Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Ταμπεραμέντο Μέρος 3ο και τελευταίο






Στο πρώτο μου βήμα στην ελευθέρια, πάνω μου στους καλοκαιρινούς ουρανούς, πρόσεξα ένα σύννεφο. Ήταν λευκό και ψηλά πολύ. Και όταν κοίταξα πάνω είχε χαθεί. Ήμουν τώρα έξω, στον κόσμο που έτρεχε προς τις άγνωστες υποχρεώσεις του. Μα σαν μικρός κομπάρσος που όλη του τη ζωή ονειρεύεται να γίνει πρωταγωνιστης και όταν η στιγμή φτάσει, καταλαβαίνει ότι δεν είναι ικανός να παίξει αυτόν τον ρόλο, πως μπορεί να είναι μόνο ένας μικρός κομπάρσος, αισθανόμουν πως η θέση μου ήτανε πίσω στο ίδρυμα.
Έξω, μια κουβέντα ήταν. Που πηγαίνεις έξω με είκοσι οκτώ μισθούς από το ίδρυμα; Είχα πει το πρώτο πράγμα που θα κάνω έξω έπρεπε να είναι αξιομνημόνευτο. Τελικά πήγα τουαλέτα. Κι αυτό αξιομνημόνευτο ήταν. Με τέτοια βρωμά εκεί μέσα. Μυρωδιά από σκατό και γόπα. Το ίδρυμα μπορεί να είχε πολλά κατά, μα όλα κι όλα, στις τουαλέτες ντρεπόσουν να λερώσεις.
Έξω οι γυναίκες ήτανε εύκολες, μου λέγανε οι φύλακες. Έφυγαν το πρωί και το επόμενο βράδυ έρχονταν και μου έλεγαν πως είχανε γαμήσει.
«Σοβαρά; Τι μου λες ρε; Πως;» ρωτούσα εγώ γεμάτος απορία.
«Ρέε..», μου έλεγαν εκείνοι, «Έξω ο κόσμος είναι γεμάτος τσουλάκια».
Ντρεπόμουνα λιγάκι, μα ήμουνα παρθένος. Τι να έκανα; Που να βρισκα γυναίκα; Περίμενα να βγω έξω, που ο κόσμος ήτανε γεμάτος τσουλάκια.
Από το ίδρυμα μου είχαν νοικιάσει ένα δωμάτιο. Ήταν ένα μικρό, κάπως ξύλινο, απέναντι από τις γραμμές του τρένου, και στη ρεσεψιόν με ρώτησαν
«Από ποιον είναι κλεισμένο;», κόσμος, φασαρία, χαλασμός.
Τους λέω
«ΑΠΟ ΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΨΥΧΙΚΑ ΑΝΙΑΤΩΝ»
Ο τύπος κομπιάζει και κοιτά κάτι στο κομπιούτερ.
Σκέφτομαι, την έκανα πάλι. Ε, εντάξει, μια χαρά ήμουν τώρα.
Απόμεινα να κοιτώ το δωμάτιο. Ήτανε το δικό μου δωμάτιο. Έκανα ότι ήθελα εκεί μέσα, φωτιά έβαζα και το έκαιγα, που λέει ο λόγος. Το δικό μου ψυγείο, η δική μου πόρτα, το δικό μου κρεβάτι. Λες να πήδαγα και κανένα τσουλάκι εκεί πάνω;

Έξω βροχή. Ο νυχτερινός συρμός περνούσε. Ακούω μια φωνή να λέει:
«Ρε μαλακά; Πάμε στο τζοκερ;»
«Φύγαμε»
Τους περνώ από πίσω και πάω κι εγώ.
Το ‘Τζοκερ’, φοβερό μέρος. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο στην ζωή μου. Μουσική, γυναίκες και οι άνθρωποι που χόρευαν ηλεκτροκίνητοι κάτω από τα φωτοριθμυκα. Καθόμασταν ο ένας πάνω στον άλλο. Εγώ κάθισα στο μπαρ και άναψα ένα τσιγάρο. Χάζευα στην πιστά. Μια κοντή σεχυ τύπισσα με ένα χνουδωτό γουνακι μέσα στον συνωστισμό, παίρνοντας από δίπλα μου με ακουμπάει στ’ αρχίδια. Θεέ μου, σκέφτηκα, με ακούμπησε στ’ αρχίδια και σκασίλα της, συνέχισε να πηγαίνει. Έτσι γινόταν εδώ πέρα;
Ίσως να πετύχαινα και την Κατερίνα. Άραγε θα περνούσε κι εκείνη ακουποντας τους πελάτες στ’ αρχίδια με τέτοια αδιαφορία;
Έπειτα ανεβαίνω στο μπάνιο και τι να δω: Ένας αυτόματος πολιτης προφυλακτικών πάνω από το καζανάκι. Δεν με γελούσαν τα μάτια μου, αφού έλεγε: ΜΟΝΟ ΚΕΡΜΑΤΑ, ΔΕΝ ΔΙΝΕΙ ΡΕΣΤΑ.
Δεν μπορούσα να το καταλάβω. Προφυλακτικά πάνω από το καζανάκι; Όταν θα έβγαινα από την τουαλέτα όσοι περίμεναν απ’ έξω μπορεί και να νόμιζαν πως είχα αγοράσει. Πανάγια μου, ντρεπόμουνα να βγω. Ώσπου κάποιος χτυπάει την πόρτα με δύναμη.
«Άντε ρε φίλε, τελείωνε».
Τώρα, μπορεί και να πίστευε πως αργούσα επειδή προσπαθούσα να αγοράσω προφυλακτικά. Τι να έκανα; Πήρα ένα απλά για να το έχω. Το έχωσα στην τσέπη και βγήκα με το κεφάλι σκυφτό.
Όλα αυτά τα τσουλάκια που μου έλεγαν οι φύλακες που να τα έβρισκες; Εγώ έπινα το ποτό μου με ύφος βαρόνου κοκαΐνης. Μερικές κοιτούσαν προς το μέρος μου και χόρευαν. Το ήθελα τόσο πολύ, αλλά ντρεπόμουν να πλησιάσω. Γυρνάω στον μπάρμαν και παραγγέλνω ένα ποτό. Από το βάθος βλέπω μια ξανθούλα με κιτρίνη φούστα να ζυγώνει. Ερχότανε καταπάνω μου. Άρχισα να τρέμω. Χαμένα τα είχα.
«Γεια», μου λέει χαμογελαστά.
«Γεια χαρά», απαντάω.
«Έχεις φωτιά;», με ρωτάει.
«Ναι, αμέ», της απαντάω.
Της ανάβω το τσιγάρο. Στέκετε για λίγο και με κοιτάζει.
Και τώρα τι; Σκέφτομαι μέσα μου. Τι θα έπρεπε να πω τώρα; Παρολαυτα συνεχίζει να περιμένει. Χρειαζότανε να μιλήσω αν ήθελα να πηδήξω απόψε. Μα να μιλήσω και τι να πω; Κάτι που να μοιάζει με αστείο και να υπονοεί και πως θα θελα και να την γαμήσω σήμερα; Αν ήταν να αρχίσω τα υπονοούμενα χαθήκαμε. Βαριόμουν κιόλας, ποιο το νόημα να πω κάτι που θα έμοιαζε με κάτι άλλο, όμως εκείνη θα πρέπει να καταλάβει τι εννοώ. Πολύπλοκο ήτανε. Δεν υπήρχε λόγος, ας το έλεγα κατευθείαν.
«Θέλεις να το κάνουμε;»
«Φίλε; Μήπως είσαι τρελός;»
«Όχι, μου είπαν πως έγινα καλά»

Ποιο μετά καθόμουν και κάπνιζα. Ακόμα κάποιοι χόρευαν και άλλοι σιγά-σιγά έφευγαν. Μια παρέα αγριεμένων νεαρών έρχεται και κάθετε δίπλα μου. Την πέφτανε στις γκόμενες με χυδαία αστεία και εκείνες καμάρωναν. Τι διαολεμένη παρακμή ήταν αυτή; Δεν ήξερα πως αυτό το χιούμορ είχε τόση πέραση.
Σηκώνομαι να φύγω. Ανάβω και ένα τσιγάρο. Χώνω τα χέρια στις τσέπες, τα ζεστά μου ρούχα με προστατεύουν από το κρύο. Ξαφνικά, τσούπ, τρεις πρεζάκηδες πετάγονται μπροστά μου.
«Έχεις λεφτά;»
«Μπα, τίποτα»
«Πέντε εύρο μόνο»
«Όχι»
«Ρε πούστη, προτιμάς να μας δώσει πέντε εύρο η να σε γδάρουμε ζωντανό;»
«Ρε, Αι στο διάβολο από εδώ»
Πάλι καλά που μόλις είχαν πάρει την δόση τους. Και όλα αυτά την πρώτη μου μέρα έξω.
Μα τι άνθρωποι ήταν αυτοί, τι κόσμος, οποίος και να ήσουν, ότι και να είχες καταφέρει, όσο ψηλά και να είχες φτάσει, κάποια στιγμή όλο και πάνω σε κάποιον αλήτη θα έπεφτες να σου υπενθυμίσει που πραγματικά ζούσες.
Κάθε βράδυ αυτή η δουλεία γινόταν. Όλο και κάποιος κατεστραμμένος ή αφηνιασμένος νεαρός θα με έπαιρνε στο κατόπι να με βρίσει ή να κάνει να με χτυπήσει. Θα έπρεπε να μάθω τζούντο ή στο εξής να κουβαλάω ένα πιστόλι. Μα το χειρότερο ήταν πως εγώ δεν ήθελα τίποτα από τα δυο, ήθελα απλά να μην τους βλέπω. Που σκατά κολλούσαν αυτοί στον δικό μου κόσμο σκέψεων και προβλημάτων;

Πρώτη απ’ όλους, σκόπευα να βρω την Κατερίνα. Αλλά που να ήταν, ιδέα δεν είχα. Έβγαινα για περπάτημα στην πόλη, πίστευα πως θα είχα ένα προαίσθημα, κοιτούσα τα μαγαζιά και έλεγα, εδώ θα είναι, όχι εδώ θα είναι, σίγουρα στο επόμενο. Τελικά δεν ήταν πουθενά. Μας πως μπορείς να βρεις κάποιον που ψάχνεις σε ένα τόσο μεγάλο μέρος; Ήτανε αδύνατο. Ότι προαίσθημα και να είχες. Όμως πίστευα πως αυτό θα γινότανε εντελώς τυχαία. Όταν δεν θα το σκεφτόμουνα. Κάποιο βράδυ που θα προχωρούσα μονάχος στα σκοτεινά άδεια πεζοδρομία, πλάι από τις σιωπηλές βιτρίνες, από τα ρείθρα του πεζοδρομίου που θα κατέβαζαν το νερό της βροχής, προστατευμένος κάτω από τα ετοιμόρροπα υπόστεγα. Και δεν ξέρω αν αυτό δεν συνέβαινε γιατί το σκεφτόμουν συνεχώς.
Η μόνη μου σκέψη τόσα χρόνια στο ίδρυμα ήτανε να βγω έξω και την βρω. Μόλις βγω έξω θα είναι ωραία, έλεγα, θα βρω και την Κατερίνα, και τα παιδία, θα τα περνάμε φίνα. Όμως πως διάολε να τους βρω; Οι ντετέκτιβ τι άραγε να έκαναν για να εντοπίζουν χαμένους ανθρώπους στις μεγαλουπολις με τα ψηλά απόρθητα κτίρια, εκτός από το να φοράνε το καπελάκι τους και καπαρντινα;
Ένα πρωί στην στάση βλέπω τον ξάδερφο μου καβάλα σε ένα μηχανάκι με μια σαβούρα γκόμενα πίσω του. Καμάρωνε σαν βασιλιάς. Τι άλλο ήθελε. Τον θυμόμουνα παιδάκι και κοιτά πως είχε μεγαλώσει. Έπρεπε να πάω να δω και τους γονείς μου, αλλά τι να τους έλεγα; Και τι να μου έλεγαν κι εκείνοι. Με είχαν σχεδόν αποκληρώσει. Ήμουν είκοσι έξι χρόνια μέσα. Πως θα με παρουσίαζαν στους φίλους τους; Από εδώ ο τρελός μας γιος που επέστρεψε. Τριαντα δυο χρονων σημερα.

Λοιπόν, αυτό που είχα αρχίσει να καταλαβαίνω, ήταν πως για να επιβιώσεις σε αυτόν τον κόσμο χρειαζόσουνα λεφτά. Μια φίλη που είχα κρατήσει για κάμποσο και μέσα στο ίδρυμα, μου είχε το εξής για την εποχή που ήτανε φοιτήτρια στο εξωτερικό: Το πιο παράξενο απ’ όλα όταν ζεις μόνος σου είναι τα πιάτα. Πιστεύεις πως ξαφνικά κάποια στιγμή θα εμφανισθεί η μανά σου και θα στα πλύνει, αφού δεν έχεις μάθει να πλένεις πιάτα, μόνο να τα βρίσκεις στο ντουλάπι καθαρά. Όμως αυτό δεν γίνετε. Και όσο και εσύ να το νομίζεις, εκείνα μαζεύονται και μαζεύονται σε λόφους στον νεροχύτη. Κάπως έτσι συνέβαινε και με τα χρήματα. Νόμιζα πως με κάποιο τρόπο εκείνα θα εμφανίζονταν μπροστά μου. Αλλά δεν συνέβαινε. Και ήθελες λεφτά για τα πάντα, για να νοικιάσεις σπίτι, για να φας μεσημεριανό, για να αγοράσεις βιβλία. Εγώ αλλιώς είχα συνηθίσει, όχι για να ζω να πρέπει να πληρώνω κιόλας.
Δεν πειράζει. Θα έβρισκα μια δουλεία. Πάντα ζήλευα τους ανθρώπους που είχανε τις δουλείες τους κι εγώ τους έβλεπα να κινούνται απασχολημένοι στον περίγυρο του ιδρύματος, να αγωνιούν για τις ευχάριστες απαιτήσεις της ζωής. Έκανα να τους μιλήσω κι εκείνοι μου λέγανε: Απ, μισό λεπτό, και μιλούσανε στο κινητό για τις δουλείες τους.
Λοιπόν, εκείνο το πρωί είχα πολύ καλή διάθεση. Μπορεί και να με προσλάμβαναν στο ταχυδρομείο. Τους είχα δει τους ταχυδρόμους, τίποτα δεν έκαναν. Βάζανε έναν σακίδιο στην πλάτη, καβαλούσαν και ένα μηχανάκι και κορόιδευαν τον κόσμο. Αγόρασα από έναν πλανόδιο και ένα λαχείο, όπως παλιά. Κι έτσι όπως βάδιζα τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, τον ένα μετά τον άλλο γύρω από την στρογγυλή πλατειά, από εκείνες τις μεγαλες διαβάσεις πεζών όπου όταν το φανάρι ανάψει πράσινο εκατοντάδες κόσμος ξεχινέται, βλέπω απέναντι μου την Κατερίνα να με προσπερνάει σιωπηλή, με το κεφάλι σκυφτό, γκαστρωμενη.
Θα ήθελα να αφήσω ένα μεγάλο κενό για να περιγράψω το πώς αισθάνθηκα εκείνη την στιγμή. Ήμουν ένα τίποτα που διέσχιζε έναν δρόμο, πήγαινε σε έναν προορισμό, κοιτούσε μέσα από τα δυο του μάτια, και ήμουν δυο μάτια, μόνο αυτά, και ένα σώμα μουδιασμένο. Η Κατερίνα ήτανε η μοναδικη ελπίδα μου να επιβιώσω από την μοναξιά του ιδρύματος και τώρα, τούτη η ελπίδα αποδεικνυόταν φρούδα. Είχε πει πως θα με περιμένει, το θυμόμουνα καλά, εκείνο το πρωί κάτω από το παράθυρο μου, όμως δεν το είχε κανει. Με ειχε ξεχασει, με είχε σβήσει από την μνήμη της.
Σε όλη μου την ζωή στο ίδρυμα ύφαινα ένα παραμύθι. Έξω ο κόσμος θα ήτανε καλός. Έξω ο κόσμος θα ήτανε μεγάλος, λαμπερός, ελεύθερος. Τα πλακάκια στους δρόμους θα γυάλιζαν, οι βιτρίνες θα ήταν αστραφτερές, ο ουρανός θα με φώτιζε με έμπνευση για μια νέα ζωή και εγώ θα γινόμουν ένας μικρός ήρωας με κάποιον άγνωστο τρόπο. Ένας τρανός. Έξω όλοι θα με περίμεναν να επιστρέψω κοντά τους. Όμως χρειαζόμουν το ίδρυμα μου, την ασφάλεια μου, την μοναξιά μου εκεί μέσα και το τετράγωνο παράθυρο με το φυτό. Εκεί πίσω όλα ήτανε συμμετρικά, οι τοίχοι, τα έπιπλα, τα τραπέζια, ακόμα και οι άνθρωποι, δεν με γέμιζαν με καμία αγωνιά.
Όμως δεν βαριέσαι. Μπορεί και να ήμουν υπερβολικός. Τα πράγματα θα γίνονταν και καλύτερα. Ας κοιτούσα να βρω και τους άλλους. Aν και μου φαινόταν άσκοπο, δεν είχα κι άλλη λύση. Γιατί συλλογιζόμουν, πως αν και αυτοί τώρα δεν με θυμόνταν, δεν θα είχα κανέναν άλλο στον κόσμο να με ξέρει.

Τελικά αποδείχτηκε πως τους φίλους μου από το ίδρυμα δεν ήτανε και τόσο δύσκολο να τους βρω σαν το έβαλα σκοπό. Ο Βαγγέλης κουβαλούσε ακόμη επάνω του την ιδιότητα να συγκρούετε με άψυχα αντικείμενα και να τα καταστρέφει. Τον πέτυχα ένα βράδυ να τρακάρει πεζός πάνω σε διακοσμητικό φυτό κάτω από ένα μπαλκόνι. Τον είδα από μακριά κάτι να λέει, και ήμουν σίγουρος πως έβριζε το φυτό ή εκείνους που το φύτεψαν εκεί. Όμως ντράπηκα να του μιλήσω, γιατί έσερνε μαζί τους μια ολόκληρη οικογένεια, η οποία έβριζε με την σειρά της την ακίνητη γλάστρα που φαινόταν να τους κοιτά απορημένη. Καμία πεντάδα πιτσιρίκια και μια γυναίκα κουνέλα που του έκανε παιδία. Τι να τον απασχολώ με τις σκοτούρες μου τώρα. Όμως εκείνος με αναγνώρισε όταν περνούσε δίπλα μου και με χαιρέτισε.
Τι υπέροχη ευτυχία, ήθελα να του πω τόσα πολλά, αυτή η ευχάριστη συγκυρία μας έφερε ξανά κοντά ύστερα από τόσα χρόνια, τόσο ανέλπιστα στην μέση ενός δρόμου όπου βάδιζα χαμένος. Αλλά εκείνος δεν έδειξε να εχει διαθεση για τιποτα σπουδαιο, απλά με ρώτησε:
«Τι κανείς;»
Κι εγώ του απάντησα
«Καλά, εσύ;»
Κι εκείνος μου είπε
«Μια χαρά. Βγήκες;»
«Ναι»
Εκείνος είπε: «Χαίρομε», και ύστερα έφυγε.
Τότε εγώ γύρισα και τον ρώτησα καθώς μου έστρεψε την πλάτη
«Ο Στράτος τι να κάνει;»
«Αυτοκτόνησε λίγο αφού βγήκε», και συμπλήρωσε, «Καλή τύχη». Και αυτό ήταν όλο.
Εμοιαζε πως ηθελε να ξεχασε. Κι εγω ηθελα να θυμηθω.

Έπλεα. Έπλεα, κατέρρεα και γκρεμιζόμουν. Ήμουν ένα ακυβέρνητο πλοίο που έπλεε σε πελάγη δυστυχίας. Ένα τρένο με ατελείωτα βαγόνια σκέψεων. Και χρειαζόταν να σκέφτομαι για να μην τρελαθώ, όμως οι σκέψεις με οδηγούσαν όλο και ποιο αναπόφευκτα και προοδευτικά στην τρελά. Έτσι αποφάσισα να κάψω ένα δέντρο εκείνο το βράδυ. Η φωτιά γέμιζε τα σώθηκα μου ευτυχία. Ήταν ένα υπέροχο θέαμα αν μη τι άλλο. Μια τόσο υπέροχη δαντελένια φλόγα και ο όμορφος ήχος της φωτιάς. Μια ανακουφιση απλωθηκε μεσα μου.
Από την επόμενη μέρα, κάθε πρωί στις έξι τραβούσα για την δουλεία. Ταχυδρομείο σου λέει. Αλλά ο κόσμος μου φάνταζε άδειος και κούφιος. Οι πλατιές ασφυχτικά γεμάτες και χαρουμενοι άνθρωποι που έδειναν στην αντίφαση της λύπης μου μια γεύση ακόμα πιο πικρή.
Από τον επόμενο μήνα πήρα άδεια από την δουλεία. Τους είπα πως αρρώστησα. Και είχε μια χιονοθύελλα, κανείς δεν ήθελε να δουλέψει. Δεν ήταν και τόσο έξυπνο αυτό. Μπορεί και να έβαζαν στο μάτι. Όμως δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Απλά έπεσα στο κρεβάτι μου και περίμενα να πεθάνω. Δεν ήξερα πως θα γινόταν αυτό, απλά ήθελα να το πάθω. Να βυθιστώ στα χοντρά παπλωματά. Τεμπέλης δεν ήμουν, αλλά δεν χωρούσαν στο μυαλό μου αλλά πράγματα εκτός από σκέψεις που δεν είχα κανέναν να μοιρασθώ.
Μου είχανε νοικιάσει ένα μηχανάκι για τις μεταφορές. Το βράδυ κάτι έπαθα και βγήκα έξω και το έκαψα. Ικανοποιήθηκα πάντως. Ένιωσα λιγάκι καλύτερα. Τους πήρα τηλέφωνο και τους είπα πως το έκαναν αλήτες. Μου απάντησαν πως δεν υπήρχε πρόβλημα, έπρεπε μόνον να κάνω μια δήλωση κάποιου λέει νόμου. Πήρα ένα χαρτί και ένα στυλό και άρχισα να συμπληρώνω. Όνομα, τάδε, επώνυμο, τάδε, και τα λοιπά. Και αφού το συμπλήρωσα άρχισα να το καίω με το τσιγάρο μου στην άκρη για πλάκα. Πως θα τους φαινόταν να τους πάω μια μισό καμένη δήλωση; Όχι και τοσο καλα. Οποτε την έκαψα ολόκληρη. Τελικά το ξανασκέφτηκα και δεν ήταν καλή ιδέα, και τους κατέθεσα την κόλα συμπληρωμένη.
Ακόμα δεν χωρούσε στο μυαλό μου πως η Κατερίνα ήτανε παντρεμένη και περίμενε παιδί. Αυτός ο άντρας της με είχε καταστρέψει. Είχε γκρεμίσει τα όνειρα μου για ζωή, αφού όλα θα κυλούσαν υπέροχα αν εκείνη ήταν μόνη της τώρα και με περίμενε.
Το περνώ απόφαση και βρίσκω το τηλέφωνο της στον κατάλογο. Από το τηλέφωνο της βρίσκω την διεύθυνση του σπιτιού της και κατασκηνώνω απ’ έξω για καμία βδομάδα. Κατά τύχη μάλιστα βρίσκω και τον άντρα της στο σούπερ Μάρκετ. Δεν μου φαινόταν και για σόι άνθρωπος. Σαν μαλάκας ήταν. Πιστεύω πως εγώ θα την έκανα περισσότερο ευτυχισμένη.
Τον παιρνω στο κατόπι και μαθαίνω την δουλεία του. Ασφαλιστής ήταν. Τη ανιαρό επάγγελμα. Κάθε μέρα μου λυγιόταν με το κουστούμι του στους δρόμους και πλήρωνε με ύφος μπλαζέ τους λογαριασμούς του. Όμως ένα βράδυ τον πλησιάζω μέσα σε ένα σκοτεινό στενό και του τραβάω μια με έναν λοστό στο σβέρκο. Τον πετάω μέσα σε έναν κάδο απορριμμάτων, τον βρέχω με μισό λίτρο βενζίνη και του βάζω φωτιά.
Αχ θεέ μου, πόσο χαρούμενος έγινα δεν περιγράφετε με μια λέξη. Απελευθερώθηκα. Ένα πρόβλημα λιγότερο. Τα πλαστικά οικιρικα και οι σακουλές βρωμούσανε βενζολιο. Βρε τον καημένο, τον ασφαλιστή, αλλά από το να είχα το πρόβλημα, προτιμούσα να το ‘χει αυτός.
Πως ήταν να είσαι δολοφόνος; Δεν με είχα για τέτοιον, κι όμως, επειδή είχα σκοτώσει κάποιον, έτσι θα ονομαζόμουν στο εξής. Κι επειδή ποτέ μου δεν μου άρεσε να κάνω μισοτελειωμένες δουλείες, σκόπευα να βγαλω από την μεση και την οικογενεια του Βαγγέλη. Αν ησύχαζε και από αυτά, θα αναζητούσε την γαληνή στους παλιούς του φίλους. Θα ανταλλάζαμε ξανά γεύματα.
Γέμισα ένα μπιτόνι βενζίνη με τα τελευταία μου λεφτά. Ήτανε αρκετό για να κάψω το σπίτι του. Όμως στο δρόμο συνάντησα μια φανταχτερή βιτρίνα. Η ώρα τρεις τα ξημερώματα της πέμπτης. Έφτιαξα μια αυτοσχέδια βόμβα με μηχανισμό μολότοφ και την πέταξα εκεί μέσα. Το τζαμί έσπασε και οι καλοντυμένες κούκλες που με κοιτούσαν νεκρικά, με αυτές τις άθλιες περούκες, γίνηκαν πιραναλομα του πυρός. Καταραμένες βιτρίνες, όλες γεμάτες ρούχα με ταμπελάκια και απρόσιτες τιμές, κι εγώ δεν είχα λεφτά να αγοράσω ρουχα για να γαμήσω κανένα γκομενακι. Υστερα χαθηκα γρήγορα στην νύχτα. Γραμμή για το σπίτι του Βαγγέλη χωρίς άλλη καθυστέρηση πριν με εντοπίσουν. Όμως σαν να μην ήθελε ο θεός να μου επιτρεψει να φερω εις περας το εργο μου, μέσα σε κάποιο σκοτεινό στενό βλέπω μπροστά μου ένα πανάκριβο αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάτω από ένα πανέμορφο σπίτι με πανύψηλα δέντρα. Στα γρήγορα λοιπόν το καίω κι αυτό, και σαν ο συναγερμός αρχίζει να ηχεί εξαφανίζομε.
Βροχή έρχεται από ψηλά. Από μια κομμένη γεωδεσιακη λωρίδες νερού πλημμυρίζουν τους δρόμους. Στέκομαι στο ανάστημα μου και συλλογίζομαι. Είχα ακόμα μισό μπιτόνι βενζίνη. Αρκετό για να κάψω το σπίτι του Βαγγέλη και την οικογένεια του. Όμως αποφασίζω να κάνω και κάτι για τους φτωχούς και εξαθλιωμένους και όχι για τον εαυτό μου. Δυο ταλαίπωροι ζητιάνοι κοιμούνται σε ένα παγκάκι παρέα με μια κιθάρα. Δεν μπορούσα να τους αφήσω έτσι να υποφέρουνε. Και μακάρι να ήμουν ικανός να τους προσφέρω έναν πιο γρήγορο θάνατο. Να τους πνίξω ή να τους μαχαιρώσω, μα δεν τα κατάφερνα καλά σε αυτά. Ήξερα μονάχα να καίω. Καημένοι ζητιάνοι. Κάθε βράδυ ήμουνα βέβαιος πως θα αποζητούσαν τον γρήγορο θάνατο και δεν είχαν το κουράγιο να το πράξουν από μόνοι τους. Φυτοζωούσαν στα περιθωριακά σκοτάδια της πολλής και ένα θλιβερό ένστικτο αυτοσυντήρησης τους συγκρατούσε ζωντανούς σαν μικρά σιχαμερά σκουληκια. Τους άκουσα να ουρλιάζουν με μια αγαλλίαση που σίγουρα κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί έχτος από εμένα, έναν εξίσου κατατρεχμενο άνθρωπο που ζούσε στην καταδίκη της ημί-ζωής.
Είχα κάνει την επιλογή μου και πίστευα πως ήτανε η ηθικά σωστή. Με δυο σταλιες βενζίνης δεν έφτανε να κάψεις σωστά ένα σπίτι. Όμως χαλάλι, για εκείνους τους ανθρώπους, το άξιζαν.

Γυρνούσα ξημερώματα χωρίς να ξέρω που πατώ. Σαν μεθυσμένος που συνέρχεται την χειρότερη στιγμή. Η ακόμα χειρότερα, σαν μεθυσμένος που παραμένει μεθυσμένος, μα πρέπει να συμπεριφερθεί σαν νηφάλιος. Και τα καταφέρνει, μα μέσα του παραμένει αφηνιασμένος και ενθουσιασμένος περιμένοντας την νύχτα, για να αφεθεί ξανά στην επίδραση του ποτού χωρίς ενδοιασμούς και αναστολές. Το προηγουμενο βραδυ είχα το άλλοθι της σκοτο δίνης που περιστρέφονταν στο μυαλό μου, σαν μικρή νεράιδα που με το ραβδάκι της έκανε κάθε επιθυμία της στο άβουλο σώμα μου διαταγή. Όμως απόψε χρειαζότανε να πάρω νηφάλιες αποφάσεις.
Κι εκεί που το τέλος έμοιαζε τόσο κοντά. Το τέλος ή ένα σημείο άγνωστο, από το οποίο αν περνούσα ποτέ δεν θα μπορούσα ξανά να επιστρέψω πίσω, συμβαίνει το αναπάντεχο της μοίρας. Είχα κερδίσει στο λαχείο. Βρίσκω μια επιστολή στο γραμματοκιβώτιο μου, που εμπιστευτικά με καλούσε να παραλάβω τα χρήματα και να τα αποταμιεύσω στην τράπεζα που μου πρότεινε. Και από μερικά τρύπια κέρματα βρίσκομε με μια περιούσια στην τσέπη.
Καθόμουνα και με κοιτούσα στις γυαλιστερές επιφανείς της πόλης. Τα τζαμιά, τους καθρέφτες, τις βιτρίνες και τα αντικατροπτισματα της βροχής. Ένας ηλίθιος με βαλίτσα γεμάτη εκατομμύρια. Ένας δολοφόνος τρελός που επέστρεφε σπίτι του με δεμάτια λεφτά.
Καθόμουν και χάζευα το προφίλ μου από έμπειρους αναλυτές στην τηλεόραση. Μια μαύρη φωτογραφία με ένα ερωτηματικό, με υφή παζλ, και κάθε φορά που ένας εγκληματολόγος έδινε ένα στοιχείο, ένα μικρό τετραγωνάκι φωτιζόταν με χρώμα. Κάποιος υπέθεσε πως έπρεπε να ήμουν σχιζοφρενής, και αμέσως ένα κίτρινο λαμπάκι φωτησε το μάτι μου. Μετά κάποιος άλλος πως είμαι πυρομανής, και ένα κόκκινο να σου αμέσως στο μετωπο μου.
Όμως δεν ήμουνα τρελός. Ήθελα να τους πω πως κάποτε ήμουν κι εγώ παιδί και οι γονείς μου μου διάβαζαν παραμυθία. Πως είχα καταφέρει να τελειώσω και ένα μεγάλο βιβλίο κάποτε, τον τομ σογιερ, και η μητέρα μου με χάιδεψε στο μέτωπο και μου είπε μπράβο. Μια άλλη φορά μάλιστα, ο δάσκαλος είχε πει στον πατέρα μου πως ήμουν από τα έξυπνα παιδία. Και πόσο περήφανος είχα νιώσει τότε. Δεν ήμουν ένας από όλους, άνηκα σε μια άλλη κατηγόρια μαθητών, στους έξυπνους. Σε κάθε μάθημα έπαιρνα ύφος πως καταλάβαινα τα πάντα γρήγορα. Και πόσο περήφανοι ήταν οι δικοί μου, το θυμάμαι πολύ καλά. Καμάρωναν σαν γύφτικο σκερπανι και το συζητούσαν διαρκώς στο τραπέζι.
Και να που τώρα ήμουνα εδώ. Περιμένοντας να με συλλάβουν, με μια δερμάτινη βαλίτσα χρήματα. Μήπως ήτανε ονειρο αυτό που ζούσα; Μήπως θα ξυπνούσα; Ακόμα πίστευα πως ήμουνα καλά. Πως δεν ήμουνα τρελός. Ο καλύτερος μαθητής στην τάξη μου. Αν όλα όσα βίωνα ήταν εφιάλτης, το πρωί σίγουρα θα ένιωθα περίφημα. Δεν θα ήθελα να κάνω κανένα έγκλημα ή να βάλω οποιαδήποτε φωτιά. Θα έπινα τον καφέ μου, θα έκανα ερωτά στην γυναίκα μου, θα πίεζα τα παιδία μου να πιούνε το γάλα τους και θα πήγαινα στην δουλεία μου.
Δυο σπιθαμές βενζίνη μου απέμεναν. Τι θα μπορούσα να κάνω με αυτές; Να κάψω τον εαυτό μου; Ίσως και να ήτανε η μόνη λύση. Ίσως να έκαιγα τους αστυνομικούς. Ή να έπαιρνα τα λεφτά γρήγορα και να πήγαινα κάπου μακριά. Σίγουρα προλάβαινα. Αλλά έπρεπε να πάρω μια απόφαση. Ήτανε αυτές οι σπιθαμές η τελευταία σφαίρα στο περίστροφο, στην ρωσική ρουλέτα που έπαιζα. Και που να πάρει ο διάολος, έπρεπε να γίνει σωστά, να γίνει δίκαια. Και αυτά τα κωλόχαρτα μπροστά μου τι νόημα είχανε; Γιατί να μην τα κάψω και αυτά; Να κάψω και τον εαυτό μου. Να τα κάψω όλα, το σπίτι μου, τα πάντα.
Αναποδογύρισα όλη τη βαλίτσα με τα χρήματα και βούτηξα μια κουβέρτα στο μπιτόνι. Θα καιγόμουν εκεί μαζί τους. Το τελευταίο κεφαλαίο. Ήταν ο επίλογος. Ένα ατελείωτο ντελίριο ηδονής. Οι σκέψεις περνούσαν και έφευγαν από το μυαλό μου σαν αποδημητικά πουλια που κρύβουν το φως της καθαρής σκέψης.
Πριν πεθάνω κοιτούσα με ένα αίσθημα γλυκόπικρο εκείνα τα μικρά χαρτάκια τεραστίας άξιας να καίγονται αστραπιαία μαζί με τους τοίχους, τι κουρτίνες, τα φτηνά μου έπιπλα και τις λιγοστές οικογενειακές φωτογραφίες που είχα κρατήσει από το ίδρυμα. Δεν υπήρχε επιστροφή. Και σαν να βουτάς συνειδητά στο κενό με το αμάξι σου και λίγο πριν την συντριβή να μετανιώνεις, μια μικρή απελπισία με σκόρπισε ανήμπορο. Δεν υπήρχε γυρισμός. Φωτιές με τύλιγαν και ένιωθα το δέρμα μου να σκάει. Τα μαλλιά μου είχαν αρπάξει φωτιά και ένιωσα τα χαραχτηριστικα του προσώπου μου να αλλοιώνονται από την θερμότητα. Τα μάτια μου έσταζαν ένα περίεργο υγρό, μα δεν είχα την θέληση να αντιδράσω. Ώσπου η τελευταία μου πνοή έφυγε από το σώμα και την κοίταξα να πλανιέται μέσα στους καπνούς. Έτσι απόμεινα κοιτώντας την, την τελευταία μου πνοή που απομακρύνονταν. Και η ψυχή φτερούγισε επιτέλους μακριά. Και πέθανα. Εγώ. Το κάποτε μικρό παιδί. Μονάχος. Και αισθάνθηκα την υπέροχη αγαλλίαση του θανάτου ολόγυρα μου. Ήμουνα επιτέλους νεκρός. Ήτανε ωραία, ναι, ωραία να είσαι άψυχος. Νεκρός και ευτυχισμένος κειτόμουν εκεί, ενώ η ασφάλεια βρήκε κάποια στιγμή το πτώμα μου απανθρακωμένο και το κοίταξε με αποτροπιασμό. Κάποιος με κουβάλησε σε ένα όχημα, με τοποθέτησε με προσοχή σε ένα όμορφο φέρετρο και με έθαψε ρηχά κάτω από το χώμα. Και δροσερό αεράκι δρόσιζε τον τάφο μου τα βράδια κάθε άνοιξης, λεπτή βροχή κάθε χειμώνα. Επιτέλους, ήμουν ευτυχισμένος. Ήμουν νεκρός, ήσυχος και μόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου