιδρύματος και η ώρα μου κυλούσε πιο ευχάριστα, σχεδόν όπως παλιά. Καμία φορά προσπαθούσα να βγω έξω από το σώμα μου και να σκεφτώ πως ήμουν ακόμη ένα παιδί. Και τα παιδία δεν έπρεπε να φέρονται όπως εγώ. Αυτό άρχισε να με συνεφέρνει. Προσπάθησα να είμαι όπως όλοι οι συνομήλικοι μου.
Έκανα και φίλους. Ο πρώτος λεγότανε Στράτος. Ήταν από την τάξη μου. Μειλίχιο παιδί. Δεν ρώτησα ποτέ πως είχε βρεθεί εκεί μέσα. Είχε κι έναν κολλητό, τον Χρήστο, τον γνώρισα κι αυτόν και γίναμε μια μικρή παρέα. Τους συναντούσα μόνο στα μαθήματα, γιατί ύστερα από αυτά με έστελναν στο δωμάτιο και μια κοπέλα ερχότανε για να παίξουμε παιχνίδια με κύβους και ζαριά. Οι ώρες κυλούσαν πιο ευχάριστα έτσι. Όλα γίνονταν όλο και πιο ήρεμα κι εγώ είχα αρχίσει να συνηθίζω το νέο μου σπίτι.
Με τον Χριστο καθόμασταν στο ίδιο θρανίο εκείνη την χρόνια. Ο δάσκαλος μας έβαζε να διαβάζουμε από το βιβλίο ένα κείμενο και να γράφουμε την περίληψη. Είχαμε μονάχα ένα βιβλίο και ο Χρήστος διάβαζε γρήγορα σαν διάβολος. Ύστερα με περίμενε και όλο με ρωτούσε:
«Τελείωσες, τελείωσες;» και βιαζόταν να αλλάξει σελίδα.
Δεν μου άρεσε αυτό. Πως μπορούσε να κάνει την ανάγνωση τόσο γρήγορα, μήπως με κορόιδευε; Έτσι ξεκίνησα να διαβάζω λίγες γραμμές από την αρχή, λίγες από την μέση, και λίγες από το τέλος. Και έπειτα τον περίμενα και όλο τον ρωτούσα:
«Τελείωσες; Κοντεύεις;», και σήκωνα λίγο την άκρη της σελίδας να ξεκινήσω την επόμενη.
«Όχι, όχι, μισό λεπτό», μου έλεγε εκείνος και προσπαθούσε να βιαστεί.
Καλύτερα έτσι. Δεν μ άρεσε να με περνάει ο Χρηστος στο διάβασμα. Από τότε πάντα τον κέρδιζα στην ταχύτητα, αλλά από περίληψη μηδέν.

Το καλοκαίρι η ψυχολογία μου πήρε ξανά την κάτω βόλτα. Ο Χρήστος και ο Στράτος άνηκαν στο τμήμα Α΄ του ιδρύματος, εγώ ήμουν στο Γ΄. Δεν μπορούσα να τους βλέπω πια, δεν γινόντουσαν μαθήματα και στο προαύλιο μας χώριζαν κάτι πελώρια συρματοπλέγματα που έκοβαν το ίδρυμα σε τέσσερα μεροι, αντίστοιχα με το τμήμα που άνηκες.
Στο δικό μου τμήμα νοσηλεύονταν οι σοβαρές παθήσεις, άνθρωποι όλων των ηλικιών που ήτανε πραγματικά άρρωστοι και άλλοι επικίνδυνοι, έτσι που δεν γινόταν να έχεις επαφή μαζί τους. Μερικοί είχανε όψη απόκοσμη, το βλέμμα τους ήτανε νεκρικό και οι νοσοκόμες τους έσερναν πάνω σε μεταλλικά καροτσάκια στον διάδρομο όλη την ώρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εγκεφαλικη ασθένεια έδειχνε να έχει διεισδύσει σε όλο τους το σώμα και να έχει παραμορφώσει το κορμί τους. Τα σαγόνια τους τραύλιζαν μακρόστενα καθώς ήταν, ενώ τα μάτια τους είχαν πεταχτές κόχες και λιπόσαρκα βλέφαρα και χείλι κρεμαστά με ξεραμένα σάλια.
Τα βράδια, για να περνά η ώρα, παρακολουθούσαμε θεατρικό. Ύστερα συναντιόμασταν στα σύρματα. Aνταλαζαμε τις επιτυχίες μας στις κοπέλες. Δηλαδή καμία. Απλά λέγαμε αυτά που φανταζόμασταν ότι θα συμβούν.
Την Kαίτη, από το τρίτο τμήμα της θεραπευτικής, την είχαμε δει στο παράθυρο να βγάζει το σουτιέν της. Είχε καθίσει εκεί, γυμνή από την μέση και πάνω, με τα μικροσκοπικά βυζιά της, και κάτι προσπαθούσε να κάνει. Το χειμώνα θα ήμασταν μαζί στην ίδια τάξη και θα μας το έπαιζε ντίβα, όμως για μας δεν μετρούσε πια, οποία και να ήθελε να πιστεύουμε πως ήτανε, εμείς είχαμε δει τα βυζιά της.
Συχνά μετά το βραδινό τρέχαμε στις άκρες και ανταλλάζαμε γλυκά. Τους έδινα δυο σοκολάτες, μου επέστρεφαν ένα κρουασάν.
«Ρέε, ένα κρουασάν κανονικά αξίζει μιάμιση σοκολάτα, όχι δυο ολόκληρες!», «Καλά, δώσε τώρα δυο και την επόμενη φορά θα έχεις ένα για μια»
«Σύμφωνοι».
Μια μέρα έφεραν μαζί τους και ένα νέο παιδί. Ήτανε δυο τάξεις μεγαλύτερο, είχε πυκνά σγουρά μαλλιά και μια μεγάλη μύτη. Στο σαγόνι και τις φαβορίτες του κρέμονταν μερικές αραιές τρίχες και συνεχώς έβηχε, τόσο δυνατά, που έλεγες πως ένα χοντρό, τραχύ και κολλώδες πράγμα ήταν έτοιμο να ξεκολλήσει από τον λαιμό του. Τελικά το μόνο που συνέβαινε ήταν να φτηνει όλη την ώρα. Τον έλεγαν Βαγγέλη και κάπνιζε, ακριβώς όπως οι γονείς μου: Κουνούσε το χέρι του πάνω-κάτω, δεξιά αριστερά, και ο καπνός σχημάτιζε κύκλους στον αέρα. Έμοιαζε σχεδόν σαν μεγάλος.
Καμία φορά μιλούσαμε μέσα από τα σύρματα και ένα μικρό γρήγορο σάλιο ξέφευγε από το στόμα του και καρφωνόταν στο φρύδι μου. Εκείνος δεν το καταλάβαινε κι εγώ για να μην τον φέρω σε δυσκολη θεση το άφηνα εκεί, μέχρι που θα έστρεφε κάπου το βλέμμα του κι σκουπιζόμουν γρήγορα-γρήγορα.

Κάποιο πρωί, μαζί με τα καθαρά μου ρούχα που έφερνε η επιμελήτρια, βρήκα κάπου παραπεταμένο κάτω από την διπλωμένη στοίβα έναν αναπτήρα. Ητανε μπλε. Τον σήκωσα και τον επεξεργάστηκα καλά-καλά. Τι ειρωνεία, δεν μου έκανε πλέον καμία αίσθηση, κι όμως γι αυτό βρισκόμουν τώρα εδώ μέσα. Καλού κακού τον έχωσα σε μια κάλτσα και την έβαλα στο συρτάρι μου. Μπορεί και κάποτε να μου χρησίμευε, ποτέ δεν ξέρεις.

Την επόμενη σεζόν επιτέλους ξαναειδώθηκα με τους φίλους μου από κοντά. Είχαμε ξανά τον χρόνο να φλυαρούμε στα μαθήματα, να παλεύουμε στα διαλύματα και καμία φορά να βλέπουμε τον Βαγγέλη να καπνίζει αργά, όπως οι μεγάλοι.
Ήτανε μάλλον η τελευταία χρόνια μου στο ίδρυμα. Οι γονείς μου με είχαν συμβουλεύσει να είμαι πολύ προσεκτικός. Προσπαθούσα, αλλά δεν ξέρω κατά πόσο τα κατάφερνα.
Με τους άλλους είχαμε κάνει πολλά. Η διαγωγή μου είχε αρχίσει να παίρνει την κατιούσα. Όμως κατά έναν τρόπο καταλάβαινα πως τους γιατρούς δεν τους απασχολούσε, μάλλον αυτό ήθελαν να βλέπουν από εμένα, να φέρομε περίπου σαν κι αυτό. Σαν φυσιολογικό παιδί. Και κατά τη γνώμη μου, με μια μόνο εξαίρεση, τέτοιο ήμουν από πάντα.
Μαζί με τον Βαγγέλη κάναμε κυρίως δολιοφθορές. Χαράζαμε το χρώμα στους τοίχους, σπάγαμε καρέκλες, σκίζαμε κουρτίνες, κλέβαμε τις κιμωλίες, γράφαμε τους πίνακες με ανεξίτηλους μαρκαδόρους. Αν ποτέ φτιάχναμε μια σπείρα, ο Βαγγέλης θα ήταν ο εγκέφαλος, αυτός ήταν ο Βαγγέλης.
Μια μέρα καθώς προχώραγα βλέπω κάτι τύπους με ποδιές να ξηλώνουνε τους ψυκτες. Τους ξερίζωναν από την αυλή, από τις αίθουσες, από τα αμφιθέατρα, από παντού. Τα καλώδια κρέμονταν. Τους φόρτωναν και έφευγαν. Με βρίσκει ο Βαγγέλης και μου λέει.
«Είδες τι έκαναν στους ψυκτες; Που να τους πάρει ο διάολος»
«Στην τάξη μας είπαν πως είχαν βάλει τους διπλούς από αυτούς που προβλέπονταν για τον κτήριο».
«Ε και λοιπόν; Έτσι κι αλλιώς εμείς δεν μπορούμε να πιούμε το διπλάσιο νερό από αυτό που χρειαζόμαστε»
Ο Βαγγέλης είχε πάντοτε μια απάντηση για όλα.
Το λοιπόν, πήραμε μια ταινία από το μάθημα της χειροτεχνίας και αρχίσαμε να κολλάμε πατημένα όλα τα βρυσακια στους ψυχτές που είχαν απομείνει. Όλα μαζί ταυτόχρονα. Ανοίξαμε όλα τα νερά στις τουαλέτες και ότι άλλες βάνες βρήκαμε μπροστά μας. Ύστερα πέσαμε για ύπνο και ακούγαμε τα πατώματα να πλημμυρίζουν. Άκουγα τις νοσοκόμες να τρέχουν τρελαμένες όλο νεύρα και τον διευθυντή να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο και να ρώτα:
«Ξέρεις ποιος το έκανε αυτό;»…
«Ξέρεις ποιος το έκανε αυτό;»…
«Εσύ το έκανες αυτό;»…
Έλεγα θα μπει και στο δικό μου, αλλά ήταν από εκείνα που προσπέρασε πάνω στην φούρια του. Ένιωσα όλος ανακούφιση. Είχε αναστατωθεί ολόκληρο το ίδρυμα και υπαίτιος ήμουν εγώ. Κοιτά να δεις τι μπορούσα να κάνω.
Ο Στράτος πάλι ήταν ήσυχος χαραχτήρας, κάπως μελανχολικος, ακριβώς όπως κι εγώ. Ύστερα από μια μακριά παύση τα βράδια στις συζητήσεις μας πάντα τον άκουγα να λέει: νομίζω πως αυτή την στιγμή την έχω κάπου ξαναζήσει. Εγώ ήμουν κάτι ανάμεσα τους. Ήμουν το κράμα του ποιούντος των φίλων μου και δεν ήξερα ποιος ακριβώς ήμουν. Από παλιά ζήλευα εκείνα τα παιδία που τα άκουγες να λένε, θέλω να γίνω γιατρός, θέλω να γίνω μηχανικός, μουσικός, μπογιατζής. Εγώ δεν γνώριζα τι ήθελα να γίνω και ούτε πόσο καιρό θα μου έπαιρνε για να το αποφασίσω. Ίσως να χρειαζόμουν μια ολόκληρη ζωή γι αυτό και πάλι να μην μου ήταν αρκετή.

Ένα πρωί έκανε την εμφάνιση της στην τάξη μια καινούρια μαθήτρια. Κοιτούσε συνεχώς δεξιά κι αριστερά σαν να ‘τανε χαμένη και είχε κάτι υπέροχους στρογγυλούς ωμούς. Θεέ μου, καθομονουν μόνος στο θρανίο και είχα κοκκινίσει και μόνον στην ιδέα πως μπορούσε ο δάσκαλος να την στείλει δίπλα μου.
Με τους φίλους μου δεν συζητούσαμε για κορίτσια. Εκείνους που έκαναν πολύ παρέα με κοπέλες τους θεωρούσαμε λάκηδες. Όσοι τα είχανε με κάποια, άνηκαν σε μια άλλη κατηγόρια μαθητών, φερόντουσαν διαφορετικά και το έπαιζαν κάποιοι. Μας την έσπαγε το σινάφι τους.
Δεν μπορούσα να φανταστώ κάποιον από την παρέα μας να περπατά στο προαύλιο μαζί με μια κοπέλα. Θα ήτανε αστείο. Θα καθόμασταν σε μια γωνία, θα τον βλέπαμε και θα γελούσαμε. Πόσο μάλλον που τώρα ήμουν εγώ εκείνος που μιλούσε έτσι δήθεν μου φιλικά με μια συμμαθήτρια του. Όλοι γνώριζαν τι ήθελα από εκείνη. Όταν περνούσαν από μπροστά μου έκαναν πως δεν με κοιτούν. Τι να λέγαν, ποιος ξέρει, δεν τους είχα ρωτήσει, αλά σίγουρα μπορούσα να υποθέσω.
Μια φορά, πάνω στο πολύ μπλα-μπλα έγειρε και με φίλησε. Το χρώμα μου έγινε κάτωχρο και οι ωμοι μου δίπλωσαν.
«Πρώτο σου φιλί;»
«Όχι φυσικά»
«Καλά, σε πιστεύω»
Από τότε με τους φίλους μου είχαμε όλο προβλήματα. Στο ένα παγκάκι οι κολλητοί μου, στο άλλο εκείνη, κάτω από την μια μπάσκετα στο προαύλιο τα παιδία, στην ακριβώς απέναντι αυτή.
«πάμε δίπλα;»
«όχι, εμένα μ’ αρέσει εδώ, έχει σκιά»
Τι να κάνω, έτρεχα μια σε αυτήν, πάλι πίσω στους άλλους.
«Τι έγινε σου έλειψαν οι φίλοι σου;» μου έλεγε αυτή.
«Σ’ έχει βάλει στο βρακί της;» μου έλεγαν εκείνοι.
Και ο καιρός που θα τους αποχωριζόμουν όλους ζύγωνε βασανιστικά.

Οι γονείς μου κάθε φορά που με επισκεφτονταν μου έλεγαν τα νέα. Πως τα περνούσανε εκείνοι, πως πήγαινε η υγειά του πάπου μου, πως ζούσαν τα ξαδέρφια μου. Από τα λεγόμενα τους καταλάβαινα πως δεν ζούσα μια φυσιολογική ζωή. Κάποια πράγματα έλειπαν από εδώ. Όμως ο καιρός είχε αρχίσει να περνά ευχάριστα και το αίσθημα του αποχωρισμού φάνταζε γλυκόπικρο. Εδώ ήξερα ακριβώς ποιος ήμουν και τι έπρεπε να κάνω. Τι ώρα θα σηκωνόμουν το πρωί, τι ώρα θα κοιμόμουν το βράδυ, πόσες ώρες είχα για να παίξω κύβους με την αποκλειστικη μου και τις δυο ώρες εργασία καθημερινά στην βιβλιοθήκη. Εκεί έξω ήταν ξανά μια ζούγκλα. Ένας τεράστιος κόσμος σαν το αχανές προαύλιο του παλιού μου σχολείου, όπου τα παιδία της έκτης φάνταζαν ακόμα να καιροφυλακτούν.
Οι γονείς μου από την προσχολική ηλικία με προόριζαν να γίνω γιατρός. Όταν ήμουν μικρός η μητέρα μου με φώναζε σαν είχαμε καλεσμένους.
«Ακουστέ τον» έλεγε.
«Τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις παιδί μου;»
«Γιατρός» έλεγα εγώ.
«Μπράβο γιε μου. Είδατε; Μόνος του το έμαθε».
Αυτή η προσδοκία ήτανε πλέον ανέφικτη. Η συνειδητοποιήση ερχότανε σταδιακά. Η προοδευτική προσγειώση στα δεδομένα της πραγματικότητας είναι χειρότερη και από ανώμαλη πτώση. Από την πτώση μπορείς να χοροπηδήσεις πάλι ζωντανός αν και χτυπημένος, να φροντίσεις τις πληγές σου, να ξεσκονίσεις το σακάκι σου και να πεις, πάμε ξανά. Όμως εκείνο το αργό ξεθώριασμα κάθε ελπίδας, κάθε προσδοκίας, το βάρος που προστίθεται από την ζωή κάθε μέρα στην καμπούρα σου δεν σου επιτρέπει να κανείς τίποτα άλλο, εκτός να συνεχίσεις να περπατάς με έναν φόρτο που σε πιέζει αφόρητα στην γη. Το συναίσθημα είναι βασανιστικό.
Στο ίδρυμα είχαμε πόλους γιατρούς. Παντού γιατροί υπήρχαν. Μέχρι και η κοπέλα που έπαιζε μαζί μου κύβους γιατρίνα ήταν. Επρεπε αραγε να εισαι γιατρος για να πεζεις με τους κυβους; Τους άκουγα κάθε μέρα να μιλούν μπροστά μου:
«Χμ, η κατάσταση αυτού του παιδιού προοδεύει ευχάριστα»
«Μα ναι, αλήθεια είναι»
«Όμως κάτι πρέπει να κάνουμε για την ακμή του. Κοιτά το προσώπου του, κοιτά το πώς μοιάζει, είναι αποκαρδιαοτικο το θέαμα»
«Μα ναι. Κάτι να κάνουμε, ίδρυμα είμαστε εδώ πέρα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε να βγει με τέτοια εμφάνιση στην κοινωνία»
Σκεφτόμουν, καλά ρε βλάκες, δεν καταλαβαίνεται ότι σας ακούω.
Πως γίνονται γιατροί; Οποίον να ‘ναι περνούν;
Τούτοι οι γιατροί έμοιαζαν να κουβαλούν κάτι το πολύ φιλόδοξο πάνω τους. Ήτανε πολύ περιφανοι, σαν να είχανε κάνει κατόρθωμα. Κι επειδή κάποτε τα κατάφεραν, προσπαθούσαν τώρα να βγούνε όσο πιο κερδισμένοι μπορούσαν απ αυτό. Δεν έκαναν λειτούργημα. Αλλά όπως ακριβώς ένας ανάπηρος προσπαθεί να πουλήσει την κατάντια του για να γίνει ικέτης, έτσι κι αυτοί προσπαθούσαν να καρπωθούν ότι περισσότερο μπορούσαν για τις γνώσεις που είχαν.
Για την ακμή μου, με συμβούλευαν να μην τρώω παρά πολλά γλυκά. Πράγμα αδύνατο. Ηταν και η εποχη που με τον Βαγγέλη είχαμε βρει ένα άνοιγμα στα σύρματα για την αποθήκη και κλέβαμε μερέντες. Μόλις τις βρίσκαμε, μμμ…, κουβαλούσα μαζί ένα κουτάλι και γρήγορα-γρήγορα μάζευα ένα χοντρό φουντούκι σοκολάτας και το έλιωνα στον ουρανίσκο μου. Λιώναμε από ηδονή. Ούτε καν βγαίναμε έξω να τις φάμε με την ησυχία μας. Στην ζουλά και όσο πιο γρήγορα γινόταν. Αλλά το γρήγορο είχε άλλη χαρη.
Μετά τα Χριστούγεννα είχαμε εξετάσεις. Δεν υπήρχε παιδί που να μην βαριόταν να διαβάσει. Και μιλάω ανεξαιρέτως. Κάποιοι έλεγαν, είναι σχολείο του ιδρύματος, δεν έχουμε καμία δουλεία να παιδευόμαστε εδώ. Όμως η καρτέλα προόδου έφθανε στους γονείς σου και εκείνοι σου τα ζάλιζαν σχεδόν όπως και στην κανονική ζωή. Συν ότι έπαιρνες μπόνους διαγωγής εάν είχες καλούς βαθμούς και αυτό ήτανε καλό κίνητρο.
Καθόμασταν στο προαύλιο χωμένοι κάτω από μια μεγάλη σκιά, κοιταζόμασταν και βαριόμασταν. Ο Βαγγέλης κάπνιζε.
«Να κάψουμε το σχολείο» είπε κάποια στιγμή.
Δεν γνώριζα για ποιο λόγο βρισκόταν ο Βαγγέλης εδώ μέσα. Για κανέναν δεν ήξερα. Ήταν κάτι σαν ταμπού. Κανείς δεν έλεγε τον λόγο που βρισκόταν εδώ και οι γιατροί μας είχαν συμβουλεύσει όσο πιο πείσθηκα μπορούσαν να μην το εκμυστηρευόμαστε σε κανέναν.
Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα του μεγάλου σχολικού κτηρίου τιλιχμενο στις φλόγες. Ήταν κάτι που αναδύθηκε απρόσμενα μέσα μου, σαν φουσκάλα που ξεγλιστρά από παλιό ναυάγιο. Με συντάραξε. Ήθελα πολύ να το κάνω. Οι τοίχοι τυλιγμένοι συθέμελοι στις φλόγες ως απάνω, τα παιδία να τρέχουν, κι εγώ σε μια γωνία ασφαλής να κοιτάζω σε έκσταση το έργο μου. Όλο το κορμί μου σαν να έγινε η άκρη ενός πέους που ερχόταν σε οργασμό: Το ήθελα τόσο πολύ, να κάψω το σχολείο μου. Το περήφανο ψηλό μας κτίριο θα κατέρρεε ολάκερο φλεγόμενο, όμορφο και ντελικάτο σαν λεπτή δαντέλα. Έπιασα τους άλλους να με κοιτούν, σαν να είχαν καταλάβει πως κάτι αλλόκοτο ανάβραζε μέσα μου.
Ω Χριστέ μου, τι ήμουν τελικά; Ήθελα να πιστεύω πως ήμουν ένας κοινός άνθρωπος. Όμως μήπως είχα στ αλήθεια πρόβλημα; Μήπως ήμουν πράγματι τόσο διαφορετικός που ποτέ μου δεν θα κατάφερνα να συμβιώσω σαν φυσιολογικός σε αυτήν την κοινωνία; Ήθελα να ‘μουν σαν όλους εκείνους που διέσχιζαν τους δρόμους με τα σακάκια τους, που κάθονταν στις πλατιές, να περπατώ και να κοιτάζω τις βιτρίνες σαν την μητέρα μου, να πηγαίνω σινεμά, να παρακολουθώ αθλητικά όπως έκανε ο πατέρας μου. Πάντα κάτι μέσα μου έλεγε πως δεν θα γινόμουν ένας τέτοιος, πως ήμουν πλασμένος από άλλο, καταραμένο κράμα. Άνθρωπος μαζί και διάβολος.
Το επόμενο πρωί ήμουν τόσο ταραγμένος, που πίστευα πως αυτό γινόταν έκδηλο σε όλους. Προσπαθούσα κάπως να κρυφτώ. Φόρεσα ένα σακάκι με κουκούλα και σκέπαζα με αυτή το κεφάλι μου. Σαν να κοιτούσα κρυφά από εκεί μέσα τους ανθρώπους, τα παιδία, τους γιατρούς, το όμορφο ίδρυμα. Ήθελα να χαθώ και να βουλιάξω μέσα στα ζεστά ρούχα μου. Να μην έχω επαφή με τίποτα και με κανέναν από αυτόν το κόσμο. Γίνε μάτια, γίνε μόνο μάτια, έλεγα.
Στο προαύλιο ο Βαγγέλης κάπνιζε.
«Γιατί φοράς αυτό το πράγμα στο κεφάλι σου;»
«Έτσι»
«Είναι της μόδας;»
«Είπα, έτσι»
Πάντα μου άρεσε να τον παρακολουθώ να καπνίζει. Το κάπνισμα απαγορευόταν στο ίδρυμα, όμως εκείνου του το είχαν επιτρέψει. Ήταν τόσο μανιώδης καπνιστής που δεν ζούσε χωρίς αυτό. Και ήταν μόλις δεκαέξι χρόνων.
Ήρθαν και οι άλλοι.
«Θα μου δώσεις μια τζούρα;» ρώτησα. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα να βάλω τσιγάρο στο στόμα μου.
«Θα σου δώσω, αλλά να ξέρεις, αν σε δουν την πάτησες»
«Δεν υπάρχει κανένας να με δει. Μόνοι μας είμαστε»
«Μπα, τι λες; Έτσι σου ‘πανε; Εδώ είναι ίδρυμα για ψυχικά άρρωστους. Τα πάντα παρακολουθούν. Όλοι οι ανύποπτοι τύποι στα παρτέρια και στους ορόφους είναι άνθρωποι που κάνουν αυτήν την δουλεία. Μας βλέπουν. Και ύστερα καρφί για τους γιατρούς».
Κοίταξα τριγύρω. Υπήρχε ένας ταλαίπωρος τύπος με τζιν μπουφάν και καρό τραγιάσκα που έσβηνε ένα σύνθημα στον τοίχο. Ήτανε αρραγές τσιράκι τους;
Τράβηξα κατά το δωμάτιο. Μέσα από την κουκούλα να μάτια μου γύριζαν σαν τρελαμένα. Ποιοι ήταν αυτοί που με παρακολουθούσαν; Μήπως η καθαρίστρια; Μήπως κάποιοι από τους τροφίμους; Το εργατικό προσωπικό; Δεν το άντεχα να με παρακολουθούν.
Έκαναν τάχα τους αδιάφορους αλλά στ αλήθεια έτρεμαν μήπως τυχόν ξαναπιάσω στα χέρια μου εκείνον τον αναπτήρα. Τώρα με κοιτούσαν να φορώ εκείνη την κουκούλα και το κεφάλι σκυφτό, και με ακολουθούσαν. Υπολόγιζαν από τις κινήσεις μου πως κάτι άσχημο ετοίμαζα. Γνώριζαν πως θα το έκανα. Πως θα με έπιανε ξανά. Δεν ήμουν όμως πυρομανής διάβολε. Γιατί μου φερόντουσαν με αυτόν τον τρόπο;

Άκουγα βήματα πίσω μου, σαν όσοι με περιτριγύριζαν να ήταν έτοιμοι να επέμβουν. Κάποιος ζύγωνε. Πίστεψα πως θα με γραπώσει από τους όμως και θα με ρίξει χάμω. Τελικά με προσπέρασε. Στο δωμάτιο να υπήρχαν κάμερες; Και μόνιτορ, σαν εκείνα που έβλεπα στο θυρωρείο;
Άραγε το ήξεραν; Ήξεραν τα πάντα; Πως επιθυμούσα από καιρό να βάλω μια τελευταία φωτιά κάπου στα κρυφά ένα βράδυ; Γι αυτό μου είχαν αφήσει και αυτόν τον αναπτήρα, για να με δοκιμάσουν; Δεν γούσταρα τις δοκιμασίες και τα τσαμπουκαλίκια. Μπορούσαν μάλλον να προβλέψουν από τις κινήσεις μου, πως και τι θα έκανα. Γιατροί ήταν. Δεν έπρεπε να αυταπατουμε. Ήξεραν πως κάποια στιγμή, ένα βράδυ, για μια τυχαία αφορμή που θα έπλαθε το μυαλό μου θα έβγαζα τον αναπτήρα από την κάλτσα που τον είχα κρύψει. Ήτανε βέβαιοι γι αυτό. Κι αφού το γνώριζαν γιατί να μην το κάνω; Δεν μπορούσα αλλιώς, να πάρει είχανε δίκιο. Ήξεραν πως θα πηδούσα από το παράθυρο, πως θα έτρεχα στον πίσω κήπο και θα σκαρφάλωνα στο πρώτο μικρό μπαλκόνι.
Ίσως να περίμενα πως θα με πιάσουν πρώτου να βάλω φωτιά στην κουρτίνα που ανέμιζε στο πρώτο δωμάτιο που βρήκα. Όμως όχι. Το ήθελαν επαυτοφορο. Να έχουν αδιάσειστα στοιχεία. Δεν θα είχα καμία δικαιολογία έτσι. Ήτανε σαδιστές.
Ε, αφού το ξέρετε λοιπόν, πάρτε το. Άναψα την κουρτίνα. Κανείς δεν εμφανίστηκε. Έτρεξα στην επόμενη. Ξανά. Μα που ήταν; Ένιωθα ωραία. Θα το έκαιγα όλο το ρημαδακι τους. Όταν έφτασα στην έκτη ή στην έβδομη, από το πρώτο δωμάτιο ακούσθηκαν φωνές. Από το πάνω μπαλκόνι κάποιος βγήκε και με είδε: ΕΕΕ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΚΕΙ ΡΕ; Τώρα δεν σταμάταγα. Συνεχισα, τις πήρα όλες με την σειρά. Άνθρωποι άρχισαν να πηδούν έξω. Ακόμα δεν ήταν πανικόβλητοι. Όπως και τότε, όπως και με τον Τάσο. Πίστευαν ότι θα σβήσει, ότι ήταν κάτι σαν αστείο. Δεν ήξεραν καλά.
Μια στιγμή άκουσα τον συναγερμό πυρασφάλειας. Κάτι φαίνεται έγινε και μπλόκαρε. Όλα ήταν με το μέρος μου, ο θεός ήταν μαζί μου. Το κτήριο άρχισε να φουντώνει προς τα πάνω. Τι ήμουν; Ήμουν ένας κοινός τρελός;
Έτρεχα και έκαιγα. Ότι έβρισκα. Έκανα να πηδήξω μέσα να το ανάψω και από την καλή, αλλά φοβήθηκα. Φοβόμουν την φωτιά. Ήμουν ένας δειλός. Αυτό ήμουν. Νομίζω έκλαιγα, αλλά δεν σκεφτόμουν τίποτα, ήμουν δυο μάτια και δυο χέρια που έβαζαν φωτιά.
Αποτραβήχτηκα κάπου στα σκοτεινά. Ήθελα να θαυμάσω το έργο μου κριμένος από τον κόσμο. Όλοι είχαν βγει έξω, όλοι χοροπηδούσαν δεξιά κι αριστερά χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν. Το μέρος λαμπάδιασε. Κάποιοι κουβαλούσαν κουβάδες με νερό και το έριχναν στις φλόγες. Δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Το έργο μου ήτανε θαυμαστό, εξαίσιο. Η μεγαλυτερη φωτιά που ειχα ποτέ μου βάλει. Οι φλόγες έγλυφαν τον ορίζοντα πάνω εκεί ψηλά. Ώσπου όλοι σταμάτησαν και απέμειναν να το κοιτούν σαν αγάλματα που τα σκέπασε η λαβα στην αρχαία Πομπηία.
Τι είχα κάνει;
Αισθάνθηκα δυο χέρια να με γραπώνουν με δύναμη από τα μπράτσα και να με σφίγγουν βιαία. Ήταν ένας από τους γιατρούς του ιδρύματος. Τον γνώριζα. Τον έβλεπα καθημερινά να μου δίνει συμβουλές για το τι έπρεπε να κάνω ώστε να έχω μια εναρμονισμένοι ενηλικίωση. Ήτανε πάντα τόσο ευγενικός. Κι όμως τώρα μου έσφιγγε τα χέρια με τόση δύναμη που με έκανε να πονώ. Με τραβούσε πέρα δώθε χωρίς λόγο. Απλά για να με κάνει να υποφέρω.
Άκουσα τις ραφές από το σακάκι μου να σκίζονται. Το γόνατο του με πίεζε στην λεκάνη. Δεν έφερα καμία αντίσταση, κι όμως συνέχιζε. Με έριξε κάτω και μου έδεσε τα χέρια κόμπο πίσω από την μέση. Νόμιζα ότι οι αρθρώσεις μου θα αποκολληθούν απ το υπόλοιπο σώμα. Γιατί φερόταν έτσι; Ένιωθα πάλι κανονικός. Σαν να μην είχα κάτι. Μόνο αυτό. Είχα κάνει μόνο αυτό, τίποτα άλλο. Δεν γινόταν να το ξεχάσουμε και όλοι μας να επιστρέψουμε στις δουλείες μας σαν να μην έχει συμβεί τίποτα; Δεν θα το ξανάκανα. Πραγματικά δεν το θελα. Ήτανε απλά μια στιγμή, και ήμουν σίγουρος πως δεν θα επαναληφθεί. Όμως ο γιατρός συνέχιζε να με ζουλά σαν να νουν πλαστικός άγιος Βασίλης Χριστουγέννων που έπρεπε να πακετάρει. Είχε άλλη γνώμη φαίνεται. Μέσα μου επέμενα, δεν είχα κάτι, μόνο αυτό, είχα κάνει μόνο αυτό, και δεν θα το ξανάκανα, πραγματικά δεν το χρειαζόμουν.

Από το παράθυρο μου κοιτούσα το προαύλιο. Ο ήλιος άστραφτε, τα κλαριά των δέντρων ανέμιζαν, τα σπουργίτια χόρταιναν τον καθαρό αέρα και ο ουρανός γυάλιζε ψηλά καθαρός σαν ατσάλι, μα αυτό παρέμενε άδειο και αχρησιμοποίητο.
Τέρμα οι φίλοι, τέρμα το σχολείο τώρα. Τέρμα οι πλάκες, τέρμα οι σκανδαλιές, τέρμα το δείπνο, τέρμα το παιχνίδι με τους κύβους. Ή μάλλον, αυτό ήταν το μοναδικό που παρέμεινε ίδιο κι απαράλλαχτο. Πόσο καιρό θα παρέμενα εκεί μέσα, ποιος ξέρει. Ένα χρόνο; Δυο χρόνια; Τρία, τέσσερα; Μετά ξανά απ την αρχή; ξανά το σχολείο, ξανά νέες παρέες; Ξανά παιχνίδια; Μα θα νουν αρκετά μεγάλος τότε. Και ποιος ξέρει αν θα με έπιανε ξανά καμία κρίση όπως λεγανε και φτου κι απ την αρχή.
Δεν ήταν και πολύ άσχημα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. Τουλάχιστον είχα την ησυχία μου. Ήτανε πολύ καθαρό, λευκοί τοιχοι, γυαλιστερό ξύλο, σαν αποστειρωμένο. Μόνον το πρωί ήτανε κάπως ακατάστατο, μα σαν με πήγαιναν να πλυθώ, επέστρεφα και ξάφνου τα πάντα ήτανε πάλι πίσω πεντακάθαρα. Πως το έκαναν δεν ήξερα, μα κάπως με εκνεύριζε.
Καμία φορά ερχόντουσαν οι φίλοι μου και τεντονονταν να με δουνε πανω από το παραθυρο. Εγώ ανέβαινα επάνω στο κρεβάτι για να μπορέσω να τους μιλήσω.
«Μια σοκολάτα για ένα έκρουσαν».
«Μα, ένα κρουασάν αξίζει μια μίση σοκολάτα».
«Μόνον μια, γιατί είσαι σε απομόνωση».
«Βλάκες, εδώ τρώω καλύτερα από εσάς».
Ερχόταν και η φιλενάδα μου από το ίδρυμα, το πρώτο μου φιλί.
«Μήπως σ αρέσει κανένας άλλος από την τάξη τώρα που είμαι εδώ μέσα;»
«Όχι, όχι, κανείς»
«Ούτε και ο καθηγητής μαθηματικών; Θυμάμαι σου άρεσε παλιά».
«Όχι, όχι, κανείς αλήθεια»
«Καλά».

Ένα μεσημέρι προσπαθούσα μετά το γεύμα να κοιμηθώ και μια μπάλα έσκαγε στον πίσω τοίχο της αυλής με δύναμη. Τράνταζε ολόκληρο το μικρό κολοδωματιο. ΝΤΟΥΝΓΚ-ΝΤΟΥΝΓΚ. Περιμένω μπας και σταματήσει… αλλά τίποτα. ΝΤΟΥΝΓΚ – ΝΤΟΥΝΓΚ, το φωτιστικό πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε.
Πηδάω στο κρεβάτι και βγάζω το κεφάλι μου έξω. Όλοι ήξεραν πως σε εκείνο το δωμάτιο εμένα εγώ και όλοι γνώριζαν ποιος είμαι εγώ.
«ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ ΑΠΟ ‘ΚΕΙ ΚΑΤΩ ΜΗΝ ΣΟΥ ΞΕΡΙΖΩΣΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ»
Κοιτάζω και βλέπω έναν πιτσιρίκι να κλοτσά την μπάλα του στον τοίχο. Τι στο διάβολο, τον γνώριζα αυτόν τον πιτσιρικά. Ήτανε το μικρότερο παιδί στον τομέα μας και δεν έκανε παρέα με κανέναν. Ούτε του μιλούσαμε, ούτε τον αφήναμε να πεζει μαζί μας, ούτε μιραζομασταν μαζι του τα παιχνίδια μας. Έδειχνε σαν πρώτη φορά χαρούμενο που από κάπου είχε αρπάξει αυτή τη μπάλα, αλλά το χαμόγελο του κόπηκε απότομα και απόμεινε κολλημένο στα μαγούλα του σαν γκριμάτσα. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια και δεν ξέρω αν ήτανε έτοιμο να κλάψει τώρα, σίγουρα όμως θα το έκανε μέσα στις τουαλέτες ή στο κρεβάτι του κάτω από τα σκεπάσματα τυλιγμένο σφιχτά.
«ε…ε…αν θες απλά….κάνε λίγο πιο δώθε….ή…καλά συνε…»
Παράτησε τη μπάλα, έκανε μεταβολή και έφυγε αργά και σκυθρωπά.
Στέριωσα τα μαγούλα στις παλάμες μου και απέμεινα να κοιτώ έξω στο προαύλιο. Είχε μια λιακάδα και η ατμόσφαιρα ήτανε καθαρή. Παντού σκιές και παιδια που τρέχανε. Αυτά εκεί, εγώ εδώ. Αυτά έπεφταν και χτυπούσανε, εγώ ζητούσα να πάω τουαλέτα και μια ευγενική κύρια ερχότανε να με συνοδεύσει.
Μια στιγμή βλέπω την Κατερίνα να ζυγώνει από το βάθος. Γραπώνει με τα δάχτυλα το παραπέτο και σηκώνει τη μύτη της στο παράθυρο. Μπορώ να την δω από τα μαλλιά έως τα χείλι. Το πρόσωπο της δίπλα από το δικό μου.
«Σήμερα φεύγω», μου λέει.
Μου έρχεται να κλάψω, κρατιέμαι. Σκέφτομαι λίγο τι θα πω. Φτιάχνω μαλλιά μου και:
«Το περίμενα», λέω.
«Το περίμενες; Τι ενοεις;»
«Ενωω πως κάποια στιγμή θα γινοταν. Κι εγώ θα έφευγα. Δεν θα καθόμουν για πάντα εδώ».
«Λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ. Θα τα ξαναπούμε, έξω».
«Ναι, μάλλον. Θα έρθω να σε βρω. Σε αγαπώ, δεν θα σε ξεχάσω έτσι». Βλακείες, σκέφτομαι. Μα πως το είπα;
Για μια στιγμή σιωπή. Και τελικά:
«Εσύ με αγαπάς;».
Τα μάτια της βουρκώνουν, το μέτωπο της κοκκινίζει, το πιγούνι της έως εκεί που μπορώ να δω σουφρώνει. Την βλέπω να δακρύζει.
«Μα φυσικά σε αγαπάω! Σε παρακαλώ όταν τελειώσεις από εδώ έλα να με βρεις».
«Το ξέρεις…ναι…θα το κάνω».
«Σκύβω να την φιλήσω, εκείνη σηκώνετε όσο μπορεί, το σβέρκο μου στραβοπιανετετε, εκείνη σκίζει λίγο τα δάχτυλα της στο τσιμέντο και κρεμιέται από το παραπέτο, τελικά τα καταφέρνουμε για ένα δευτερόλεπτο-μια αιωνιότητα.
«Άντε, σε παρακαλώ πήγαινε τώρα, δεν θα το αντέξω άλλο».
Εκείνη αρχίζει το κλαμα και το πηγούνι της χάνετε κάτω από το παρτέρι, ύστερα τα χείλη της, μετά το μέτωπο της, τελικά ξεχωρίζω μόνο λιγάκι τα μαλλιά της και τα κοιτώ να απομακρύνονται.
Στρίβει κάπου δεξιά και πάω από τα αριστερά για να δω τα μαλλιά της να φεύγουν. Ύστερα κάνει ακόμα ποιο δεξιά και γέρνω ακόμα πιο πολλή, μα τίποτα. Είχε χαθεί. Αυτό ήταν, τέλος. Όταν βγω θα τα πούμε ξανά, λέω μέσα μου και κουκουλώνομαι στο κρεβάτι μου. Σφίγγω το μαξιλάρι μου και δεν θέλω κανένας να με δει. Έτσι κάνουν οι γυναίκες, σκέφτομαι, είμαι δεκαπέντε χρόνων και μισό. Το στρώμα μου είναι μαλακό κι εγώ νιώθω να βουλιάζω και να βουλιάζω, όλο και περισσότερο, όλο και ποιο βαθιά...

Το παράθυρο μου ήτανε ισοσκελές παραλληλόγραμμο, όχι και μικρό, δυο επί ένα. Όμως ήταν βαλμένο ψηλά και έπρεπε να σκαρφαλώνω. Από εκεί μπορούσα να δω την μια μπάσκετα, τα δυο παγκάκια, τις μισές τουαλέτες και τα τρία τέταρτα από τα ησυχαστήρια. Έβλεπα πολλά για την ζωή στο ίδρυμα και μπορούσα να ακούσω ακόμα περισσότερα, λες και ο καθαρός αέρας έσερνε τους ψίθυρους στο δωμάτιο μου χωρίς εκείνοι που μιλούν να μπορούνε να γνωρίζουν. Είχα ορατότητα ακόμα στο πάρκο με τις κάμαρες και τους κισσούς όπου τα ζευγαράκια από την τάξη μου έβρισκαν καταφύγιο, και έτσι μπορούσα να μαθαίνω ποιος τα είχε με ποια. Διάκρινα ακόμα, λίγο προς τα αριστερά, τον μικρό πλαστικό τάπητα των ανάπηρων και ήξερα ποιοι τρόφιμοι αποχωρούσαν και ποιοι καινούριοι κατέφθαναν, και αν κάποιου η υγειά επιδεινώθηκε. Ακόμα ήταν εφικτό, αν σκαρφαλωνα λίγο ψηλότερα επάνω στο κρεβάτι, να δω το δέντρο που δυο τρόφιμοι είχανε παλιότερα κρεμαστεί. Όταν τις νύχτες βαριόμουν και είχα αϋπνίες κοιτούσα προς τα εκεί, ελπίζοντας πως κάποιος θα εμφανιστεί μέσα στα σκοτάδια και θα δώσει τέλος στην ζωή του, κι εγώ θα είμαι ο μόνος που θα το εχει δει. Πολλοί και διάφοροι περνούσανε την νύχτα από κάτω, αλλά από ουσία τίποτα. Μηδέν, πήγαιναν μάλλον για κατούρημα.
Ο καιρός περνούσε και τα άψυχα αντικείμενα έξω από το παράθυρο μου παρέμεναν στην θλιβερή σιωπή τους. Κάθε μέρα τα ίδια, κάθε μέρα αυτά. Μήτε λίγο δεξιότερα, μήτε λίγο πιο αριστερά πηγαίνανε. Μάλιστα ένα πρωί κάποιος φύτεψε στο παρτέρι μια γλάστρα και μου έκοψε και μέρος από την θεά. Έτσι, επειδή πια δεν υπήρχε τίποτα άλλο να μάθω από αυτά που με περίκλυζαν, άρχισα να κοιτώ στο βάθος, μακριά προς τα εκεί που δεν είχα σκεφτεί ξανά να κοιτάξω.
Πέρα από τα κάγκελα υπήρχε ένας μικρός λόφος. Ποτέ άλλοτε δεν είχα δει αυτόν τον μικρό πράσινο λόφο, κι όμως τώρα μου έμοιαζε σαν τον ομορφότερο λόφο που είχα αντικρίσει. Δίπλα του υπήρχε ένα άσπρο σύννεφο και μέσα του καθότανε ο ήλιος. Αυτό το σύννεφο ήτανε υπέροχο, μου έμοιαζε για γνώριμο, κάπου το είχα δει και στο μέλλον θα το έβλεπα ξανά. Ο ουρανός άστραφτε γαλάζιος και αχτίδες έτρεχαν επάνω του σαν μικροί χαρούμενοι δρομείς μέχρι τα τέλοι του ορίζοντα. Μετά ένα ψηλό βουνό. Ένα απλό χλομό γαλαζοπράσινο βουνό. Και ύστερα από αυτό τι να υπήρχε; Ίσως μια πεδιάδα με μερικά χαμηλά φυτά και ζώα που μασούσανε την χλόη, ένα βαθύ πηγάδι και το σιωπηλό αρδευτικό που πότιζε τα χωράφια. Και πιο πέρα, μερικά σπιτάκια και μια σοφίτα που κάποιος ζωγράφιζε μαντεύοντας προς το μέρος μου.
Τα παιδία ερχόντουσαν από κάτω και με έβλεπαν να κοιτάζω χαμένος στο κενό.
«Τι έγινε ρε; Τι έπαθες;»
«Τίποτα. Απλά ατενίζω».
«Ατενίζεις; Τι ατενίζεις;» ευθυγραμμίζονταν με το βλέμμα μου. «Τι σκατά κοιτάς εκεί;»
«Απλά τους λόφους και πίσω από τους λόφους. Τον ουρανό».
«αχα, πεστο ντε. Πάει τα ‘χεις χάσει έτσι;».
«Ίσως…»
«Καλά, κι εγώ το κάνω καμία φορά. Ατενίζω στις γυναικείες τουαλέτες κώλους και βυζάκια».
«Τι αλλά;»
«Πάντως ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω τι διάβολο κοιτάς εκεί».
Κάθε μέρα το βλέμμα μου έφτανε όλο και μακρύτερα. Λες και εξασκούταν και γινότανε καλύτερο. Και το φυτό μεγάλωνε, και όσο εκείνο μεγάλωνε και το προαύλιο μίκραινε, τόσο πιο μακριά μπορούσα να δω.
Ώσπου μια μέρα είδα ένα χέρι να τραβά μερικά χοντρά κλωνάρια, να τα ξεριζώνει άγαρμπα και να τα πετά στο έδαφος χωρίς καμία ευαισθησία. Τελικά βλέπω τον Βαγγέλη.
«Λοιπόν ρε, ήρθα να σε αποχαιρετήσω. Φεύγω».
«Φεύγεις; Που πας; Καλά δεν περνάμε;»
«Ναι, τελείωσα από εδώ μέσα. Οι γονείς μου έρχονται να με πάρουν. Οι γιατροί είπαν πως είμαι εντελώς καλά».
«Μα δεν είδα ποτέ να έχεις και τίποτα».
«Καλά. Θα τα πούμε έξω. Άφησα και στους άλλους την διεύθυνση μου. Μην με ξεχάσετε ρε ‘σεις. Θα περιμένω ε;».
«Τα λέμε φιλαράκο. Ελπίζω σύντομα. Γεια χαρά».
«Γεια».

Τα κλαδιά που είχε κόψει ο Βαγγέλης άρχισαν να μεγαλώνουν ξανά με περίσσια ταχύτητα. Αναγαινουνταν δίπλα σε πάχος και πετούσαν νέα κλωνάρια από παντού.
Ένα πρωί ξαναβλέπω ένα χέρι. Το πήρα για γιγάντιο σκουλήκι.
«Διάβολε τι είναι αυτό;» του τράβηξα μια με δύναμη με έναν κύβο.
«Έλα ρε, εγώ είμαι. Κάτσε». Ήταν ο Χρήστος.
«Λοιπόν, φεύγω»
«Φεύγεις; Που πας;»
«Χρειαζόταν μονάχα να τελειώσω το γυμνάσιο στο ίδρυμα. Έτσι μου είχαν πει. Τελείωσα, τώρα θα πάω σε κανονικό σχολείο».
«Α, υπέροχα. Μπράβο»
«Ήθελα να σου αφήσω την διεύθυνση μου και του Βαγγέλη. Πάρε ‘δω»
Μου δίνη ένα σκισμένο χαρτάκι με δυο άγνωστες διευθύνσεις.
«Ωραία γράμματα. Δικά σου είναι;»
«Ναι»
«Άντε τα λέμε. Θα τα πούμε έξω ε;»
Κάπως βούρκωσε. Είδα το ένα μάτι του κόκκινο μέσα από μια τρυπά στο φυτό.
«Ναι ρε. Μην με ξεχάσετε. Ελατέ να με βρείτε όταν βγείτε. Εντάξει;»
«Σίγουρα ρε»
«Σίγουρα;»
«Σίγουρα».
«Λοιπόν γεια»
«Γεια»
Βούρκωσα κι εγώ, αλλά ήλπιζα πως δεν το είδε. Εγώ ήμουν σκληρός. Δεν μπορεί. Ήμουν αυτός που είχα βάλει φωτιά στο σχολείο.
Λοιπόν το φυτό λερναία Ύδρα συνέχιζε να αναπτύσσεται. Πύκνωνε και φούντωνε. Μου έκοβε όλη την θεά. Το πιάνα με τα δυο χέρια από τα κλωνάρια και το τραβούσα αλλά είχε βγάλει κι αγκάθια. Μια μέρα ανέβηκα πάνω στο κρεβάτι και το γράπωσα πέρα δώθε να το ξεριζώσω. Τίποτα. Εκείνο σταθερό και στο πάπλωμα τα ελατήρια έτριζαν και έσπαζαν. Τελικά αντί για το φυτό ξεχαρβάλωσα το κρεβάτι. Το τι υπέθεταν πως έκανα εκείνη την ημέρα στο δωμάτιο μου όσοι περνούσαν απ’ έξω ούτε ήθελα να το φανταστώ.
Κατάντησα να χώνω το μάτι μου στις σχισμές που είχαν απομείνει και να κοιτώ. Ήτανε σαν κιάλι. Το βλέμμα μου έφτανε στον διάολο. Έβλεπα σπίτια, λίμνες, λιμνούλες, ακρογιαλιές, αμάξια, πάρτι, ανθρώπους που πήγαιναν διακοπές, ξανά σπίτια, ξανά λίμνες και λιμνούλες, ακρογιαλιές, αμάξια και ανθρώπους που επέστρεφαν από διακοπές.
Ο Στράτος με επισκεφτοτανε καθημερινά. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Ερχότανε έξω από το παράθυρο μου. Άκουγα ένα «ήρθα» και έβλεπα μια χάρτινη συσκευασία σοκολάτας να ξεγλιστρά ανάμεσα από τα φύλλα. Έσπρωχνα ένα έκρουσαν πίσω στην την ίδια τρυπά.
Ώσπου μια μέρα δεν ήρθε. Δεν ήρθε δυο. Δεν ήρθε τρεις, τέσσερις, πέντε. Λέω πάει έφυγε. Ήμουνα σίγουρος. Και ένα βράδυ που πριόνιζα με τον χάρακα τα κλωνάρια, βλέπω ένα μικρό χαρτάκι με τρεις διευθύνσεις και υπογραφή, Θα τα πούμε έξω. Μάλιστα.
Το φεγγάρι είχε βγει. Ήτανε Αύγουστος. Τα δάχτυλα μου είχανε γεμισει σκλήθρες. Είχα κόψει ένα χοντρό κλωνάρι, είχα απελευθερώσει ένα φαρδύ άνοιγμα ανάμεσα στα φύλλα, και το φεγγάρι είχε βγει. Και ήταν Αύγουστος.
Απέμεινα μόνος μου. Οι άλλοι έξω, εγώ εδώ. Έξω φωνές, κακό, φασαρία, πέρα από το ίδρυμα αυτοκίνητα, σπίτια, αυλές, νερά, εδώ σιωπή. Ένα φυτό, μια ντουλάπα, μια πόρτα, ένα μπάνιο, επιπλα που διαστελονταν σαν να μου ψιθύριζαν. Και κλωνάρια που όλο και πυκνώνανε και με δυσκόλευαν. Όμως το μάτι μου σαν φακός ισχυρού τηλεσκόπιου.
Δεν βαριέσαι, μόνο μια τρυπούλα είχε απομείνει, αλλά την φάρδαινα με τον χάρακα και το βλέμμα μου έφτανε κάθε μέρα όλο και πιο μακριά. Εκεί που ήτανε η Κατερίνα, οι φίλοι μου, ο έξω κόσμος, οι γονείς μου, τα αμάξια, τα θέατρα, η κίνηση. Όλο και πιο πέρα, όλο και καλυτερα, όλο και πιο ψηλά. Όπου και να με βάζανε, παράθυρο θα υπήρχε, δεν γινόταν αλλιώς.
Δεν βαριέσαι, υπομονή να ‘χεις, κι έτσι καλά ήτανε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου