Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Όσα δεν έγιναν ποτέ

Τελευταία έχω κάποια νεύρα και δεν μπορώ να ηρεμίσω - σκέφτομαι να κάνω κακό σε κάποιον ή στον εαυτό μου.
Τα βράδια βασανίζομαι από αϋπνίες που δεν μπορώ να αποφύγω, κυριεύομαι από υπερένταση που με αποσπά από τη δουλεία μου και συχνά νιώθω απαξίωση που με προκαλεί να σιχαθώ τα πάντα, μαζί και τον εαυτο μου.
Δεν είναι ότι έχω κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα, όχι, είμαι ένας κοινός άνθρωπος, πιστεύω λίγο εξυπνότερος από τον μέσο όρο και αυτό με κάνει να καταλαβαίνω πράγματα που κάποιοι αγνοούν για να ενδιαφέρονται.
Κανείς από όσους με γνωρίζουν δεν θα έλεγε ότι έχω ψυχολογικά προβλήματα, είναι απλά ότι έχω ορισμένες αρχές τις οποίες δεν προδίδω και ότι εξοργίζομαι υπερβολικά με την αγένεια και την αγνωμοσύνη.
Για το μοναδικό που κάποιος μπορεί να με κατηγορήσει είναι γιατί είμαι νευρικός, απότομος ίσως κάποιες στιγμές, και όταν είσαι νευρικός τα ελαττώματα σου διαγράφονται εντονότερα από ότι αληθινά είναι. Εάν κι αυτό διορθωθεί, δεν θα υπάρχει άλλο ψεγάδι στον τέλειο χαραχτήρα μου, αλλά νομίζω είναι ωραιότερο κανείς να μην είναι άψογος στην συμπεριφορά του προς τους άλλους.
Μέσα μου πολλές φορές ξυπνούν αναβρασμοί τους οποίους πολεμώ με τον εαυτό μου και σε καμία περίπτωση, προς θεού, δεν αφήνω να εκτονωθούν. Δεν είναι φυσικά κάτι σπουδαίο, είναι κοινοί προβληματισμοί που σε όλους μας υπάρχουν, είναι πράματα απλά• είναι σαν περπατώ, να σιχαίνομαι υπερβολικά τα βρώμικα πεζοδρομία με τους νερόλακκους που λεκιάζουν το καινούργιο μου ζευγάρι μπότες, τους πλασιέ που κάθε λίγο εμφανίζονται μπροστά μου ορθώνοντας το χέρι τους ώστε να μην μπορώ να προχωρήσω εάν δεν τους σπρώξω, αναγκάζοντας με να τραβήξω ένα από τα διαφημιστικά τους, εκεινους που καθονται διπλα μου στο μετρό και με υποκριτικο τροπο κλεφτα κοιτουν στην εφημεριδα που διαβάζω, τους ανεμιστήρες των κλιματιστικών που ανά πάσα στιγμή είναι πιθανό να στάξουν επάνω στο πουκάμισο μου, την προτεραιότητα των παίζων στους δρόμους που κανένας πια δεν σέβεται, τα παραφορτωμένα περίπτερα που καταλαμβάνουν ολόκληρο το πεζοδρόμιο, γεμισμένα με αλογόκριτη πορνογραφία που αγγίζει τα όρια της ανωμαλίας κι όμως βρίσκετε εκεί να την κοιτούν στο πρώτο άτυχες βλέμμα γιαγιάδες με ντροπή και παιδάκια με απορία και πάντα κάποιοι που προσποιούνται πως διαβάζουν τους τίτλους των πολιτικών εφημερίδων.

Εργάζομαι ως πωλητής σε γνωστή πολυεθνική βιομηχανία επίπλων, σε κεντρικό εμπορικό• έχω μέτριο μισθό και μικρό γραφείο. Ο πατέρας μου δεν είναι ευχαριστημένος από το επάγγελμα μου, το μικρό γραφείο και τον μέτριο μισθό μου και είναι φανερό πως προσπαθεί να μην διαδίδει την εργασία μου. Όταν κάποιος τον ρωτά, εκείνος άπαντα απρόθυμα ή αλλάζει θέμα. Συχνά νιώθω τύψεις που δεν κατάφερα να εκπληρώσω τις προσδοκίες του πατέρα μου.
Τα γραφεία της δουλείας είναι μικρά τετράγωνα χωρίσματα μεταξύ προκατ με ένα λιτό έπιπλο και τη λογιστική μηχανή, όλα όμοια μεταξύ τους εκτός από ένα• εκείνο του επιτηρητή του κλάδου. Στον επιτηρητή ανήκουν μερικές ακόμη ανούσιες δικαιοδοσίες: να ελέγχει στο τέλος κάθε μήνα τα λογιστικά, να συγκρίνει τις πωλήσεις των υπάλληλων και να εισηγείται λύσεις εάν ο κλάδος του έχει μειωμένα κέρδη. Γι αυτό και αμείβετε με ένα μικρό επιπλέον πόσο, περίπου δεκαοχτώ τα εκατό υψηλότερο από αυτό ενός απλού πωλητή όπως εγώ.
Στον δικό μου κλάδο επιτηρητής είναι ο γείτονας μου, παλιός συμμαθητής και κάποιο διαστημα καλος μου φίλος. Πλέον η σχέση μας περιορίζετε σε τυπικές ευχές και χειραψίες και συζητήσεις για αθλητικά θέματα.
Η διάφορα των μισθών μας είναι αντικειμενικά ελάχιστη, όμως, έστω κι αν ποτέ δεν του το αποκάλυψα όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόμαστε μαζί, τον φθονώ που κερδίζει αυτά τα λίγα χρήματα παραπάνω από εμένα.
Ίσως να μην με ενοχλούσε εάν αμειβόταν πράγματι αδρά, εάν ήταν πολύ πιο ευκατάστατος, όμως είναι αυτές οι μικρές διάφορες τόσα τώρα χρόνια που με βασανίζουν: να έχει ένα αμάξι λίγο καλύτερο του δικού μου, πολύ λίγο, σχεδόν δεκαοκτώ τα εκατό ακριβότερο, ένα σπιτι κατά ελάχιστα μεγαλύτερο, κατά μόνον ένα δωμάτιο, να πηγαίνει πάντοτε διακοπές σε κατά μια ιδέα εξωτικότερα θέρετρα από εκείνα που έχω επιλέξει και να μένει πάντοτε έναν όροφο πιο πάνω στο ξενοδοχείο από μένα, ένα δωμάτιο περίπου δεκαοκτώ τα εκατό πιο ακριβό.
Και όχι, δεν θα με ένοιαζε εάν είχε βίλα στην Εκάλη ή εάν μπορούσε να συντηρεί ντουζίνες αυτοκίνητα, εάν είχε δικό του γιοτ για διακοπές, όμως αυτές οι ελάχιστες διάφορες με κάνουν να οργίζομαι, έτσι που σε όλα μου φαίνετε πως είναι κατά λίγο καλύτερος μου. Μέχρι που και τη γυναίκα μου, την υπολόγιζα περίπου στο δεκαοκτώ τα εκατό ασχημότερη από την δική του και τα παιδία μου, δεκαοκτώ τα εκατό λιγότερο ικανά από τα δικά του όταν συνέκρινα την ευστροφία τους, παρακολουθωντας τα να παιζουνε μαζι καποιο παιχνίδι.

Κάθε μεσημέρι επιστρέφω από την εργασία μου με την δημόσια συγκοινωνία προσπαθώντας να αποφύγω την κίνηση στους δρόμους της Αθηνας και να κάνω οικονομία στην τιμή της βενζίνης. Και κάθε μεσημέρι διασχίζω τα ίδια βρώμικα στενά όπου οι καθαριστές του δήμου πάντοτε απεργούν και παρατηρώ τα ίδια γκράφιτι να αλλάζουν αργά μορφή στους τοίχους.
Λίγο παραέξω η πόλη τρέχει με την ιλιγγιώδη ταχύτητα που επιταχύνετε ολοένα περισσότερο από τα νευρικά ηχισματα της κόρνας και των φαναριών και των στιγμιαίων γευμάτων και των βιαστικών περαστικών που κοιτούν αστραπιαία τα πολύχρωμα ρούχα στις βιτρίνες στην προσπάθεια τους να διαφέρουν έστω και λίγο από τους υπόλοιπους και, ω θεέ μου, πράγματι διαφέρουν όλοι τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τους κάνει εξίσου αξιολύπητους και πληκτικούς. Και θα ‘λεγες, πως όλη αυτή η ταχύτητα δεν οδηγεί απόλυτους πουθενά, και όλα παραμένουν σαν στάσιμα λιμνάζουσα νερά που ανακατεύονται χωρίς να χύνονται πουθενά και χωρίς να ανανεώνονται από κάπου.
Κάθε μεσημέρι έχω την ευκαιρία να βλέπω ξανά και ξανά τα ίδια ακριβώς πράματα με διαφορετική μορφή, σαν να κοιτώ τους ίδιους ηθοποιούς σε άλλους ρόλους και τους ίδιους ρόλους με άλλους ηθοποιούς, και δεν έχει κανένα μα κανένα ενδιαφέρον αυτό.
Η διαδρομή μου σπιτι είναι ένα μοντάζ παρομοίων γεγονότων που κάνει την ζωή μου να φαντάζει μια επαναλαμβανόμενη μαγνητοταινία, κάθε μέρα όλο και πιο πληκτική από την συνεχή της επανάληψη: το μεσημέρι το λεωφορείο να ασφυκτιά από γυμνασιόπαιδα που γυρίζουν σπιτι απ’ το σχόλασμα: μια παρέα νεαρών όπου ένα άσχημο αγοράκι προσπαθεί εντελώς μάταια να τραβήξει την προσοχή μιας ωραίας κοπέλας από τα μάτια του εμφανώς ομορφότερου φίλου του, άσκοπες συζητήσεις μικροαστικής πονηριάς, βρωμα μεσα στον ηλεκτρικό και κάποιος καλοντυμένος και ατσαλάκωτος εποιχηριματίας, ένοικος μιας ανώτερης τάξης πολιτών, να στέκετε εντελώς άνυδρος μες στο κατακαλόκαιρο και με το κούτελο του στεγνό να κοιτά, σίγουρα έτσι κοιτά πίσω από του χόντρους μαύρους καθρέφτες του, αλαζονικά όλους εμάς τους κοινούς θνητούς να εκτοπιζόμαστε τρομαγμένοι ολόγυρα του. Ενώ τέλος, το χειρότερο από όλα, ανεβαίνοντας το στενό του σπιτιού μου να ακούω τους ψίθυρους της γειτονίας να με συζητούν μόλις γυρίζω την πλάτη μου: δεν ήταν πως ήμουν κάποιος πετυχημένος, κάποιος που αποτελουσε το καλο παράδειγμα στην γειτονια, σίγουρα μόνο περιφρονητικά σχολεία θα μπορούσαν να κάνουν για εμένα και δεν ήθελα, ντρεπόμουν, τοσο πολύ ντρεπομουν.
Ω, ο καημένος μου αδύναμος εαυτός, εκείνος με τα καχεκτικά κοκάλα και το αποστεωμένο πρόσωπο, εκείνος με τα σπαστά μαλλιά και με τους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, εκείνος που τώρα ήμουνα εγώ. Ο ίδιος ο δραστήριος έφηβος και ο χαρούμενος πιτσιρικάς σε όλες τις μαθητικές φωτογραφίες, σήμερα ένα σάπιο σώμα. Γύρω από την παιδική ανάμνηση τωρα χτισμένη μια νεκροφόρα ίσα-ίσα ικανή να μεταφέρει το αποσυντεθημένο κουφάρι από το σπιτι στην δουλεία και από την δουλεία στο σπιτι.
Ποιος να πιστέψει ότι αυτό το αναιμικό σώμα κουβαλούσε μέσα του την ίδια ψυχή με εκείνην στην αμετακίνητη παιδική φωτογραφία, που η μητέρα είχε τοποθετήσει ίσως πριν από τριάντα χρόνια επάνω στο κομοδίνο της: το χαρούμενο οκτάχρονο αγόρι που χαμογελούσε σε ένα λιβάδι κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια που του χαν δώσει για να το φωτογραφήσουν.

Προχτές, μέρα Μαϊου, γυρνούσα σπιτι απ την δουλεία με μεγάλη ευφορία. Αναλογιζόμουν ότι παιδικές φωτογραφίες μου υπάρχον παρά μόνον ελάχιστες στο σπιτι. Είχα έναν φόβο πως εάν και αυτές χάνονταν, άλλη απόδειξη δεν θα βρισκόταν πως υπήρξα κάποτε παιδί. Σκόπευα μόλις έφτανα να παραπονεθώ σοβαρά στην μητέρα μου που δεν είχε φροντίσει να με τραβήξει αρκετές, ώστε ποτέ να μην υπάρξει ο κίνδυνος όλες τους να χαθούν.
Κατέβηκα από την συγκοινωνία και κατευθυνόμουν προς το σπιτι. Στο λεωφόρο, συναντήθηκα με τον παλιό μου φίλο, γείτονα και πλέον επιτηρητή της εργασίας μου. Παρόλο, στον δρόμο ποτέ δεν περπατούσαμε μαζί. Ήτανε τόσο εμφανώς αδιάφορος χαραχτήρας που δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε για περισσότερο από ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η συντροφιά του ήταν αφόρητα πληκτική και δεν άντεχα να προσποιούμαι ότι ξαφνικά έβρισκα τόσο μεγάλο ενδιαφέρον στα αθλητικά και στον μηχανοκίνητο αθλητισμό ή στα υπόλοιπα ανούσια θέματα που τον απασχολούσαν, ώστε να ανοίξω συζήτηση μαζί του.
Έτσι εγώ προπορευόμουν και εκείνος ακολουθούσε με λίγα μέτρα διαφορά, ενώ μέσα μου τον χλεύαζα για την ολοκληρωτική ρυχητιτα του χαραχτήρα του, και παράλληλα ήμουν βέβαιος πως και εκείνος, όταν θα βρίσκονταν με την δική του παρέα, όπου θα είχαν όμοια ενδιαφέροντα, θα με λοιδορούσε με τον χειρότερο τρόπο για τις μηδενικές μου μηχανικές και ποδοσφαιρικές γνώσεις, και θα πίστευε κι αυτός μα και η παρέα του, πως ήσαν πολύ εξυπνότεροι μου επειδή γνώριζαν αυτά, ενώ θα ήταν βέβαιοι πως η εφυια μου δεν μου επέτρεπε να καταλαβαίνω τον χλευασμό τους.
Όμως εγώ δεν ήμουν χαζός, διαισθανόμουν τα ειρωνικά του σχόλια και αντιλαμβανόμουν τα συνθηματικά νοήματα που έγνεφε στους φίλους του όταν με συναντούσανε τυχαία στον δρόμο, υποδικτικα για κάποια σαρκαστική συζήτηση που είχε προηγηθεί για το όνομα μου.
Έτσι τον μισούσα, και έτριζα τα δόντια σκεφτόμενος όλα αυτά και κάθε ημέρα ζητούσα απελπιστικά να τον ταπεινώσω και να του αποδείξω πως ήμουν κατά πολύ ανώτερος του.
Άκουγα πάλι πίσω μου εκείνο το μεσημεράκι το βήμα του να επιταχύνει και να με πλησιάζει και έτσι άνοιγα και εγώ το δικό μου, ώστε να μην του επιτρέψω με περάσει, γιατί ήμουν βέβαιος πως δεν ήταν ο σκοπός της επιτάχυνσης του να επισπεύσει την άφιξη του σπιτι, αλλά να με προσπεράσει για να μου απόδειξη γι ακόμη μια φορά την ανωτερότητα του. Και προχωρούσα όλο γρηγορότερα, αλλά και πάλι άκουγα το βήμα του να ζυγώνει, και προσπαθούσα με τη σειρά μου να μην του επιτρεψω να με προσπεράσει, επιταχύνοντας όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να τρέξω ώστε να τον αφήσω να υποπτεθεί πως είχα καταλάβει την πρόθεση που σίγουρα είχε.
Αλλά λίγο παρακάτω, ένα παρκαρισμένο φορτηγό υπήρχε στη μεριά του δρόμου όπου βαδίζαμε, και έπρεπε υποχρεωτικά να παρακάμψω. Έτσι επέλεξα να κατευθυνθώ στο στενό άνοιγμα που υπήρχε ανάμεσα στο φορτηγό και σε έναν πέτρινο φράχτη παραδίπλα, ενώ εκείνος κατευθύνθηκε εξωτερικά της αμάξης, ρισκάροντας να διάσχιση παράλληλα τον πολυσύχναστο δρόμο. Αυτό ήταν και το λάθος μου, γιατί όταν ξεσφήνωσα λερωμένος από τους σοβάδες του τοίχου και το σώμα του φορτηγού, τον είδα να προχωρά δήθεν αμέριμνος εμπρός μου, ενω ημουν βεβαιος πως εντωμεταξύ είχε τρέξει• σίγουρα είχε τρέξει, αλλιώς δεν εξηγούνταν η απόσταση που εντελώς αιφνίδια σε αυτό το τυφλό σημείο ειχε κερδίσει.
Έτσι βγήκα χαμένος και πάλι, έστω και σε κάτι που κι οι δυο μας θα προσποιούμασταν πως ποτέ δεν είχε συμβεί και σε οποίον και αν έλεγα δεν θα με πίστευε• όμως ναι, κι όμως ναι, έτσι ήταν, είχε τρέξει.

Τον κοίταζα να απομακρύνετε στο βάθος μέσα στις σκόνες των χαλικιών και του αέρα, με εκείνη την φαρδιά δερμάτινη τσάντα στο ωμό, εκείνη την επαγγελματική τσάντα, και πόσο τον φθονούσα που εγώ δεν μπορούσα, δεν χρειαζόμουν σαν κι αυτόν, να έχω μια τέτοια δερμάτινη τσάντα για να τοποθετώ μέσα της τα λογιστικά και τα σημαντικά έγγραφα της δουλείας μου. Όμως αυτός την είχε περασμένη σταυρωτά γύρω από το πουκάμισο του και την ταλάντευε επιδεικτικά, και σίγουρα καυχιόταν που μπορούσε να διαθέτει μια τέτοια τσάντα. Του χρειαζόταν αλώστε, ώστε να αποθηκεύει σε αυτήν τα απαραίτητα έγγραφα της δουλείας του.
Κι όμως, ήταν και αυτό κάτι που κάποιος θα το θεωρούσε ανόητο εάν του το εκμυστηρευόμουν και θα με έπαιρνε για τρελό, όμως βλέποντας τον ήμουν βέβαιος πως έτσι αυτός σκεφτόταν και επιδείκνυε υπερβολικά την επαγγελματική του τσάντα μόνο και μόνο για να με ταπεινώσει, γιατί εγώ δεν θα μπορούσα να έχω μια τέτοια τσάντα, γιατί δεν θα έπαιρνα ποτέ την θέση του στο γραφείο.
Έτσι τόσο αιφνίδια η καλή μου διάθεση καταστράφηκε, και θα έλεγες μαζί της έκανε το ίδιο και ο λαμπερός καιρός, γιατί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σύννεφα που λίγο πριν δεν υπήρχαν πουθενά σκέπασαν τον ουρανό, ενώ μια λεπτή, αδύναμη ψιχάλα άρχισε να στάζει ασθενικά.
Ήταν πράγματι αλήθεια όλα αυτά. Ήταν πράγματα που κανείς άλλος εκτός από εμένα δεν ήταν αρκετά προσεχτικός να παρατηρεί, που κανείς δεν πίστευε όταν τα έκανε πως θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος αρκετά έξυπνος για να τα αποδικοποιησει: όμως εγώ το έκανα, το έκανα γιατί ετούτα ήταν η μετάφραση του ευαίσθητου ειδικού βάρους της ιδιωτικής συμπεριφοράς των ανθρώπων προς τους γύρω τους και εν προκείμενο στο πρόσωπο μου.
Σκεφτόμουν όλα αυτά, τις μικρές απαρατήρητες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, μην μπορώντας να συνειδητοποιήσω πως είναι δυνατόν τόσο εύκολα όλοι να τις παραβλέπουνε κι όμως αυτές να ‘ναι τόσο έκδηλες, τόσο διάχυτες παντού μες στην ζωή μου.
Γιατί δεν υπήρχε τίποτα ποιο σιχαμερό για εμένα από το ψεύτικο χαμόγελο στα χείλι ενός πωλητή: στα εμπορικά, στους σερβιτόρους στα ακριβά εστιάτορα, στους ταμίες των ξενόφερτων φαστφουντάδικων και των πολυκινηματογραφων: μαζί με τα ρέστα και τα πακέτα φαγητού σου προσέφεραν πάντοτε και την συσκευασία που συμπεριλάμβανε ένα τυποποιημένο «ευχαριστώ» και ένα χαμόγελο που έδειχνε πλέον τόσο υποκριτικό και εκπορνευόμενο από τις δεκάδες επαναλήψεις σε κάθε από τις δεκάδες γραμμές ουρών, που η κίνηση των χειλιών έμοιαζε στα πρόσωπα τους με αβάσταχτη οδύνη.
Ποιος δεν θα γελούσε μαζί μου εάν γνώριζε ότι ειλικρινά λυπόμουν αυτούς τους ανθρώπους, διότι αφού με εξυπηρετούσαν θα χρειαζόταν για πολλοστή φορά να τεντώσουν βασανιστικά τα χείλι τους προς στο μέρος μου. Και πως άραγε εκείνοι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν ξανά ένα θερμό ευχαριστώ όταν θα το είχαν πραγματικά ανάγκη; Με ποιον τρόπο θα κατάφερναν στις ιδιωτικές τους στιγμές να αποτάξουν από το πρόσωπο τους αυτό το μειδιαστικο χαμόγελο; Θα παρέμεναν πάντοτε οι άνθρωποι που έλεγαν: «σας ευχαριστώ».

Στον ηλεκτρικό, τι ποιο περίεργο θέαμα από τον σιωπηλό πόλεμο των θέσεων. Νέοι, γέροι, κύριες και κύριοι, σοβαροί και επαγγελματίες, να στρίβουνε γρήγορα τις μικρές κόρες των ματιών τους ποτέ δεξιά, ποτέ αριστερά, καρτερώντας το θήραμα που θα άφηνε το κάθισμα του. Άλλοι διάλεγαν εξαρχής επιβάτη, κάποιον ίσως που κοιτούσε διαρκώς κι επίμωνα το ρόλοι του και έδειχνε ανήσυχος, έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να κατεβεί, και προετοιμάζονταν να χιμήξουν στο μέρος του αμέσως μόλις εγκατέλειπε το κάθισμα του. Προσεχτικοί πάντα, δεν επέτρεπαν να φανεί η αγωνιά τους, αλλά η ετοιμότητα τους προδίδονταν από την απρόσμενη επιτάχυνση τους αμέσως μόλις ο στόχος τους εγκατέλειπε τη θεση του.
Πολλές φορές ορμούσαν όλοι μαζί ταυτόχρονα, και ενώ μόλις λίγο πριν έδειχναν τόσο αμέριμνοι και τυπικοί επιβάτες, με μια κίνηση αστραπή κατευθύνονταν προς την κενή θέση και συγκρούονταν και έχαναν τα πράματα τους απ’ τα χέρια.
Φαίνονταν όλοι τους τόσο αστείοι.
Εάν πάλι οι θέσεις στο βαγόνι ήταν επαρκείς για όλους, ξυπνούσε ένας άλλος, ακόμη πιο υποχθόνιος και αμαρτύρητος πόλεμος: εκείνος της διεκδίκησης του χώρου.
Πρώτα κάποιος άπλωνε δήθεν αδιάφορα το ένα του πόδι και με ένα ελαφρό σπρώξιμο εκτόπιζε τον άλλο προς τα έξω. Για απάντηση, έπειτα από λίγο, ο δίπλανος θα πραγματοποιούσε μια ελλειπτική κίνηση του κορμού του, σαν να βίδωνε τον κολο του στο κάθισμα, συνήθως ακολουθούμενη από έναν χαμηλόφωνο αναστεναγμό, και έτσι κέρδιζε πίσω λίγο απ το χώρο του.
Όμως, αν κάποιος ήταν πραγματικά έξυπνος, τότε χρησιμοποιούσε το άλλοθι του ύπνου, την κορυφαία τεχνική: άφηνε απλώς ένα βαθύ χασμουρητό και παραληρούσε ελευθέρα όλο του το κορμί - το μέγιστο άλλοθι. Φαντασθείτε μόνον εάν εκείνος που μοιράζονταν τη θέση προσπαθούσε να τον ξυπνήσει για να συμμαζέψει τα σκόρπια του μέλι τι είχε να ακούσει: για τα σκληρά ξενύχτια, τις πρωινές βάρδιες στο εργοστάσιο, την μειωμένη παραγωγή που απειλούσε την θέση του στην επιχείριση, τους χρωστούμενους μισθούς. Ποιος θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο; Απλά κανείς, η αγανάχτηση του διπλανού θα τον έκανε να φανεί ένας καλοβολεμενος άγνωμον στα μάτια των υπόλοιπων επιβατών και θα γινόταν αμέσως ρεζίλι.
Μόνον εγώ ήμουν βέβαιος πως αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, όλοι βαθιά θα ήξεραν αλλά δεν θα ήθελαν να παραδεχτούν ή θα το θεωρούσαν μόνον μια υπόθεση στα πλαίσια της δικής τους ασυνήθιστης φαντασίας, πως αυτός ο αμαρτύρητος πόλεμος του χώρου πραγματικά υπήρχε. Ήταν μια σκέψη που κανείς ποτέ δεν θα μοιράζονταν και ήταν όλα εκείνα όσα δεν θα ειπονωνταν ποτέ.

Όλοι οι άντρες γνώριζαν ότι τα βράδια μύριζαν τις πορδές τους κάτω απ’ τα σκεπάσματα, όμως ήτανε κάτι που κανείς τους δεν το παραδεχόταν, ούτε καν στις μεταξύ τους συζητήσεις. Επίσης όλοι οι άντρες γνώριζαν ότι κάθε μέρα αυνανίζονταν με χυδαίες φαντασιώσεις, όσο σπουδαιοι, ευγενικοί, όσο τζέντλεμαν και εάν ήταν, όλοι τους το έκαναν, ασχέτως εάν ποτέ δεν θα τους άκουγες να μιλούν γι αυτό. Ηταν κατι που το γνωριζα, ημουνα βεβαιος, ακομη και για εκεινον εκει τον ασκιτικο ιερεα, όμως ολοι επειλεγαν πραγματα σαν κι αυτά να τα αγνοουν και απλα να προσποιούντε.
Μόνον λίγο πριν την εφηβεία, συζητήσεις σαν και αυτές λάμβαναν συχνά χώρα στα μαθητικά πηγαδάκια των σχολικών προαυλίων. Σύντομα όμως γίνονταν ταμπού και κλείνονταν στα ενδόμυχα κιτάπια της ψυχής, και εντελώς ξαφνικά κανείς δεν ήθελε πια να τα συζητά γι αυτα και προσποιούνταν πως δεν γνώριζε ή πως δεν υπήρχαν.

[ Οι γερμανοί, αρχικά για να περιγράψουν τα σκατά, είχαν δημιουργήσει μια λέξη, η λέξη αυτή ήταν το ταμπού. Όταν ήμουνα παιδί, η συνειδητοποιήση που με είχε σοκάρει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχε προέλθει από τη παρατήρηση, ότι φαίνετε πράγματι περίεργο πως οι γνωστοί και οι λαμπεροί άνθρωποι της τηλεόρασης και του θεάματος χέζουν, και γενικότερα όλοι, οποίοι και αν είναι αυτοί, χέζουν. Η αντιπαραβολή των δυο φανερώνει ότι μάλλον καθόλου τυχαίο δεν ήταν πως το ταμπού αρχικώς ξεκίνησε για να περιγράφει τα σκατά – παράλληλα, θα μπορούσες να πεις πως το ταμπού είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της μοντέρνας ηθικής.
Ξεκινώντας από τα σκατά, η ένια της λέξεως άρχισε να μεταβιβάζεται σε όλα εκείνα που θα θέλαμε να ξεχνάμε πως αληθινά υπήρχαν: πράματα σαν και τη γονική σεξουαλικότητα, την ερωτική διαστροφή. Στην θρησκεία, το προπατορικό αμάρτημα - ένα από τα μεγαλύτερα ταμπού.
Σιγά-σιγά η ένια της λέξεως άρχισε κατεβαίνει στα χαμηλότερα κλαδιά του δέντρου ώστε να αντικαθιστά εκείνα που πλέον προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να μην αγγίζουμε: η φτώχια, ήταν μια από τις τελευταίες συγκαλύψεις της λέξεως- η φτώχια ήτανε το απόβλητο της πέψης του ανταγωνισμού και έπρεπε υποχρεωτικά να υπάρχει, η ένια του ταμπού ταίριαζε κυριολεκτικά σε αυτούς που την αποτελούσαν, ενώ όλη η διαχείριση της πολιτείας για την αντιμετώπιση της, έμοιαζε με την χημική διαδικασία που χρειάζονταν τα σκατά για να μετατραπούν σε χρήσιμη μορφή ύλης. Στις ομιλίες των πολιτικών, στα μάτια τους, η φτώχια ήταν ένα ταμπού. Η τριτοκοσμική δυστυχία επίσης, ήταν γεγονός που η κοινωνία γνώριζε αλλά ήθελε να προσποιητέ διακριτικά πως δεν υπήρχε, δεν την άγγιζε παρά μόνον αν υπήρχε σοβαρότατος λόγος-
Για τους άντρες, η κλανιά, ήταν η απόδειξη πως τα σκατά πράγματι υπήρχαν, η από παιδικής ηλικία διαρκής ενασχόληση με το γενετήσιο όργανο τους, το έμφυτο τεκμήριο πως δεν αρνούνταν κάθε πτυχή της φύση τους.
Στο δίπολο της πνευματικής ολοκλήρωσης και της ζωικής ανάγκης έπρεπε να υπάρχει μια ισορροπία. Μόνον αφού πρώτα πιεζόσουν με δύναμη στην γη, έπειτα μπορούσες να νιώσεις την ελευθεριότητα της ψυχικής ελαφρότητας. Ο συνιφασμος των δυο ήταν όμως ένα ταμπού.
Η αποδέσμευση από το σώμα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί όσο ο άνθρωπος βρίσκονταν υπό την εξάρτηση της ύλης• ενώ η θρησκεία προσέδιδε ακόμη μια διάσταση στην διηκοτητα του ατόμου: με την προσθήκη της θεϊκής υπόστασης το δίπολο γινόταν τριπολο και η απελευθέρωση του πνεύματος μπορούσε πράγματι να υπάρξει, όντως σε έναν άλλο κόσμο.
Η εξύψωση της ψυχής, όμως, και πάλι, δεν μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της σάρκας. Έτσι οι πρωτόπλαστοι αισθάνθηκαν ντροπή για το σώμα τους μόνον αφού αμάρτησαν. Η κίνηση προς τον απαγορευμένο καρπό ήταν η προέκταση της απόφασης τους να εξαντλήσουν την ύπαρξη τους στην εικόνα μιας ύλης που αναπόφευκτα στο μέλλον θα τους οδηγούσε σε ζοφερές παραστάσεις. Η ζωική τους υπόσταση χρειάζονταν πράγματι να υπάρχει, μόνον όμως η ψυχή θα μπορούσε να κερδίσει το παιχνίδι που το σώμα θα έχανε με την πάροδο του χρόνου.
Πολύ σωστά η εκκλησία εξυμνούσε την εξάσκηση του πνεύματος, όμως όσο για αυτήν η έκφανση της υλικής υποστάσεως του ανθρώπου αποτελούσε άρνηση στο πνεύμα, τόσο θα συνέχιζε να τροφοδοτεί με νέα ταμπού την κοινωνική παρακαταθήκη του χάσματος των πόλων].

Περπατώντας προς το σπιτι, με εκείνη τη λεπτή βροχή να με πιτσιλά στο πρόσωπο, αναρωτιόμουν τι είχε πάει τόσο στραβά και είχε μετατραπεί η ζωή μου σε ένα απερίγραφτο μαρτύριο.
Να ευθυνόταν το διαμέρισμα μου στο μέσο του στενού για τα απαξιωτικα σχόλια της γειτονίας; Εάν βρίσκονταν στην γωνία του δρόμου δεν θα χρειαζόταν κάθε μεσημέρι να περνώ εμπρός από τους αργόσχολους επικριτές μου. Πιθανόν τότε κανείς να μην με γνώριζε.
Να ευθυνόταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας για τις ευκαιρίες που δίδονταν στον μισητό μου φίλο να με παρατηρεί για τις συχνές αναρρωτικές άδειες εργασίας; Εάν εκείνος τηρούσε την επανειλημμένη σύσταση μου για αυξημένη θέρμανση της πρωινές ώρες, δεν θα ταλαιπωρούνταν ο ευπαθής μου οργανισμός από ασθένειες που με άφηναν στο κρεβάτι σχεδόν μια φορά τον μήνα.
Να έφταιγε εκείνο το ίδρυμα τοξικομανών για την καθημερινή και έντονη αμφισβήτηση φρονήματος θάρρους του εαυτού μου; εάν αυτό δεν βρισκότανε τόσο κοντά στο σπιτι μου, δεν θα υπήρχαν τα χυδαία σχόλια των πότων κάθε φορά που διένυα πεζός τον δρόμο μαζί με την γυναίκα ή με την κόρη μου ή με την αδερφή μου, και δεν θα αισθανόμουν κάθε φορά το έντονο μειδιασμα που με τρυπούσε βαθιά ως μέσα στην ψυχή μου και με έκανε να θέλω να στραφώ και να χτυπηθώ άσχημα με εκείνους τους ανθρώπους. Όμως γνώριζα πως με μεγάλη ευκολία θα μπορούσαν να με δείρουν άσχημα και θα ήταν τελείως ανόητο να το πάθω αυτό από κάποιους που στο κάτω-κάτω βρίσκονταν πιθανόν υπό επήρεια ουσιών - μα ήταν και αναπόφευκτο η συνείδηση μου να με τσιγκλά όταν δεχόμουν μαζί με την οικογένεια μου όλα εκείνα τα διεστραμμένα σχόλια: Ήταν ένας φαύλος κύκλος που δεν μπορούσα να ξεφύγω και ποιος άραγε ευθύνονταν γι αυτό; Μάλλον κανείς.
Ποιος; πάλι, ήταν ο λόγος που η περιοχή μου θεωρούνταν η πιο υποβαθμισμένη της πόλης και δεν υπήρχε ούτε ένα μικρό παγκάκι, ούτε μια χλιαρή σκιά να ξαποστάσω ερχόμενος από την εργασία μου; ποιος που οι καθαριστές διαρκώς απεργούσαν και οι δρόμοι ήταν τόσο βρώμικοι και τα πεζοδρομία μύριζαν έντονα ούρα;
Γιατί; ενώ ήμουν φανερά ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κύκλο μου, ο χαμηλός μισθός μου να ήταν ο λόγος που κανείς δεν με έπαιρνε στα σοβαρά και πως; όσοι κέρδιζαν περισσότερα χρήματα, και παρόλο την χαμηλή τους καλλιέργεια, πίστευαν πως ήταν κατάλληλοι λόγο της επαγγελματικής τους εφορίας να μου απευθύνουν γενικόλογες συμβουλές για την ζωή μου; Γιατί οι φίλοι και οι συγγενείς τόνιζαν διαρκώς ότι νοιάζονταν για μένα και μιλούσαν, και μιλούσαν, λέγοντας ανόητα πράματα που θα έπρεπε να ακούω με φαινομενική προσοχή διότι εγώ, κέρδιζα τόσο λιγότερα χρήματα από εκείνους;
Ποιος να ευθύνονταν για όλα αυτά; Αυτοί και εγώ και το κέντρο αποτοξίνωσης και οι ανεπαρκείς πόροι του τόπου μου και σίγουρα όχι αυτή η καλοστεκούμενη πολιτικός που έδειχνε πως έκανε στ’ αλήθεια ότι μπορούσε αλλά λύσεις δεν υπήρχαν, κι έτσι εκείνη ίδρωνε και ίσα που βουτούσε τα χειλάκια της στην άκρια ενός ντελικάτου ποτηριού που βρισκόταν κάτω από τα συνωστισμένα μικρόφωνα και σκουπίζονταν με προσοχή με ένα απαλό αφιδρωτικό μαντηλάκι που κρατούσε σφιχτά στο χέρι, ενώ ο κόσμος την επεφιμουσε ευχαριστημένος, εκείνη, την πασίγνωστη βουλευτίνα που έκανε περιοδεία στην πόλη μου.
-Την ρουφιάνα, θα την σκότωνα την ρουφιάνα και θα ησύχαζα, θα ησύχαζα μια για πάντα.-

Άκουγα την σιγανή και σταθερή φωνής της ξεκάθαρα από τα πελώρια μεγάφωνα έως και την ώρα που έφτανα στην είσοδο του σπιτιού μου, και ήμουν βέβαιος πως θα συνέχιζα να την ακούω ακόμη και όταν θα έφτανε η ώρα να ησυχάσω: Θα προσπαθούσα στο τέλος της εξαντλητικής ημέρας επιτέλους να κοιμηθώ, αλλά δεν θα το κατάφερνα. Δεν θα τα κατάφερνα γιατί, εκείνη, η φωνή, θα έφτανε στο υπνοδωμάτιο μου και δεν θα μου το επέτρεπε, και θα χρειαζόταν ετούτη την ζεστή μέρα να κλείσω εντελώς τα παράθυρα και να πνίγω στο ζουμί του ιδρώτα μου, και με τέτοιο εγωισμό και αλαζονεία η φωνή θα μου στερούσε με τις βροντερές της υποσχέσεις το μόνο αναφαίρετο δικαίωμα που μου είχε απομείνει: τα γαλήνια όνειρα μου• ενώ, την επόμενη μέρα αργοπορημένος στην δουλεία θα έπρεπε να ακούσω της λογικές παρατηρήσεις του καλού, στενού μου, ανεγκέφαλου φίλου μου.
Εντωμεταξύ, ολην όση ώρα σκεφτόμουνα αυτά, ένα μικρό καφετί σκυλάκι ενος ενοίκου γάβγιζε ανάμεσα στα ποδιά μου και δάγκωνε το πατζάκι μου, ανοίγοντας του μια μικροσκοπική ολοστρόγγυλη τρυπά με τα μυτερά δοντάκια του. Το κοιτούσα σχεδόν αποσβολωμένος από το έρεβος τον σκέψεων στο οποίο είχα επισέλθει, γνέφοντας του να φύγει μακριά, αλλά αυτό δωστου και τραβούσε με περισσότερο μένος το παντελόνι μου και δάγκωνε τα κορδόνια μου, μη νιώθοντας εμφανώς καμία ανησυχία από τον θλιβερό τρόπο που προσπαθούσα να το απομακρύνω, το γεμάτο ευγένεια και κολακείες ύφος μου.
Εκείνο εκεί, το συμπαθέστατο κατά τα αλλά, χνουδωτό σκυλάκι της πλήρης ημερών μα στ’ αλήθεια καλοστεκούμενης ένοικου, που εδώ και τόσα χρόνια τώρα αναπλήρωνε με την ζωντάνια του το κενό του αποθνήσκοντα συζύγου της, ήτανε το καημένο το πρώτο θύμα μου: σήκωσα ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορούσα το πόδι μου μέχρι που το γόνατο άγγιξε το στήθος μου και το κατέβασα με όλη μου τη δύναμη στο κεφαλάκι του! Το χτυπούσα ξανά και ξανά και πνιγόμουν από την ηδονή στο άκουσμα του κρανίου του τα σπάζει. Το πατούσα με δύναμη δίχως σταματιμο, μέχρι κανένας ήχος να μην προκαλείτε από το ποδοπάτημα του κεφαλιού του -το γαμημένο σκυλάκι, δεν θα με ενοχλούσε ποτέ ξανά!



Την επόμενη μέρα αργοπορημένος στην δουλεία από την αυξημένη ροή κυκλοφορίας περίμενα πως θα δεχόμουν τις παρατηρήσεις του αφεντικού μου. Όμως το εναντίον, με υποδέχτηκε με ένα ζεστό χαμόγελο και με έναν καλοσυνάτο χαιρετισμό με προσκάλεσε και για το βράδυ σπιτι του: «έχω την γιορτή μου και αν το θέλεις έλα», ανέλπιστα μου πε.
Χα! μου ρθε να βάλω τα γέλια, ίσως να ΄τάνε τελικά όλα στο μυαλό μου. Όλες οι σκέψεις που έκανα τόσον καιρό για εκείνον ίσως να βρίσκονταν μόνον στη φαντασία μου, χα! Πόσο πολύ θα γελούσαμε άραγε εάν κάποτε του αποκάλυπτα τα όσα ανά καιρούς υπέθετα, για αυτήν τη μέρα που με προσπέρασε από την εξωτερική πλευρά του φορτηγού - σίγουρα ποτέ του δεν θα είχε σκεφτεί κάτι τέτοιο - ή για εκείνα τα προσινενοημενα βλέμματα που πίστευα πως άλλαζε με τους φίλους του, ή για την δερμάτινη τσάντα του που πάλλονταν στον ωμό του• πως θα μπορούσε αυτός ο τίμιος χαμογελαστός άνθρωπος να είχε έστω υποψιαστεί κάτι από όλα αυτά. Μόνον εγώ, με την καλπαζουσα φαντασία μου θα μπορούσα να πλάθω τέτοιες ουτοπίες στο παρανοϊκό μυαλό μου.

Διασκεδαστικές προετοιμασίες προηγήθηκαν της βραδινής επίσκεψης. Αγορά δώρων, κολακευτικές συζητήσεις για τον φίλο μου, ντύσιμο με χαμηλή μουσική, τα πατζούρια ανοιχτά, καλοκαιρινός καιρός.
Στην αυλόπορτα του σπιτιού του η γυναίκα του μας υποδέχτηκε με χαμόγελο. Η τραπεζαρία ήτανε γιορτινά διακοσμημένη, ο μπουφές πλούσιος, οι αραιοί προσκεκλημένοι έμοιαζαν μέρος του ντεκόρ. Ο φίλος μου κατέβηκε με την παρέα του να σέρνετε ξοπίσω του από μια φιδογυριστη σκάλα. Με χαιρέτισε σφίγγοντας δυνατά την γροθιά μου, ήτανε τόσο κομψός απόψε.
Άρπαξε το κουτί του δώρου μου και το ακούμπησε στο στήθος του ώστε να ξεσκίσει ευκολότερα το περιτύλιγμα: μια σοβαρή ριγέ επαγγελματική γραβάτα εμφανίστηκε. Έβαλε και λίγο γούστο η γυναίκα μου, αν δεν σε πειράζει, του ‘πα παρακολουθώντας τον εμβρόντητος να την κρατά αγκιστρωμένη στα δυο του δαχτυλάκια σαν να τη σιχαινόταν, να την κοιτά υποτιμητικά μαζί με τους φίλους του. Ούτε ευχαριστώ δεν έγνεψε για το φτωχό μου δώρο που τόσο απροκάλυπτα σνόμπαρε. Τι κι αν με τόση χαρά και γούστο το είχα διαλέξει, δεν φάνηκε να σημαίνει απολύτως τίποτα γι εκείνον και η στιγμή ήτανε απόλυτα ντροπιαστικη.
Ύστερα όλο το βράδυ μετατράπηκε σε μια κόλαση. Οι αμαρτύρητες σκέψεις στο μυαλό μου γίνανε φωτιά και θειάφι, ενώ την ίδια στιγμή υποψιαζόμουν τη γυναίκα μου να φλερτάρει με τους καλεσμένους. Δεν ήτανε βέβαια κάτι κακό να περνάει την ώρα της ευχάριστα μαζί τους, και ίσως να ήτανε φυσιολογικό εάν εγώ τις επέτρεπα υπερβολική ελευθέρια να καταλήξει να ερωτοτροπεί με κάποιον από εκείνους, γι αυτό και δεν θα το έκανα ποτέ. Όμως πόσο έντιμο από μέρους της ήταν κάτι τέτοιο; γιατί να χρειαζόταν να σέρνομαι ξοπίσω της και να την έχω δεμένη με μαστίγιο και χαλκά για να μην χρειαστεί κάποια στιγμή να με ντροπιάσει; Πως η λογική έχανε κάθε βαθύτερη άξια της από τις ακτιβιστικες ρήσεις των ρεαλιστών φίλων μου που ήθελαν τη γυναίκα πάντα υπό την στενή επίβλεψη του άντρα;
Την σκύλα.

Γυρνούσα από την δουλεία αποφασισμένος, κατευθυνόμενος σε μια από τις πολλές πολιτικές συγκεντρώσεις της εντιμότατης βουλευτίνας, ενώ μέσα από την τσέπη μου ένιωθα να τρυπά τον γοφό μου η αιχμηρή απόφυση ενός κατσαβιδιού.
Ξαπόστασα αφουγκραζοντας τις υποσχέσεις της, χαμένος κάπου μέσα στην σύναξη, ανασαίνοντας με ευχαρίστηση την κατάνυξη του βραδινού ανοιξιάτικου αγέρα, εις αναμονή της σπουδαίας στιγμής - ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, ενώ εκείνη διέσχιζε το πλήθος ευχαριστημένη και αντάλλαζε σύντομες χειραψίες.
Έφτασα δίπλα της, και ενώ κρατώντας σφιχτά το κατσαβίδι στην τσέπη μου ήμουνα σχεδόν έτοιμος να το σηκώσω πάνω από το σβέρκο της, κάποιος από την φρουρά παρατηρώντας με εμφανώς εξαντλημένο, με εκείνα τα κατακόκκινα μάτια που έσταζαν αίμα, με πλησίασε με γρήγορο βήμα και με τράβηξε από τον ωμό: απ’ εδώ φίλε, είπε, απ εδώ…
Κατέληξα πίσω από ένα στενό δρομάκι, διπλωμένος στα γόνατα να ακούω ακόμη τις επεφυμιες του πλήθους και τους πανυγηρικους ρυθμούς και να κλαίω. Ακόμη μια φορά είχα αποτύχει.

Τα δάκρυα δεν είχαν ακόμη στεγνώσει όταν έφτασα στην αυλόπορτα του σπιτιού μου, ενω μέσα στην γροθιά μου ακόμη έσφιγγα με το ίδιο πάθος το κατσαβίδι μου. Όλον αυτό τον καιρό τώρα πάντοτε κάτι έσφιγγα με δύναμη μέσα μου, ένα υποθετικό κατσαβίδι που υπήρχε στο μυαλό μου και ήταν έτοιμο να πεταχτεί με μια απόφαση έξω και να αρχίσει να σκοτώνει.
Ίσως να ήμουνα τρελός, ίσως όλα να υπήρχαν μονάχα στο μυαλό μου και η προσπάθεια μου να συνειδητοποιήσω τι πραγματικά συνέβαινε να ήταν μια ακροβασία ανάμεσα στην λογική και την παράνοια. Πάνω στο τεντωμένο αυτό σκοινί που βάδιζα όλον τον καιρό κάπου είχα παραπατήσει, είχα χάσει την ισορροπία μου και είχα πέσει στη μια ή στην άλλη μεριά. Δεν γνώριζα εάν ήταν πλευρά της σωφροσύνης ή της τρέλας, πάντως τώρα όλα έμοιαζαν να έχουν έναν ειρμό και επιτέλους έδειχναν κατανοητά σε μένα.
Εκείνος εκεί, ο παιδικός μου φίλος και γείτονας, ο προυσταμενος στην εργασία μου, με την ακριβή δερμάτινη τσάντα του περασμένη στον ώμο, σίγουρα θα έπρεπε να πεθάνει με τον πιο φριχτό τρόπο – κάποιος έπρεπε να πεθάνει, οποίος κι αν ήταν αυτός, ώστε κι εγώ να βρω ξανα την ηρεμια μου.
Έτσι όταν με πλησίασε και με σκούντηξε φιλικά στον ωμό δεν σκεφτικά καθόλου τι έπρεπε να κάνω, αντίθετα θυμήθηκα όσες φορές απροκάλυπτα θέλοντας ή μη με είχε προσβάλει και με είχε κάνει να αισθανθώ μικρός και ντροπιασμένος δίπλα του: εκείνα τα λοξά βλέμματα καθώς περπατούσε στον διάδρομο πλάι από το γραφείο μου που διακριτικά μου έγνεφαν, δούλεψε, δούλεψε, μην χαζολογάς, δούλεψε πιο πολύ, πιο πολύ, ο περιφρονητικός τρόπος που τακτοποιούσε τα αντικείμενα στα συρτάρια του όταν προσπαθούσα να του μιλήσω για κάποιο πρόβλημα στην δουλεία, που δίχως λόγια μπορούσε να μου λέει, δεν ευθύνομαι εγω γι αυτο. Το πάθος με το οποίο πάντοτε περιέγραφε τις διακοπές του, τις σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές που θα αγόραζε με τον μισθό του, την ικανότητα του στην ξυλουργική και τις υψηλές γνωριμίες του που του επέτρεπαν να νοικιάζει ακριβά δωμάτια σε κοσμοπολίτικα τουριστικά θέρετρα και να προμηθεύετε σχεδόν κάθε οικιακό είδος σε πολύ προνομιακή τιμη.
Βέβαια, όταν εξιστορούνταν όλα αυτά, ποτέ δεν θα περίμενε πως ένα ευωδιαστό ανοιξιάτικο βράδυ που θα με σκουντούσε φιλικά στον ώμο εγώ θα του κάρφωνα ένα καλα ακονισμένο κατσαβίδι στο στερνό. Ποτέ δεν θα του είχε περάσει από το μυαλό η απόγνωση που θα ένιωθε βλέποντας την πλαστική λαβή του εργαλείου που μια βδομάδα πριν μου είχε δανείσει από την πανάκριβη εργαλειοθήκη του, να σταματά το μακρύ σώμα του κατσαβιδιού από το να χωθεί βαθύτερα στο στήθος του.
Μέσα στα εμβρόντητα μάτια του παρακολουθούσα τον πόνο και την έκπληξη να απλώνονται και να μου προσφέρουν απερίγραφτη ηδονή. Όλα όσα ήθελα να δω, όλα βρίσκονταν εκεί εκείνη τη στιγμή. Όλη η απόγνωση του ανεπιστρεφτου δρόμου του θανάτου που με την βοήθεια μου είχε ξεκινήσει να διαβαίνει, η συνειδητοποίηση του επερχόμενου τέλους που γέμιζε το πρόσωπο του με τρομο, που έδινε νόημα στην γοητεία της εκδικήσης, όλα τα μειωτικά, όλα τα αλαζονικά, όλα τα εγωιστικά σχόλια που είχε κάνει, τώρα καταλάβαινε πως δεν ήταν παρά μόνο φτυαριές που έσκαβαν σιγά-σιγά το λάκκο του και ευχόταν να μπορούσε να τα πάρει πίσω, εκλιπαρούσε μέσα του προσπαθώντας να ανασάνει να μην τα είχε πει ποτέ, όμως πλέον αυτό δεν ήταν δυνατό. Και όλη του η απόγνωση καθρεφτίζονταν εκεί, στα δυο έκπληκτα μάτια του που πετάριζαν καθώς ξεψυχούσε.

Κοιτώντας τον να κείτεται εκεί, υποθέτοντας την σκληρή δουλεία που είχα μπροστά μου αν ήθελα να διαμελίσω σωστά το πτώμα ώστε κανείς να μην το βρει, σκεφτόμουν πως δεν μπορούσα να μην παραδεχτώ πως σίγουρα η πράξη μου ήτανε μια πράξη κακίας και μίσους.
Όμως, αν ήθελα να είμαι δίκαιος με τον εαυτό μου, θα ήτανε σωστό, εάν εξαιρούσα μόνον αυτή τη δικαιολογημένη κατά πόλους πράξη, να γνωρίζω πως δεν ήμουν σίγουρα ούτε τρελός, ούτε ψυχασθενής και δολοφόνος. Είχα πίσω μου μια σίγουρη δουλεία και μια προαγωγή να διεκδικήσω, είχα γυναίκα και δυο παιδία, ζούσα μια φυσιολογική ζωή με σκοτούρες και καλοκαιρινές διακοπές και νύχτες τηλεόρασης. Κανείς εξ όσων με γνώριζαν, σε καμία περίπτωση, δεν θα μπορούσε να πει ότι ήμουν ένας άντρας με ψυχολογικά προβλήματα. Όσο κανένας δεν ήξερε τι είχε συμβεί εκείνο το βράδυ και όσο αυτό το γεγονός δεν θα επηρέαζε καθόλου την καθημερινή μου ζωή, θα παρέμενα, από κάθε άποψη, ένας άνθρωπος σα τον κοινό μέσο όρο.

Τρίτη 17 Αυγούστου 2010

Παραμύθια για παιδιά




- Δεν αντέχω άλλο. Μου πέφτουν τα μαλλιά. Χάνω συνεχώς τρίχες και τα δύο μπροστινά δόντια μου κουνιούνται. Σχεδόν δεν με βαστούν τα πόδια μου.
- Μα, τι λες; Είσαι ακόμα δεκατέσσερα!
- Αυτό το λες επειδή είσαι ακόμη έξι. Δεν αντέχω σου λέω. Είναι μεγάλο γαμήσι η ζωή. Έχω τα διπλά σου χρόνια. Θέλω ακόμα έναν χρόνο για να βγώ στην σύνταξη και δεν ξέρω αν θα αντέξω. Έχω κουραστεί σωματικά και ψυχολογικά.
- Εγώ θέλω τώρα να πιάσω μια καλύτερη δουλειά. Να βάλω μερικά χρήματα στην άκρη. Σε λίγο καιρό ίσως να παντρευτώ.
- Φάε αυτά τα κομμάτια πίτσας που περίσεψαν από εχθές. Είναι καθαρό. Φάτα, θα τα πετάξουμε.
- Τα τρώω.
- Να παντρευτείς… καλά θα κάνεις, όσο είσαι ακόμα μικρός. Είναι ακόμα μια καλή ηλικία. Μπορείς να βλέπεις ακόμα τα πράγματα ρομαντικά. Και ίσως να βρείς μια καλή κοπέλα που να σε αγαπάει.
- Μάλλον θα παντρευτώ την δέσποινα. Γνωριζόμαστε τρία χρόνια και πιστεύω είναι αρκετός καιρός για να καταλάβεις αν ο ανθρωπος που βρίσκετε δίπλα σου σε αισθάνετε.
- Άκου να δείς κάτι. Αν πετάξεις την ψωλή σου έξω εμπρός από μία γυναίκα εκείνη θα την πάρει αμέσως στο στόμα. Όλοι οι άνθρωποι κοιτάζουν μονάχα τον εαυτό τους στο τέλος.
- Όχι, πίστεψε με, η δέσποινα δεν είναι σαν τις άλλες. Με αγαπάει.
- Είσαι ακόμα πιτσιρικάς. Τώρα ξεκινάς την ζωή σου. Μάταιο να προσπαθώ να σου αλλάξω γνώμη.
- Γιατί το λες αυτό; Δεν μπορείς να έχεις δηλαδή έναν άνθρωπο δίπλα σου που σε αγαπάει πραγματικά; Όλα έχουν να κάνουν με τα λεφτά και τα προσωπικά οφέλη;
- Εγώ σου λέω ότι σε έναν χρόνο θα χωρίσετε. Λυπάμαι, έχουνε δει πολλά τα μάτια μου. Και όλα όσα τώρα λες θα δεις πως θα τα ξεχάσεις όταν βρεις μια καινούρια δέσποινα. Και πως εκείνη θα αδιαφορήσει για εσένα όταν θα βρεθείς σε ανάγκη. Κοιτά την δουλειά σου, την τσέπη σου και την πάρτη σου. Μόνο αυτά θα σου μείνουν στο τέλος. Μην κάνεις θυσίες για τους άλλους. Ακόμα και οι φίλοι είναι πρόσκαιροι. Περνούν και φεύγουν καθώς οι ασχολίες σας αλλάζουν. Θα έρθει κάποια στιγμή που θα μείνεις τελείως μόνος σου και θα με θυμηθείς. Πάντα έτσι γίνεται. Αλλά δεν μπορώ να σε πίσω. Είναι μάλλον έτσι η ζωή.
- Μα έτσι θα απομονωθώ τελείως. Κοιτάζοντας μόνον τον εαυτό μου και αδιαφορώντας για τον κόσμο.
- Ο κόσμος είναι μαλάκας. Ο κόσμος κοιτάει μόνο την μορφή και ποτέ το περιεχόμενο. Αυτό έχει την μεγαλύτερη σημασία στην πουτάνα κοινωνία που ζούμε. Ο κόσμος δεν μπορεί να συλλάβει μεγαλύτερα μηνύματα πέρα από την πουτάνα την βαρετή καθημερινότητα του. Εκτός και αν τον ξεγελάσεις προβάλλοντας του μια μορφή που θα θελε να δει. Όταν πριν πολλά χρόνια πηδιόμουν με την Δήμητρα όταν εκείνη ήταν κάπου τέσσερα, όλοι έπεφταν να μας φάνε. Όταν παντρευτήκαμε τα πράγματα ησύχασαν γιατί σκέφτηκαν ότι την αποκατέστησα, σαν νέα κοπέλα που ήταν. Για τον κόσμο την διαφορά την έκανε ο γάμος, δεν μπορούσε να δει μέσα από την μορφή κάτι σημαντικότερο από αυτό: το περιεχόμενο. Ο κόσμος είναι, απλός, μαλάκας.
- Και πως θα βγάλω πολλά λεφτά;
- Γαμισε τους όλους. Δούλευε πολύ και από κάπου θα πιαστείς.
- Πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι. Πως πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν στην κοινωνία.
- Πίστευε στ' αρχίδια σου.
- Μπαίνεις με δύναμη στην ζωή. Είσαι μικρός. Είσαι αλώβητος. Έχεις όλα τα χρόνια μπροστά σου. Νομίζεις ότι με τα χέρια σου μπορείς να σπάσεις την πέτρα. Κι όμως αυτό δεν διαρκεί πολύ. Τα χτυπήματα ξεκινούν να σου έρχονται το ένα πίσω από το άλλο και τα κύτταρα σου σιγά σιγά νεκρώνουν. Πέφτεις σε απάθεια. Αδιαφορεία. Χάνεις το γέλιο σου για τα απλά πράγματα που κάποτε νοιαζόσουν. Και στο τέλος μένεις μόνος σου. Τόσο υπερβολικά μόνος, που αν δεν είχες προετοιμαστεί γι αυτό μια ολόκληρη ζωή, τότε καταλαβαίνεις πόσο μόνος είσαι. Η προπόνηση κάνει πιο εύκολο τον αγώνα. Τα χρόνια περνούν. Μην είσαι μαλακας. Η δέσποινα σε θέλει για να γαμας το μουνί της και ο κόσμος για να λέει τι καλό παιδί που είσαι. Κανείς δεν θα νοιαστεί για εσένα όταν θα τους χρειαστείς, εκτός αν έχεις πορτοφόλι να τους φέρει κοντά σου. Και πέτα πια αυτό τον διάολο από το στόμα σου. Θα το πληρώσεις κάποτε που να πάρει.
Τίναξε με τον δείκτη το τσιγάρο μακριά κι εκείνο αναπηδώντας έπεσε μέσα σε ένα φρεάτιο υπονόμου.
Και φάε την πίτσα. Θα μείνει και θα την πετάξουμε.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Πως τελείωσε το όλο μπάχαλο

Παρουσιάζοντας ένα έργο είναι σαν να παρουσιάζεις στο κοινό έναν καθρέφτη. Του δίνει ς την δυνατότητα να λάβει μια εικόνα του εαυτού του εξ αντανακλάσεως, όπως περίπου θα γινόταν εάν άκουγε ταραγμένος μια φωνή από το βάθος ενός τύμβου ακουμπώντας το αυτί του στο μάρμαρο.
Συχνά αυτές οι αντανακλάσεις είναι περισσότερες από μια. Όπως όταν στρέφεις έναν καθρέφτη εμπρός από έναν δεύτερο. Και εκεί βρίσκετε μάλλον το νόημα.
Οι εξ αντανακλάσεως εικόνες που λαμβάνουμε για τον εαυτό μας από την κοινωνία, την φιλοσοφία, την πρόοδο της επιστήμης είναι περιορισμένες. Είναι, μάλλον, μόνο μια τη φορά. Σαν ένας καθρέφτης εμπρός από έναν δεύτερο που μέσα στον καθένα απεικονίζετε μονάχα το πορτρέτο του άλλου.
Και έτσι μπορούμε να διαλέξουμε τελικά μονάχα με ποια του πλευρά του καθρέφτη είμαστε, του μεγάλου ή του μικρού, να δανειστούμε εμείς ή εκείνος την εικόνα που εμπεριέχετε στον καθένα . Και η μεριά που θα διαλέξουμε εύκολα μπορεί να συνθλιφτεί όταν στραφούμε εμπρός από έναν νέο και συνειδητοποιώντας πως τελικά επιλέξαμε να ενστερνιστούμε μόνο ένα αντικατοπτρισμα σαν στάση ζωής, αναρωτηθούμε ανήσυχοι για τις επιλογές μας. Και σε εκείνη την απόγνωση της στιγμής πιθανόν θα ξεγελαστούμε για δεύτερη φορά. Και τότε θα διαλέξουμε ξανά ένα νέο αντικατοπτρισμα του εαυτού μας ή με πολύ κόπο θα επιλέξουμε να χτίσουμε τις αντανακλάσεις μας μια προς μια σε όλο τους το βάθος, με την αμφιβολία πάντα πως κάτι ξεχάσαμε να συμπεριλάβουμε ώστε να κάνουμε τον κρίκο της προοπτικής μας ομαλό.
Όμως τα αντικατοπτρίσματα της τέχνης είναι ακριβώς εκείνα που παίρνουμε όταν στρέψουμε δυο καθρέφτες αντιμέτωπους. Σχεδόν αναρίθμητα και μικροσκοπικά στο βάθος, που πάλλονται πότε λίγο δεξιά και πότε λίγο αριστερά καθώς θα κουνάμε το χέρι μας. Και αντιμέτωποι με τις αντανακλάσεις του εαυτού μας μέσα από την τέχνη δεν μπορούμε να πάρουμε και να ενστερνιστούμε καμία εικόνα που θα καταφέρουμε να προσωποποιήσουμε. Αλλά από το δέος του απλού αυτού παιχνιδίσματος των αντικατοπτρισμών θα χρειαστεί απορημένοι να γυρίσουμε ενώπιων του εαυτού μας και κοιτάζοντας τον να λάβουμε την πραγματική του εικόνα, που ειδάλλως με ελάχιστους τρόπους γίνετε να αντικρίσουμε, να πάλετε ποτέ λίγο δεξιά και ποτέ λίγο αριστερά.





Πως τελείωσε το όλο μπάχαλο


Μπροστά από το μνημείο των πεσόντων ένας άντρας είχε αρπάξει φωτιά.
Ο Χάρης τράβηξε στο πλάι την κουρτίνα και ύστερα γύρισε στο μέρος μας.
- Μπροστά από το μνημείο των πεσόντων ένας άντρας έχει αρπάξει φωτιά.
- Δεν υπάρχει κανείς εκεί κοντά;
- Βλέπω κάποιους που τον χειροκροτούν.
Έβγαλα το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο. Μια φιγούρα τυλιγμένη στις φλόγες έκανε σπασμωδικές κινήσεις, κουνώντας τα χέρια της σαν να προσπαθούσε να πιάσει το κορδόνι από κάποιο ανύπαρκτο μπαλόνι που κατευθύνονταν ψηλά. Ο τύπος έμοιαζε τελικά να το είχε μετανιώσει. Ήταν σαν να προσπαθούσε να βγει έξω από την φλόγα που τον είχε τυλίξει και να αφήσει εκείνο το περίγραμμα του εαυτού του να καεί σύσσωμο πίσω του. Τώρα δεν μπορείς να πας πουθενά, φιλαράκο, σκέφτηκα.
- Νομίζω πως το μετάνιωσε, αλλά τώρα είναι αργά, είπα στους άλλους.
- Ποτέ, μου είπε ο Χάρης, όσοι κάνουν κάτι σαν κι αυτό γνωρίζουν καλά την δύναμη της θυσίας τους. Ξέρουν πως η σημασία μιας ανθρώπινης ζωής είναι μικρότερη από την έννοια του συνόλου μιας σωστής κοινωνίας. Κι εκεί βρίσκετε η ουσία του ηρωισμού τους. Έχουν απόλυτη επίγνωση του τι διαπράττουν.
Κοίταξα ξανά έξω από το παράθυρο. Ο άντρας είχε πέσει ο μισός έξω από το πεζοδρόμιο και χτυπούσε το χέρι του στην άσφαλτο. Η ένταση της φωτιάς είχε αρχίσει κάπως να ελαττώνετε και οι καπνοί ακριβώς από πάνω του είχαν γίνει πολύ πιο πυκνοί. Ήταν περίπου όπως όταν καίγετε στην άκρη μιας διαδήλωσης ένας κάδος γεμάτος σκουπίδια.
- Παραμένει ακόμα άνθρωπος, του είπα.
-Φυσικά. Γι αυτό και είναι ήρωας. Αλλά όχι με τον συμβατικό τρόπο. Δεν θέλει να ούτε να τον θυμούνται ούτε να χαραχτεί το όνομα του κάπου. Θέλει μονάχα να δώσει το μέγιστο μήνυμα του συμβολισμού της πράξης του.
Στράφηκα στον δρόμο. Ο κόσμος απομακρύνθηκε αργά προς διάφορες κατευθύνσεις. Ο τελευταίος που είχε παραμένει να χειροκροτεί παρατεταμένα σταμάτησε και σήκωσε την μπύρα που είχε ακουμπήσει δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά και ύστερα έφυγε κι εκείνος.
-Ανοίξτε την τηλεόραση.
Πίεσα το τέσσερα στον τηλεκοντρόλ.
Ένας νεκρός σε διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Ο άντρας, του οποίου τα στοιχεία αγνοούνται, αυτοπυρπολήθηκε εμπρός από το μνημείο των πεσόντων. Οι εικόνες φρίκης έκαναν τον γύρο του κόσμου προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ο υπουργός δημόσιας τάξης δήλωσε για το περιστατικό: Οι ακραίες καταστάσεις δημιουργούν συχνά ακραίες αντιδράσεις. Η πράξη αυτή έρχεται να προστεθεί σε όλα όσα με λύπη μας έχουμε βιώσει το τελευταίο διάστημα, κάτι που κάνει την ανάγκη για την αποκατάσταση της λειτουργιάς της δημοκρατίας μας ακόμα πιο επιτακτική. Έχω να συμπληρώσω ότι αυτή η κίνηση του νέου αυτού ανθρώπου δεν περνά από κανέναν μας απαρατήρητη και πως η νέα κυβέρνηση που θα εκλεχτεί αύριο με όλες τις δημοκρατικές διαδικασίες θα επαναφέρει ξανά το αίσθημα ισονομίας και ομαλότητας στους πολίτες του τόπου.
Ο Χάρης εκτινάχτηκε από τον καναπέ σαν συμπιεσμένο ελατήριο.
- Τρίχες. Τα μίντια έσπευσαν αμέσως να διαστρεβλώσουν το γεγονός και οι πολιτικοί να το μυνηματοδοτησουν ακριβώς όπως θα τους συνέφερε.
Μια λαμπερή δεσμίδα κοκκινωπού φωτός κατευθείαν από την δύση του ηλίου τον έλουσε από πίσω σαν φωτοστέφανο και έκανε ευδιάκριτους ένα σωρό μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης στο δωμάτιο.
- Γιατί κανείς δεν μιλά, συνέχισε ανεβοκατεβάζοντας γρήγορα και κοφτά τα χέρια του, για ποιον λόγο αυτός ο άντρας σήμερα θυσιάστηκε; Ποιο ήταν το μήνυμα που ήθελε να παρουσιάσει; Ποιο κοινωνικό ρεύμα εκπροσωπεί; Τι διεκδικεί; Ποια είναι η νέα τάξη πραγμάτων; Γιατί επέλεξε το συγκεκριμένο σημείο; Γιατί, όμως, δεν τα αναφέρουν όλα αυτά;
Ο Γιάννης μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα μπολ παγωτό με ένα καρφωμένο κουτάλι.
- Γιατί;
Ο Χάρης έκανε ένα περιεχτικό νεύμα αποδοκιμασίας και συνέχισε κοιτώντας προς το μέρος μας.
- Πρέπει να καταλάβουμε ότι έχουμε το δικαίωμα να ζούμε ελεύθεροι δίχως κανέναν έλεγχο και καμία εξουσία πέρα από αυτή που επιβάλουμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας με καλή θέληση. Και καλή θέληση είναι αυτή που πηγαίνει σύμφωνα με οικουμενικούς νόμους ηθικής που η αυτόνομη ανθρώπινη ύπαρξη ελεύθερα και αβίαστα αποφασίζει να ενστερνιστεί. Με κανόνες που έμφυτα κουβαλούμε όλοι μέσα μας και υποχρεώνουν το κάθε ανθρώπινο ον να μεταχειρίζεται τα άλλα ανθρώπινα όντα ως σκοπούς και όχι ως μέσα προς κάποιο σκοπό. Εάν σε άλλες αυτές τις χιλιετηρίδες πολιτισμού η ανθρωπότητα λειτουργούσε αυτόνομη και ελεύθερη, αυτή η έμφυτη μας τάση για ηθική που μας ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα πλάσματα θα μας είχε επιτρέψει ανεμπόδιστα να απογειωθούμε στις ανώτερες δομές της ελευθερίας.
- Και γαμώ, συμπλήρωσε ο Γιάννης.
- Εσύ …, στράφηκε ξανά σε εμάς. Οι ιδέες πρέπει να άπτονται των συστημάτων. Όταν ένα σύστημα, όποιο και αν είναι αυτό, καταλήγει να γίνει θεματοφύλακας μιας ιδέας, τότε η ιδέα έχει αποτύχει. Ύστερα άρπαξε ένα περιοδικό από το έπιπλο και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα.
Ο Γιάννης προχώρησε στο παράθυρο προσπαθώντας να ξεκολλήσει από το μπολ όσο τον δυνατόν μεγαλύτερες φλούδες κατεψυγμένου παγωτού. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύετε στους δρόμους.
- Ο κόσμος έχει αρχίσει να μαζεύετε στους δρόμους, μας είπε.
- Έχουν σχηματίσει μια τεράστια ουρά που ξεκινάει από τα σκαλοπάτια της βουλής και φτάνει μέχρι και την κρεπερή του Κώστα στην πίσω μεριά της πλατείας.
Πλησίασα στο παράθυρο.
- Νομίζω πως ξεκινάει από την κρεπερή του Κώστα και φτάνει μέχρι την βουλή.
- Πράγματι. Καλυτέρα να παραγγείλουμε πίτσες.
Ένα δυνατό μουρμουρητό ακούστηκε από την τουαλέτα.
- Ξεχνάς ότι η αποχή είναι συνειδητή πολιτική πράξη, φίλε μου, είπε κοιτώντας αόριστα και λίγο ψηλά.
Εντωμεταξύ, εγώ σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να ζώσω τον εαυτό μου με δυναμίτη και να ανατιναχτώ μέσα στο μέγαρο της βουλής: Θα κατάφερνα να τρυπώσω μέσα ενώ υπήρχε ολομέλεια και θα τραβούσα από την ζώνη ένα κορδόνι ή κάτι τέτοιο. Λίγο πριν εξαϋλωθώ από την έκρηξη θα έβλεπα στις φάτσες όλων τους την απόγνωση και την μεταμέλεια που θα συμβάδισε με την απόλυτη επίγνωση των πράξεων τους. Κι εκείνη ακριβώς την στιγμή θα οσμιζόμουν την δροσιά μιας νέας αυγής, εκεί όπου τα πάντα θα ξεκινούσαν ξανά από το μηδέν. Όμως δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να το κάνω έτσι, χωρίς κανείς να με θυμάται. Θα ήθελα να αναφέρομε στο μέλλον ως υπαίτιος που άλλαξε ο ρους την ιστορίας, κάπου να γραφτεί το και το δικό μου όνομα. Έτσι μάλιστα.
Κοίταξα τον Βαγγέλη που καθόταν δίπλα μου με επιμονή, περιμένοντας τον να τελειώσει να συγκεντρώνει τα τελευταία τρίματα καπνού για να καταφέρει να στρίψει ένα τσιγάρο.
- Νομίζω πως θα το 'κανα.
- Θα κανες τι;
- Θα ανατιναζόμουν μέσα στην βουλή.
- Α, εσύ είσαι μαλάκας.
Και το είπε με απόλυτη ψυχραιμία.
Αισθάνθηκα πως πραγματικά ήμουν, αλλά δεν ήξερα ακόμα το γιατί.
Ένιωσα να γιονομε απότομα. Είχα μόλις αποφασίσει να δώσω στον εαυτό μου ένα θεωρητικό ηρωικό τέλος. Και εάν τελοσπάντων δεν το έκανα εγώ και το όνομα μου δεν έμενε για πάντα στα κιτάπια τις ιστορίας να το διαβάζουνε οι νεότεροι, όπως εγώ κάποτε διάβαζα για το παρελθόν, όλο και κάποιος θα το έκανε έτσι πως είχανε γίνει τα πράγματα και θα ξεμπερδεύαμε μια και καλή με όλο αυτό το μπάχαλο.
Ο Βαγγέλης συνέχιζε να μην μου μιλά και προτιμούσε να καπνίζει, αφήνοντας με προφανώς να εμπεδώσω το γιατί ήμουνα μαλακας.
- Γιατί;
- Τι γιατί;
Έμοιαζε ανώφελο να επιμένω στην θέση μου. Ήτανε βέβαιο πως είχε την κατάλληλη απάντηση για να μου αποδείξει την λάθος μου εκτίμηση και η κουβέντα μάλλον θα ξεκινούσε από την βάση του πόσο μαλάκας είμαι. Πάντως, εγώ συνέχισα.
- Γιατί το λες αυτό;
- Τζάμπα θα σπαταλούσες την ζωή σου. Πρώτα απ' όλα, ακόμα και να επιτύχεις να ανατιναχτείς μέσα στην βουλή, τι σου λέει ότι όσοι πεθάνουν δεν θα αντικατασταθούν από καινούριους βουλευτές με ακριβώς τις ίδιες αντιλήψεις ;
Η αλήθεια ήταν πως το πιθανότερο σε μια τέτοια περίπτωση ήταν, όμορφα κι απλά, το κάθε κόμμα να ορίσει καινούριους βουλευτικούς αντιπροσώπους.
Αν, όμως, καμικάζι συνέχιζαν να ανατινάζονται κάθε μέρα στην βουλή; Λέμε τώρα. Έτσι κι αλλιώς ακόμα και η πρώτη εκδοχή ήταν προφανώς ανέφικτη.
Πλησίασα στο παράθυρο. Στο σημείο που λίγο πριν ο άντρας είχε αυτοπυρποληθεί, το μηχάνημα καθαρισμού του δήμου γυάλιζε το πεζοδρόμιο με δυο μεγάλες περιστρεφόμενες βούρτσες, πηγαίνοντας μπρος πίσω. Ο κόσμος είχε γεμίσει την πλατεία αλλά από ψηλά έμοιαζε ακόμα διάσπαρτος. Κάπου σχεδόν στο κέντρο, επάνω σε μια εξέδρα, ένας άντρας χτυπούσε με το δάχτυλο του το ανοιχτό μικρόφωνο και επαναλάμβανε κατά κάποιο τρόπο ρυθμικά: ένα-ένα-ένα.
- Κι όμως, μίλησε ο Βαγγελης από πίσω μου, αν ο κόσμος εμπεδώσει πως δεν υπάρχει λόγος για ακραίες θυσίες και αποφασίσει να συνασπιστεί, πολύ απλά αποφασίζοντας να μην ρίχνει κάθε φορά νερό στο κρασί του, θα διαπιστώσει πως έχει μεγαλύτερη δύναμη από αυτή που πιστεύει πως έχει.
Μα δεν με ενδιέφερε καθόλου τώρα τι έλεγε. Το όνειρο μου για την δυνατότητα μιας αστραπιαίας αλλαγής είχε ήδη γκρεμιστεί. Κι εκείνο που τώρα συμπλήρωνε έμοιαζε αναμενόμενο και λογικό. Ήταν πολύ πιο δύσκολο από την δική μου εκδοχή μα σωστό(…μα πολύ πιο δύσκολο).
Μια κιθάρα ακούστηκε μονάχη να παίζει μια κλίμακα σε πιέζω ηλεκτρικό ενισχυτή. Ο ήχος της ήταν σκληρά μεγεθυμένος και στακάτος. Σαν ένα προεόρτιο κουδούνισμα αφύπνισης. Μου φάνηκε πως έπρεπε να συμμετάσχω κι εγώ στην εκδήλωση, αλλά με το ζόρι. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Η λύση της πιεζο ηλεκτρικής κιθάρας ήταν η σωστή και η δύσκολη. Ήμουν απογοητευμένος. Ήμουν περισσότερο πρόθυμος να θυσιαστώ για το κοινό καλό και να τελειώνουμε από το να κάνω τον ιεροκήρυκα ενάντια στην απροθυμία του καθενός να δεχτεί την αλήθεια της δύσκολης οδού.
- Ήσουν περισσότερο πρόθυμος να θυσιαστείς για το κοινό καλό και να τελειώνεις, από το να κάνεις τον ιεροκήρυκα ενάντια στην απροθυμία του καθενός να δεχτεί την αλήθεια της δύσκολης οδού, φαντάζομαι.
Στράφηκα στον Βαγγέλη.
-Ναι, υποθέτω, κάπως έτσι.
-Καλωσόρισες στο κλαμπ.
Και πρέπει να ήταν λογικό. Όλα τα ωραία στην ζωή απαιτούν κόπο. Ήταν σαν να επαληθευόταν για ακόμη μια φορά ετούτο το θεώρημα. Κι για τίποτε τελικά που να αξίζει πραγματικά δεν υπάρχει η εύκολη λύση. Και γι αυτό έπρεπε να ήταν έτσι.
Έκλεισα την κουρτίνα και βάλθηκα να πιέζω εναλλάξ στο τηλεκοντρόλ το εφτά, το έξι και το τέσσερα καθισμένος με την πλάτη χαμηλά στην ράχη του καναπέ.


Λίγες ώρες αργότερα…

- Σκατά, σκατά, σκατά.
Ο Νίκος καθόταν διπλά σε ένα μικρό τραπέζι και σημείωνε αποτελέσματα πράξεων στην καθαρή μεριά μιας απόδειξης.
- Τρία επί δυόμιση, τέσσερα επί ένα κώμα πέντε.
Έγειρα πάνω από το κεφάλι του.
- Τι κάνεις;
-Τελικά πρέπει να πέρασα το μάθημα με πέντε. Αν έχω υπολογίσει σωστά, δηλαδή.
- Τι θα κάνεις όταν τελειώσεις;
- Δεν θέλω να το σκέπτομαι. Ήδη το έχω καθυστερήσει αρκετά, αλλά κάτι λογικά θα βρω.
- Όχι, εννοώ, όταν τελειώσεις με τις πράξεις. Σκέπτεσαι να κατεβούμε στην διαδήλωση;
- Μάλλον τρελάθηκες. Τι δουλειά έχω εγώ με αυτούς;
Συγκλονίστηκα. Αλλά ήταν λογικό. Ο Νίκος προτιμούσε την εύκολη οδό από εκείνη του αγώνα. Αισθάνθηκα πως ήταν χρέος μου να τον συνετίσω.
Τον έσφιξα στον ώμο.
- Πρέπει να ακούσεις κάτι. Είναι εν μέρει λογικό να περιμένεις από τους άλλους να κάνουν πράγματα για να βρίσκεις εσύ έτοιμα τα αποτελέσματα τους. Όμως πρέπει να καταλάβουμε ότι πρέπει επιτέλους να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Και θέλω να πω, τις κοινωνικές ευθύνες. Πρέπει να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας, γιατί έχουμε την δύναμη να το κάνουμε και αν πραγματικά το θέλουμε μπορούμε να φτιάξουμε ένα αύριο πολύ καλύτερο για εμάς. Απλά και μόνο συνηδητωποιόντας ότι πρέπει να συμμετάσχουμε στα κοινά και να μην είμαστε οκνηροί.
- Πρέπει να καταλάβουμε; Άκου να δεις κάτι.
Πήρα την παλάμη μου από τον ώμο του.
- Εσύ μάλλον πρέπει να καταλάβεις ότι το χάσμα ανάμεσα στο πώς θα έπρεπε να ζει κανείς και στο πώς πραγματικά ζει, είναι τόσο μεγάλο, ώστε ο άνθρωπος που αμελεί αυτό που πραγματικά γίνεται προς χάριν αυτού που θα έπρεπε να γίνετε, παίρνει το δρόμο προς την αυτοκαταστροφή και όχι προς την αυτοσυντήρηση.
- Και τι πάει να πει αυτό;
- Όταν γεννήθηκα βρήκα ένα κατεστημένο μπροστά μου. Το να μιλώ για το πώς θα έπρεπε να ήτανε τα πράγματα ειδυλλιακά το γνωρίζω καλά. Και σχεδόν όλοι το ξέρουν με μερικές μικρές διαφωνίες. Τώρα, να αρνούμαι αυτό που ζω, προσπαθώντας να αλλάξω τον κόσμο πέφτοντας σε μια διαδικασία ματαιοπονίας, αγνοώντας την καθημερινότητα, τα μικρά και επιμέρους στοιχεία της κοινωνίας στην οποία ανήκω τα οποία μπορώ να βελτιώσω με την δική μου παρουσία μέσα σε αυτήν και να πολεμώ ανεμόμυλους, είναι, κατά την γνώμη μου, εντελώς ηλίθιο.
Ο κόσμος είναι εξελίξιμος. Όλα αλλάζουνε. Και η βελτίωση της κοινωνίας μπορεί να έρθει από ένα νέο ρεύμα ίσως, από φρέσκες ιδέες και από σύνολα τα οποία μπορούν να τις ενστερνιστούν. Δεν υπάρχουν παγιωμένες θέσεις σε οτιδήποτε. Και προσπαθώ να βάλω το λιθαράκι μου ανήκοντας σε μια γενιά που θα φέρει ένα νέο τέτοιο ρεύμα και μια αλλαγή έχοντας επίγνωση του που ανήκω και το πώς μπορώ και εγώ να συνεισφέρω σε αυτό βελτιώνοντας το και παραδίδοντας το στους επόμενους για διερεύνηση.
Έφυγα αργά - αργά και πλησίασα στο παράθυρο. Αναρωτιόμουν αν είχα κι εγώ κάποιες νέες τέτοιες ιδέες που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες στην κοινωνία και, δηλαδή, αν με το παράδειγμα και την απλή ακούσια συμμετοχή μου στην κοινωνία την εξέλυσα κι εγώ στο μέτρο που μου αντιστοιχεί.
Ο κόσμος στην πλατεία ήταν τώρα περισσότερος από κάθε άλλη στιγμή της μέρας. Έμοιαζε σφιχτός και πεπιεσμένος. Άλλοι εδώ κι άλλοι εκεί. Άλλοι με πλακάτ και άλλοι εμπρός από σκηνές που κάποιοι πέζαν μουσική. Άλλοι φώναζαν συνθήματα και άλλοι με έναν ευδιάθετο τρόπο περιφέρονταν και μιλούσαν σε διαφόρους.
Είχε πια βραδιάσει και όταν έκλεισα το τζάμι ακούγονταν μόνο ένα τζιτζίκι, ο ήχος από το κλιματιστικό και μια γιορτινή μουρμούρα από την πλατεία. Όταν γύρισα ο Νίκος δεν υπήρχε και στο σαλόνι είχε απομένει ένα χλομό λευκό φως. Στο τραπέζι υπήρχε ακόμα το στυλό και η απόδειξη με τους υπολογισμούς που έκανε μόλις πριν. Οι πόρτες των δωματίων ήτανε κλειστές.
Ξάπλωσα στον καναπέ και πίεσα ένα κουμπί στο τηλεκοντρόλ.
Μία από τις πιο σημαντικές ημέρες για το έθνος μας μετά την μεταπολίτευση ξημερώνει σήμερα. Έως την δύση του ηλίου η υποχρεωτική για κάθε πολίτη ψηφοφορία για την ανάδειξη του νέου κόμματος θα έχει ολοκληρωθεί. Οι πολιτικοί αρχηγοί των κομμάτων στην τελευταίες τους προεκλογικές διαδηλώσεις πρότειναν στους πολίτες σύνεση, συλλογισμό και κριτική σκέψη στην επιλογή της ψήφου τους, που θα είναι μία από τις καθοριστικότερες για την εις μάκρος πορεία του τόπου.
Ύστερα, αποκοιμήθηκα στον καναπέ.



Αρκετές ώρες αργότερα…

Ένα δάχτυλο με χτύπησε στα πλευρά, όχι και τόσο ελαφρά.
- Ει, φίλε, τι στο διάολο κάνεις. Ξύπνα αμέσως.
Κοίταξα γύρω μου. Όλα μου έμοιαζαν κανονικά.
- Τι ώρα είναι.
- Η ώρα είναι εφτά. Και όχι μόνο αυτό. Σε μια ώρα κλείνουνε οι κάλπες και είσαι ο μοναδικός που δεν έχει ψηφίσει.
Πετάχτηκα σαν ελατήριο πετώντας την κουβέρτα πίσω από τον καναπέ.
- Καλά, γιατί δεν με ξύπνησε κανείς; Βαριέσαι να με πετάξεις με το αμάξι; Αλλιώς δεν πάω και καθόλου δηλαδή. Η αποχή είναι συνειδητή πολιτική πράξη.
- Όχι, δεν κατάλαβες. Είσαι ο μοναδικός που δεν έχει ακόμα ψηφίσει σε ολόκληρη την χώρα.
- Μα, τι λες;
-Ναι, και άκου και το καλύτερο. Όλα τα Κόμματα έχουν έρθει ισοπαλία.
-Τι εννοείς ισοπαλία;
- Εννοώ πως όλες οι παρατάξεις έχουν ακριβώς τον ίδιο αριθμό ψήφων και είσαι ο μοναδικός που απομένει να ψηφίσει. Η καταμέτρηση έγινε αυτόματα και από τους εκλογικούς καταλόγους, αφότου εντοπίστηκε ότι έλειπε ακόμα μια ψήφος, βρήκαν ότι έλειπες εσύ. Είπαν μάλιστα και το όνομα σου στις ειδήσεις. Εάν δεν πάς, θα κατηγορηθείς για εσχάτη προδοσία.
Άρπαξα τον παντελόνι μου από την καρέκλα και έτρεξα στο παράθυρο χοροπηδώντας μέσα του. Ακριβώς από κάτω είχε μαζευτεί κόσμος που κοίταζε ψηλά φωνάζοντας το όνομα μου.
Άνοιξα την τηλεόραση.
…είναι ίσως η σημαντικότερη ψήφος στα χρονικά των εκλογών…
Έκλεισα την τηλεόραση.
Κατέβηκα στον δρόμο.

Ένα σωρό άνθρωποι έτρεξαν να με αγκαλιάσουν.
Σώσε μας αγόρι μου, μου λέγαν πάνω κάτω όλοι. Μια γριά είχε πιάσει το χέρι μου και το φύλαγε. Εσύ μπορείς να μας σώσεις.
Τράβηξα διακριτικά το χέρι μου.
- Μα καλά, εσείς δεν ψηφίσατε.
-Ψήφισα, αλλά δεν έχει σημασία. Δεν ήξερα και καλά τι ψήφιζα. Εσύ είσαι νέος άνθρωπος. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.
Κινήθηκα γρήγορα και περνώντας μέσα από ένα στενό βγήκα στην πίσω μεριά του δρόμου. Ο κόσμος με ακολουθούσε φωνάζοντας συνθήματα με το όνομα μου.
Ένας ευτραφής μεσήλικας με άγγιξε στον ώμο και με κοίταξε στα μάτια ενώ σκούπιζε τον ιδρώτα του με ένα πανί.
- Ρίξτο εκεί που αξίζει.
- Δηλαδή που;
-Εσύ ξέρεις.
Στράφηκα στον κύριο όγκο του πλήθους.
Έβηξα δυο φορές βάζοντας την γροθιά μου εμπρός από το στόμα. Ύστερα μίλησα όσο πιο δυνατά μπορούσα μα προσπαθώντας να μην βγάλω ουρλιαχτό.
- Λοιπόν, εάν δεν απομακρυνθείτε σύντομα από κοντά μου θα με οδηγήσετε στο να κάνω λάθος και να μην ψηφίσω αυτό που όλοι θέλετε.
Είδα τις φάτσες τους να με κοιτούν για λίγο απογοητευμένες και ύστερα κάποιος φώναξε:
- Ναι, κάνε αυτό που θέλουμε.
Και αμέσως και ένας δεύτερος:
- Κάνε αυτό που πρέπει.
Και αργά όλοι τους απομακρύνθηκαν φωνάζοντας όλοι μαζί ρυθμικά:
Κάνε, Κάνε αυτό που θέλουμε, κάνε αυτό που πρέπει. Που και που άκουγα και το όνομα μου μέχρι που το πλήθος απομακρύνθηκε αρκετά κι πήρα κι εγώ τον δρόμο μου.
Ο ήλιος έπεφτε στον ορίζοντα και η πόλη είχε μια κοκκινωπή γυαλάδα. Θα πρέπει να είχα βαριά είκοσι λεπτά. Κοίταξα τον ουρανό και μου φάνηκε ολόισιος πέρα ως πέρα και γυαλιστερός σαν ατσάλι. Στους δρόμους είχε πέσει μια μελαγχολική σιωπή. Οι προσόψεις των σπιτιών ήτανε μουντές χωρίς τον κόσμο μέσα. ¨Ένα κορίτσι ζωγράφιζε κάτι στην άσφαλτο με κιμωλία.
Περπάτησα γρήγορα με τα χέρια στις τσέπες μέσα από τις γειτονιές και βγήκα στον έρημο κεντρικό αυτοκινητόδρομο και ξεκίνησα να περπατώ πατώντας πάνω στην διαχωριστική γραμμή. Που και που κοιτούσα πίσω μου μα τώρα ούτε άκουγα κάτι, ούτε και έβλεπα κανέναν. Ήταν σαν να η πόλη να έσβηνε πίσω μου και κανένα βάρος να μην έγερνε πια επάνω μου. Ίσα - ίσα. Ένιωθα ανάλαφρος σαν πουλί και πιο ψύχραιμος και ήρεμος από ποτέ.
Ξαφνικά ένας άντρας με κουστούμι και καταθλιπτική φάτσα εμφανίστηκε δίπλα μου και μου έσφιξε τον καρπό με αρκετή δύναμη. Με κοίταξε ευθεία μέσα στα μάτια.
- Πες μου απλά έναν αριθμό, μου είπε.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου και το σήκωσα ξανά με αποφασιστικότητα.
- Εκατό εκατομμύρια.
- Τι εκατό εκατομμύρια; Έναν αριθμό από το ένα μέχρι και το σαράντα πέντε, το τελευταίο για να συμπληρώσω ένα "λοτο". Πες μου ένα καλό.
- Εχμ, το ένα.
Έβγαλε από την κολότσεπη ένα χαρτί και το ακούμπησε πάνω στο γόνατο του και σημείωσε τον αριθμό.
- Είναι σίγουρα καλό;
- Εχμ, ναι. Είναι.

Ύστερα κι εκείνος έφυγε κι εγώ προχώρησα λίγα μέτρα ακόμα και μπήκα στο εκλογικό κέντρο, πετώντας το τσιγάρο πίσω μου καθώς περνούσα από την πόρτα.



Λίγα λεπτά αργότερα. ..(Περίπου είκοσι πάνω κάτω).


Με το που άνοιξα την πόρτα ο Βαγγέλης με έπιασε από τον γιακά.
- Τι ψήφισες;
- Μη!
Ο Χάρης τον συγκράτησε
- Η ψήφος είναι μυστική. Δεν είσαι υποχρεωμένος να μας πεις. Κάθισε.
Χώρεσα ανάμεσα σε ένα μικρό κενό που υπήρχε ανάμεσα από τους άλλους στον καναπέ.
- Άνοιξε την τηλεόραση.
Πίεσα το πέντε.
…η ψήφος λοιπόν που θα κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα αυτών των εκλογών είναι… χμ, είναι λευκό. Έχουμε ισοπαλία. Εφόσον τα κόμματα συμφώνησαν να δεχτούν τα αποτέλεσμα αυτών των εκλογών δίχως να απαιτήσουν εκλογή δια της πλειοψηφίας, θα είναι η πρώτη φορά που θα έχουμε μη πλειοψηφική βουλή. Οι κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι λοιπόν θα είναι εβδομήντα πέντε για κάθε κόμμα. Ως συνέπεια οι νέες αποφάσεις για την πορεία του τόπου μας θα πρέπει να συμφωνηθούν κατά το ένα τέταρτο ριζοσπαστικές, ένα τέταρτο φιλελεύθερες, ένα τέταρτο συντηρητικές και ένα τέταρτο εκσυγχρονιστικές. Κάτι στο οποίο τα ελεγχθέντα κόμματα ήδη συμφώνησαν πως πρέπει να συμφωνήσουν, με τις αναμενόμενες ωστόσο αντιδράσεις. Ας δούμε τώρα τα νούμερα του λόττο. Ο πρώτος αριθμός είναι το ένα, ο δεύτερος το…
Ο Χάρης έκλεισε εκνευρισμένος την τηλεόραση. Ύστερα γύρισε στο μέρος μου.
- Κατάφερες να τα κάνεις όλα σκατά. Τώρα δεν θα βρεθεί ποτέ λύση σε όλο αυτό το μπάχαλο.
Σηκώθηκα από την θέση μου και πλησίασα στο παράθυρο. Κοίταξα κάτω αλλά τώρα πια δεν υπήρχε κανείς στους δρόμους. Σκέφτηκα πως τελικά μπορεί να τα έκανα όλα μαντάρα.
Πίεσα με δύναμη το δάχτυλο μου το παράθυρο και τραβώντας το αργά προς τα κάτω άκουγα τον ήχο από το ζούληγμα στο γυαλί. Πίσω μου οι άλλοι τώρα τσακώνονταν και φώναζαν. Και ό Γιάννης έπαιρνε το μέρος μου και έλεγε πως η αποχή είναι συνειδητή πράξη, ο Βαγγέλης πως ο κόσμος πρέπει να συνασπιστεί, ο Νίκος ότι το χάσμα ανάμεσα στο πώς θα έπρεπε να ζει κανείς και στο πώς πραγματικά ζει, είναι τόσο μεγάλο, ώστε ο άνθρωπος που αμελεί αυτό που πραγματικά γίνεται προς χάριν αυτού που θα έπρεπε να γίνετε, παίρνει το δρόμο προς την αυτοκαταστροφή και όχι προς την αυτοσυντήρηση και τέλος, ο Χάρης, φωνάζοντας όπως πάντα, έλεγε ότι οι ιδέες πρέπει να άπτονται των συστημάτων και πως όταν ένα σύστημα, όποιο και αν είναι αυτό, καταλήγει να γίνει θεματοφύλακας μιας ιδέας, τότε η ιδέα έχει αποτύχει

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Το φεγγαρι πεφτει πισω από τα κεραμυδια. Είναι κοκκινο και μακρια πολύ, και αν το κοιταξεις θα σε δω.




Το φεγγαρι πεφτει πισω από τα κεραμυδια



Καταταχτηκε στις 3 σεπτεμβρη, στο 124 Π.Β.Ε της τριπολης. Του αρεσε το φθινωπορο, και καθώς περναγε την πυλη τα φυλλα επεφταν μεσα στο στρατόπεδο. Παραξενο να περνάς την πυλη, σκεφτηκε, και ενας ενστολος στα δεξια του εγνεψε να συντομευει. Εξω από τα καγκελα κοπελες χερετουσαν. Καποιες ηταν ομορφες.
Τον οδηγησαν σε μιαν πλακοστροτη αιθουσα. Καθησε σε μια καρεκλα και για μιση ωρα η οθονη που στεκονταν μπροστα στους νεοσυλεκτους παρουσιαζε τεθωρακισμενα να καταλαμβανουν προμαχωνες. Διπλα του ενας μπαρουτοκαπνισμενος νεοσυλεκτος παρακολουθουσε το ντοκιμαντερ με αλαφιασμενο βλεμμα.
- Πο πο αρματα! Πο πο οπλα! Τι ειμαστε εμεις οι ελληνες ρε παιδι μου; μακαρι να ειχα πολεμησει κι εγω στα χαρακοματα. Κι επειτα από λιγο, σχεδον αποτομα: Πως σε λενε;
- Ριτσάκι.
- Μιχαιλιδης, του δωσε το χερι, μαζι θα μαστε στον θαλαμο.
Με αυτόν θα καταφερω να γινω φιλος; αναρωτηθηκε. Τοτε για πρωτη φορα καταλαβε πως εκεινο που θα τον συνοδευε σε ολη την θυτεια του ηταν οι σκεψεις. Βασανιστικο πραγμα οι σκεψεις, σκεφτηκε, αλλα θα μπορουσε να το υπομένει. Η ζωη είναι σινιφασμενη με τις σκεψεις.
Μετα από λιγο καποιος ηρθε και τους μαζεψε και διασχησαν μαζι έναν μεγαλο δρομο. Σε τριαδες, τους ειπε αυτος, και εκαναν τριαδες. Ολοι κρατουσαν σακους με ρουχα και μερικοι μιλουσαν στο τηλεφωνο. Ενας φορουσε σχισμενο παντελονι και καποιος ειχε στο αυτί του σκουλαρικι.

Πρωτα μπήκαν σε μια αιθουσα και καθησαν στο πατωμα. Υπηρχε μια μεγαλη πινακιδα που εγραφε υποδοχη. Ο πρωτος ενστολος εφυγε και ηρθε ενας δευτερος. Καλωσηρθατε, τους ειπε, και αρχησαν να αναιβενουν σκαλοπατια. Σκαλοπατια δεξιοστροφα, σκαλοπατια αριστεροστροφα, σκαλοπατια ισια. Περνουσαν εμπρος από γραφεια και ενστολους και κανενας δεν μιλουσε, ενω που και που ακουγονταν καποιος καποιον αλλον να ρωτα: με λενε γιαννη, από πού μου ειπες ότι καταγεσε;
Στον επομενο διαδρομο μπηκαν στην πρωτη πορτα. Ηταν η αιθουσα τεσσερα. Ο ενστολος εφυγε και για εκεινον που πηρε την θεση του μερικοι ειπανε πως ηταν αρχι σμηνιας. Σκεφτηκε πως για να το αναφεραν, θα πρεπει να ηταν σημαντικο να εισαι αρχι σμηνιας. Καποιος παλι ειπε ειπε πως μαλλον αρχι μαλακας ητανε. Εκεινος τους μιλησε για λιγο και υστερα σηκωθηκαν ξανα. Στην νεα πορτα που περασαν η καρτελα εγραφε οφθαλμιατρος. Και η επομενη ιατριο. Και η τριτη ακτινολογικο. Η τελευταια εξεταστηριο, κι εκει τους ειπαν να γδυθουν. Καποιος γυμνος βρωμουσε και ενας άλλος ηταν πολύ χοντρος. Δεν ηξεραν αν βρωμαει ο χοντρος, παντως, κανεις δεν ξερασε. Κι όταν όλα αυτά τελειωσαν, τους οδηγησαν σε έναν θαλαμο και τους εδωσαν παραλαγες. Κανεις δεν τους ειπε να τις φορεσουνε αμεσως, αλλα καποιοι το εκαναν και καποιοι αλλοι γελαγαν μαζι η τους. Κοιταχτε κατι στρατοκαβλους, ελεγαν σιωπηλα, μα με ξεκαθαρη προθεση να ακουστουν.
Μεχρι το τελος της μερας ειχε μαθει από πού καταγωνταν και ο τελευταιος θαλαμιζομενος, αλλα δεν ηταν σιγουρος και για τα ονοματα τους. Υστερα κοιταξε για λιγο γυρω του. Σκεφτηκε: όπως κανουν ολοι, ετσι κι εγω. Κι επειδη ολοι κοιμοντουσαν, κοιμηθηκε κι αυτος.

Το πρωινο προσκλητιριο βρηκε το στρατοπαιδο τυλιγμενο στην ομιχλη. Τα πρωσοπα ολων σκεπαζε ενα πεπλο αποριας. Εμοιαζαν να σκεφτοντε πως προσπαθουσαν να μην σκεφτοντε.
Ενας σμηνιας ηρθε και τους ειπε να κανουνε τριαδες. Κανανε τριαδες. Τους οδηγησαν σε ένα απλωμα που λεγοτανε ο Ταφος. Καποιος ανεβηκε στο βημα και ειπε να γινει ησυχία. Εγεινε αυτό που ειπε. Και τοτε αρχιζαν να διαβαζουν ονοματα μεσα από καποιο φακελο. Ανελαβε να το κανει μια γυναικα. Σημειωση: Γελειο θεαμα μια γυναικα στον στρατο.
- Μιτροσιλης Δημητρης,
- Παρον
- Διαταξτε θα λες.
- Καλαμολεγγος γιαννης
- Παρον… εννοω… διαταξτε…
- ΑΠΑΝΤΕΣ, θεση για καμψεις.
Πηραν ολοι από τριαντα.
- Μιροτσος βασιλης
- ΔΙΑΤΑΞΤΕ
- Λουτριδης Αβρααμ
- …ταχτε
- ΑΠΑΝΤΕΣ, θεση για καμψεις…
Πηραν ακομα δεκα πεντε
- Ζερβος Νικος
- ΔΙΑΤΑΞΤΕ
- Μουχακης βασιλης
- ΔΙΑΤΑΞΤΕ
- Λεκκας Χριστος
- ΔΙΑΤΑΞΤΕ
….

Εκεινος σηκωσε το κεφαλι ψηλα και περιμενε να φωναξει το ονομα του που ερχονταν μετα από τρακοσια πενηντα ονοματα. Επρεπε πει κι αυτος ΔΙΑΤΑΞΤΕ. Ειχε το ανχος του και το ΔΙΑΤΑΞΤΕ στον στρατο. Καποιος ειχε πει πως αν ειχες λεπτη φωνη και εκανες κοκορακι στο προσκλητηριο, υστερα «σου βγαινε τ’ ονομα». Δεν ειχε αστεια φωνη, μαλλον.
Ακλονητος μεσα στο πληθος των παρατεταγμενων φανταρων σκεφτηκε πως η ζωη εινε ομορφη μεσα από τις δισκολιες της. Το φεγγαρι ητανε ομορφοτερο μεσα από τους περιορισμους του στρατοπαιδου. Τα κεραμυδια, κατακοκινα και καποια ξεθωριασμενα, στεκονταν θλιμενα. Αφου ειπε το διαταξτε του με επιτυχια, επρεπε να περιμενει ακομα εφτακοσια ατομα να κανουνε τον ιδιο.
Ο ουρανος σουρουπωνε. Ο ηλιος ειχε αρχησει να αχνωφενετε μακρια και πανω από τα κεραμυδια το φεγγαρι χανονταν αργα. Ισως να στεκοτανε ακινητος κάθε βραδυ και να βροντοφωναζε διαταξτε, μα μεσα του μπορουσε να σκεφτετε ότι ηθελε. Κανεις δεν τον εμποδιζε μεσα του να σκεφτετε γελεια πραγματα με θεαματα, τιμες, ιποτες και καστρα και δοξες που η ζωη του αρνθηκε.
Σημειωση: Γελειο πραγμα να σκεφτεσε όταν ολοι φωναζουνε ΔΙΑΤΑΞΤΕ.
Αφου η καταμετρηση τελειωσε αρχισαν να καλουν τις πρωινες υπηρεσιες. Αυτο θα επαναλαμβανονταν στο εξης κάθε μερα και ολοι λεγανε: που μπλεξαμε τωρα, ρε πουστη μου. Τα δεκα πρωτα ονοματα που ειπαν θα ηταν υπηρεσια μαγειριων. Οι δεκα πεντε δευτεροι εστιατωρες και μερικοι καθαριοτητες. Μετα το τελος του προσκλητιριου καποιος από την καθαριοτητα ζητησε να τον αλαξουν με έναν που ηθελε να μην κανει μαγιρια, αλλα ο σμηνιας γελασε ειρωνικα και απομακρινθυκε.
Εκεινον τον εβαλαν πληντυρια. Φορεσε στολη και αρβυλα και πηγε μαζι έναν φανταρο που τον ελεγαν Μιχαλαρο σ’ μια ακρη του στρατοπεδου οπου σεντονια στεγνωναν σε αμετρητες σειρες σιρματων. Ειχε πια ξημερωσει για τα καλα.
Καλο παιδι ο μιχαλαρος. Ολο τεμπελια και ιστοριες. Τους εδωσαν ένα καροτσι και ξεκινησαν από τον πρωτο διαδρομο. Εκεινος εβγαζε τα μανταλακια και ο μιχαλαρος τραβουσε το σεντονι μεσα. Πηγενε καλα το θεμα, αλλα τα σεντονια θα ηταν τουλαχιστον δυο χιλιαδες.
- Μην βιαζεσε τοσο, του ‘πε τελικα επειτα από λιγο. Παρε άλλο ένα καροτσι και παμε μια κοντρα.
Πηγανε κοντρα.
Το δικο του καροτσι ειχε μια στραβη ροδα και εκανε γκελ. Εχασε.
Υστερα ο μιχαλαρος ξεκρεμασε μερικες κουβερτες και εφτιαξε ένα τσαντιρι από λινοσκεπασματα. Τα τεντοσε δεξια, τα τεντοσε αριστερα, και εκανε και κατι που εμοιαζε με πορτα. Ξαπλωσε κατω από το κουβουκλιο και εβγαλε από το βρακι του ένα τσιγαριλικι. Κοιτα τι εχω εδώ, ειπε, και το κουνισε εμπρος από τα ματια του. Ο ηλιος εκαιγε τωρα κοντινος. Ο μιχαλαρος σε μερικα χρονια θα μαχερονονταν πανω σε καβγα, αλλα ακομα ιδεα δεν ειχε για το τι επροκειτο να του σιμβει, κι ετσι αναψε το τσιγαριλικι του και αρχησε να λεει ιστοριες. Κι εκεινος τον κοιτουσε ορθιος μες στον ηλιο.


Λιγες μερες αργοτερα στον θαλαμο επικρατουσε η αντρικη αισθηση της ταξης και η συμετρια των αντικιμενων. Μερικοι καθαριζαν τουαλετες και αλλοι σφουγαριζαν. Αλλοι ξυριζονταν κι αλλοι ειχαν αφρο στ αυτια Αλλοι παλι κοιμοντουσαν με τα αρβυλα πανω στις κουβερτες και καποιος τσακονονταν γιατι του πατησαν το μαξηλαρι. Και υστερα ολοι μαζι ετρεχαν και ετρεχαν για ωρες. Οσοι εμεναν πισω στην γυμναστικη καταπιανονταν με τα αθλιτικα, μιλουσαν για δουλειες, και παντα ακουγονταν καποιος κομουνιστης που διαλαλουσε πως στον κοσμο δεν θα πρεπε να γινοντε πολεμοι και καποιος που μολις χωρισε.
- Ακου να δεις κατι, πεταγοταν τοτε σχεδον αμεσως ο μιχαιληδης, η γυναικα που τωρα εχετε διπλα σας και που στο μελλον θα αποκτησετε το μονο που θελει είναι να κανει πιπες. Το ότι τωρα πιθανον να τις κανει σ’ εσας, είναι ένα καθαρα σιγκιριακο φενομενο.
Στον θαλαμο τα κρεβατια ηταν διπλά. Περιεργα κρεβατια. Δεν ειχαν κατι το ιδιετερο. Ηταν κομψα στην λιτοτητα τους. Σιδερενια. Και οι τιχοι ηντουσαν παλιοι και καλα σιντιριμενοι. Τα δεντρα ψιλο κιτρινα μα τα παρτερια καθαρα. Όταν μια αραχνη κρεμονταν από ένα δοκαρι αμεσως καποιος ετρεχε με μια σκουπα να την καθαρισει. Και αναμεσα στους ιστους η σκονη επεπλεε αργα πανω στις ηλιαχτιδες του πρωινου και το φως εκανε σχεδια στο μαρμαρο.
Διαφορα πρωσοπα περνουσαν μπροστα από τα ματια του. Ψιθυροι ακουγονταν απ’ τα κρυφα που ελεγαν, κι αυτος στον θαλαμο μας; Ηταν προσωπα όλα αγνωστα. Όλα τους διαφορετικα και όλα ιδια. Σαν να διεφεραν με τον ιδιο ακριβως τροπο: Αλλοι φορουσαν γυαλια. - αλλοι ειχαν ξυρισμενο κεφαλι και το επαιζαν σκληροι. Καποιοι ηταν χοντροι και καποιοι αγραματοι. Ενας ειχε σμηχτα φριδια και μερικοι ητανε τοσο αστειοι και ετιμολογοι που μπορουσες να πεις πως επρεπε να γινουν κωμικοι. Και καποιος από ολους εκεινους ητανε και ο ιδιος, κι εβγαλε έναν μαρκαδορο και στο ξυλο πανω από το κρεβατι του εσβησε την μερα που ξημερωνε στο ημεροδικτιο και παραπερα εγραψε σ’ αγαπω. Για μια στιγμη κοιταξε τριγυρω του, κι όταν σιγουρευτικε ότι κανενας δεν κοιτουσε εγραψε και το ονομα μιας κοπελας. Τοτε σε καποιο από τα διπλανα κρεβατια μια φωνη ακουστηκε: Τι ωραιο που είναι όταν ξυπνας να ζεσταινεις την κολοτρυπιδα σου με μια κλανια!
Στον θαλαμο ειχανε και διδιμους. Ητανε πολύ ασχημοι παναθεμα τους, μα υπερβολικα αθωοι: Στο πρωινο προσκλητηριο ξυπνουσαν πρωτοι, στη βραδινή αναφορα ετρεχαν με το χτιπημα του κουδουνιου. Τις αρβυλες τους τις ειχαν παντοτε γυαλισμενες και για το μπανιο ειχαν ένα πρασινο σαπουνακι μεσα σε ένα λευκο μικρο κουτακι. Όταν επλεναν τα χερια τους ανοιγαν το κουτακι και εβγαζαν το σαπουνακι. Αφου επλεναν το προσωπο τους ξεπλεναν το σαπουνακι και το κλειναν στο κουτακι. Το βαζαν στην βαλιτσα και την κλειδωναν. Το κλειδι το κρεμουσαν στον λαιμό.
Η μητερα τους ειχε τακτοποιησει όλα τους τα πραγματα σε δυο μεγαλους γκριζους σακους. Εκεινοι πριν παρουν κατι τα εβγαζαν και τα εβαζαν όλα με την ιδια ακριβως σειρα και τροπο που τα βρηκαν.
Τους διδιμους τους ειχαν ολοι λιγο στο ψηλο, ωσπου μια μερα καποιος σμηνιας αδειασε όλα τα ειδη τους στο πατωμα γιατι βρηκε πως εστρωναν λινα σεντονια. Φθαρμενα ητανε, μα μολις ειδε ότι ηταν κεντητα αναποδογυρισε και τις δυο βαλιτσες τους. Υστερα ολοι εφυγαν και εκεινοι στεκονταν και κοιτουσαν πραοι και λυπημενοι. Μολις το κυριγμα τελειωσε εσκειψαν και αρχισαν να μαζευουν τα πραγματα τους ένα-ένα με τον ιδιο τροπο στην βαλιτσα. Τελευταια εβαλαν μεσα σε έναν φακελο την στρατιωτικη τους φωτογραφια που ειχε πλακωθει. Από τοτε κάθε βραδυ ολο την ισιωναν κι αργοτερα ειπαν πως δεν ειχαν λεφτα να παρουν άλλη. Δεν είναι σωστο να γαμας ετσι την αθωοτητα, σκεφτηκε εκεινος.



Το επομενο πρωινο από τα μεγαφωνα βγηκε ανακηνωση. Ακουστηκε ένας γδουπος, ένα γδαρσιμο, και μετα η μικροφωνικη φωνη: σε δεκα λεπτα, ολοι σινταξη στην πιστα. Επαναλαμβανω, σε δεκα λεπτα…
Από τους θαλαμους αρχισαν να βριζουν. Ο μιχαλαρος σικωθηκε γυμνος και φορεσε την παραλαγη χωρις εσωρουχα και ο μιχαιλιδης βγηκε από το μπανιο με μισο κοντρα ξιρισμα. Οι περισοτεροι φορεσαν λαθος ζευγαρι αρβυλα.
Μαζευτικε τροχαδην το στρατοπαιδο στην πιστα εστιασεως και ξεκινησαν με βημα για τα διδακτιρια. Σε μια ατελειωτη ουρα φανταρων εκπεδευτες ακουγονταν να λενε: Αριστερο-μεταβολη-μεταβολη-δυο τρια κι εμπλοκη. Εκει εκαναν ουρα και εμπεναν ανα δυο σε μια πορτα οπου ανθρωποι με γυαλια καθοντουσαν σοβαροι εμπρος από υπολογιστες. Όταν καποιος φανταρος εβγαινε από την αιθουσα αμεσως ολοι τον ρωτουσαν: Τι σου ελεγαν;
- μαλακιες, απαντουσε, τι εχω κανει στην ζωη μου
- τι εχεις κανει στην ζωη σου;
- Αν εχω σπουδασει, αν δουλευω, αν ξερω ξενες γλωσσες, αν εχω διπλωμα μεγαλης κατιγωριας.
Εκεινος ηξερε αγγλικα.
Κατευθυνθηκε στο βαθος και ακουγε τους αλλους να μιλουν.
- Τι θα δηλωσεις; Ελεγε καποιος
- Εχω σπουδασει μηχανολογος, μια φωνη απαντουσε. Μια άλλη: εγω είμαι ηλεκτρολογος, μια άλλη: εγω οδηγος.
Σκεφτηκε, εγω ξερω αγγλικα. Βαδισε ως το τηλεφωνο και καλεσε έναν αριθμο. Στην άλλη ακρη της γραμμης κανεις δεν απαντησε. Αναμεσα στα πληκτρα καποιος ειχε γραψει με μαρκαδορο: Δυτικα προαστια, r1 για ζωη! Μακης, γ’ εσσο. Από την άλλη ακρη της γραμμης καποτε καποια του ειχε πει: εισαι ενας ψυχικα ασθενης ανθρωπος.
Αρχησε να κανει κυκλους στους διαδρομους. Τοτε τον ειδε για πρωτη φορα. Ηταν ενας μακρυς κιτρινος διαδρομος με μωσαικο και δεξια και αριστερα μισανιχτες πορτες με θρανεια και ενδειξεις. Στο βαθος υπηρχε ένα πελωριο παραθυρο από το οποιο ετρεχε μεσα φως, φως και παλι φως. Τοσο πολύ φως, που οι ενδιξεις γιαλισαν και το μωσαικο λαμπιρισε. Εκει που στεκονταν ηταν σκοτεινα, ετσι γλιστρησε αθορυβα από την παραταξη και πρωχορισε: Στην πρώτη πορτα εγραφε αιθουσα εικοσι οκτω, σε μια άλλη, διδασκαλια, μα δεν υπηρχανε φωνες και τα θρανεια ηταν όλα αδεια. Και σκεφτηκε: ειμαι ενας ψυχικα ασθενης ανθρωπος.
Πριν προλαβει να φτασει στο τελος μια φωνη ανωτερου τον καρφωσε στην πλατη: για πού νομιζεις ότι το ‘βαλες; Του απευθυνθηκε. Κοιταξε το φως, κοιταξε και πισω του. Εξω από το παραθυρο τιποτα δεν φενοταν, ξανα μοναχα φως. Εστριψε και γυρισε στην παραταξη. Επειτα, στην αιθουσα τον ρωτησανε σπουδες, επαγγελμα, χομπι, διπλωματα, ξενες γλωσσες; Εκεινος απαντησε, αγγλικα. Στην οθονη αμεσως πληκτρολογιθικε, Αγγλικα. Αποδοχη-ΟΚ. Εμφανιστηκε: η καρτελα αποθυκευτικε.




Θα πρεπει να ηταν η δεκατη μερα στο στρατοπαιδο. Ο κοιλος ουρανος κατεβαζε από το γκριζο του βροχη σαν καταραχτη. Βαδιζε στους εξωτερικους διαδρομους της μοιρας. Από την πρωτη μερα τους το ειχαν πει ξεκαθαρα: δεν μπορειτε να απομακρινεστε από εδώ. Αυτος εινε ο χωρος που θα ζητε για τους επομενους δυο μηνες. Διπλα υπηρχε το μεγαλο απλωμα που λεγοτανε ο ταφος. Πιο περα μια αιθουσα, μακριτερα μερικες αγνωστες εγκαταστεις και πισω από όλα αυτά η πολη, το βουνο, ο ουρανος, τα συνεφα. Εκανε γυρους στο τετραγωνο και κοιτουσε το νερο να σταζει στους κοισους. Τοτε ξαφνικα η βροχη σταματησε και ένα πλατυ ουρανιο τοξο εμφανιστηκε στον ουρανο με την μορφη πολυχρομων χορδων που ενωναν δυο βουνοκορφες της τριπολης - αναμεσα τους ο ηλιος και λιγο πιο περα ακομα δυο αστερια φωτεινα που ακομα σιγοκαιγανε, δυο αστερα φιλοι.
Ενας φανταρος βγηκε από την αιθουσα και κοιταξε τον ουρανο. Υστερα ενας δευτερος. Και τριτος. Ολο το στρατοπαιδο μαζευτικε σιγα σιγα στους διαδρομους και κοιτουσε ψηλα. Ουαο, λεγανε, ουρανιο τοξο.
Ο μοιραρχος σαν πηρε χαμπαρι τι εγεινε εσκασε από την γωνια. Κορδοθηκε καμαρωτος, ουρλιαξε : Τι κανετε εδώ. Εισαστε ντροπη για το στρατευμα. Ολοι μεσα, ΑΜΕΣΩΣ. Κανανε να απομακρυνθουν. - ΧΕΡΕΤΑΤΕ! Ριξανε και μια χερετουρα και φυγανε. Κι υστερα από λιγο βγηκε εξω και αρχησε ξανα να περπαταει στους διαδρομους γυρω από τους θαλαμους. Όχι παραπερα. Αυτος θα εινε ο χωρος που θα μπορειτε να κινηστε για τους επομενους δυο μηνες, τους ειχαν πει. Η βροχη ξαναρχισε.

Επειτα από μια μερα βγηκανε οι πρωτες σκοπιες. Πολλα ειχανε ακουσει να λεγοντε για τις σκοπιες. Στην δεκατρια ενας παλιος ειχε πει πως καποιος βιασε έναν σμηνιτη. Στην εφτα πως ειχανε δει φαντασματα. Ενας φανταρος που λεγοταν μιχαλοπουλος προβληματιζε τον θαλαμο με τα ερωτηματα του: τι θα κανετε εάν στην σκοπια σας παρει ο υπνος; Εάν ενας αξιωματικος σας κλεψει το οπλο; Αν δειτε από την άλλη ακρη της νυχτιας να τρεχει στο μερο σας ένα ξωτικο;
Η σκοπια δεν ηταν προβλημα για εκεινον. Σκοπια σιμενε ηρεμια. Σημενε σκεψεις. Μερος απορθυτο που κανεις δεν μπορει να σε αποτρεψει από το μονο που μπορεις να κανεις, να σκεφτεις.
Για τον μαυρουλη, απ τον θαλαμο, τρια κρεβατια και διαγωνια επανω απ’ το δικο του, ελεγαν πως τον ειχανε πιασει να τον πεζει στη σκοπια. Για δυο βδομαδες οσοι τον γνωριζαν εψαχναν μεσα στην σκελεα του και όταν εβρισκαν ένα playnoy του κλειναν το ματι και του λεγανε: πηρες δουλεια για την σκοπεια; και κάθε φορα που πηγενε στο μπανιο τον ακολουθουσαν με μια φωτογραφικη μηχανη στο χερι. Από τοτε συνεχως τα βραδια το σιζιταγαν και ολο και καποιος νεος εμφανιζοταν που παραδεχονταν πως ειχε κανει το ιδιο. Και στα κρυφα ολοι οι αλλοι λεγανε, κι αυτος τον εχει πεξει στην σκοπια, κι αυτος, κι εκεινος. Κι εν τελη, κι εγω τον εχω πεξει στην σκοπια; γιατι, κακο είναι;

Εκεινο το βραδυ που ειχε ομιχλη και στο στρατοπαιδο ξεχωριζε μοναχα το νεον απ τις λαμπες πανω από τις οπλαποθηκες, το μεταγωγικο ηρθε να τους παρει στις τρεις. Στον αεροδιαδρομο τα μπλε φωτακια ειχανε αναψει κατά μηκος. Ανεβηκαν από μια μικρη σκαλα που ετριζε και καθησαν σε δυο αντικριστα παγκακια στην καροτσα. Ητανε όλα σκοτεινα και κανεις δεν μιλησε. Το σταγερ ξεκινησε και στην πρωτη ευθεια επιταχινε - στα σκοτεινα οι φανταροι στεκονταν στην σκονη που κολιμπουσε στο ημιφως με τα τουφεκια σφινωμενα αναμεσα στα μπουτια και το κρανος παραμασχαλα.
Το οχημα ετρεχε, στην πρωτη λακουβα ολοι τρανταζονταν και η καροτσα ακουγονταν ετιμη να διαλυσει. Ο οδηγος βιαστικος να κοιμηθει το σανιδωνε ολο και ποιο πολύ - από πισω ενας σκιλι ακολουθουσε. Στις λακουβες ολοι σκουντουφλουσαν, η σκονη εκανε δινες αναμεσα στα πρωσοπα και ο σκυλος ξεμενε πισω. Όμως στις κλειστες στροφες ζυγωνε και φενονταν το τρεχαλητο του κατω από τις λαμπες και το φως του φεγγαριου. Κι εκει που εφτανε πια διπλα και ακουγονταν το λαχανιασμα του, στην επομενη ευθεια εμενε παλι πισω, μα ησουν σιγουρος πως δεν σταματαγε να τρεχει. Και μολις καποιος φανταρος κατεβενε να παει στην σκοπια του, αυτό παλι θα εμφανιζονταν και θα κρεμαγε την γλωσσα του να ξαποστασει. Ετσι ξανα το σταγερ εφευγε, και ξανα το σκυλι εμενε μακρια, κι απ’ ολους τους φανταρους ο μιχαλαρος απλωνε το ποδι του στην καροτσα και φωναζε, ελα αγορι μου, μπορεις να τα καταφερεις, προλαβενεις, ελα… και ο σκυλος στο βαθος συνεχιζε να τρεχει.
Τα προσωπα στο σταγερ λιγο πριν το ξημερωμα ηταν σκοτεινα και σκονισμενα. Φανταροι κρατουσαν κρανοι, στηριζονταν στα οπλα, κρατουσαν με τα δυο χερια τους το πρωσοπο. Ο μιχαηληδης στην γωνια ειχε αναψει ένα πουρο και κοιτουσε εξω. Και καπου εκει στο βαθος καθοταν κι ενας παλιος. Ο παλιος εφερνε λιμενες εξαρτησεις, χειτωνιο ξεκουμποτο, αρβυλα μεσα από το πατζακι. Το πρωσοπου του δεν φενοναν. Οι γονιες του εκαναν παιχνιδια με το φως, το σκοταδι και την σκονη σαν ασπρομαυρο φιλμ νουαρ – εκεινος καπνιζε. Ισως αναμεσα στους νεους, ετσι επρεπε να μιαζει ενας παλιος.
Το σταγερ σταματησε στην δεκατρια. Ητανε η σκοπια του. Περιεργη σκοπια η δεκατρια. Πολλα ειπωνονταν. Δυο προβολεις στο σκεπαστρο την φωτιζαν από δυο μεριες και τριγιγω τιποτα άλλο δεν υπηρχε. Ο ουρανος ηταν φωτεινος. Αν ηξερες από αστρα, εβλεπες ξεκαθαρα τους αστερισμους. Εκεινος του ζυγου φενοτανε ξεκαθαρα σαν σφραγιδα, επισης του σκορπιού, και η μεγαλη αρκτος. Τα υπολιπα αστερια εμιαζαν καπως σκοτεινα ολογυρα τους. Το σκιλι τον ακολουθησε. Αυτος ανεβηκε τα σκαλοπατια του φιλακιου κι εκεινο κουλουριαστηκε χαμω να κοιμηθει. Κι όλα αυτά γιατι του ειχε πεταξει ένα κοματι σοκολατας. Ποσο δεσμιος ειχε γινει ενας σκυλος μοναχα για ένα κοματι φαι. Ότι ποτε κανεις δεν εκανε για εκεινον, το εκανε τωρα ενας σκυλος χωρις ανταλαγμα. Και ποσο λιποταν που ειχε κανει ένα σκυλι δεσμιο του για λιγη σοκολατα. Και εξισου το ιδιο λιποταν που ποτε κανεναν αλλον δεν ειχε κανει δεσμιο του για κατι τοσο φθηνο.
-τωρα που θα κανεις σκοπια, η πρωην σου θα κανει πιπες, του ειπε καθως κατεβενε το σταγερ μια φωνη απ’ το βαθος.
- τωρα που θα κανεις σκοπια, η πρωην σου θα μαθενει νεα κολπα, ειπε ενας άλλος.
- Τι σας λιπει στο στρατο; Του ειπε ο σμηνιας περιστερης, ενώ του εδινε το φιλο περιπολου. Τρωτε, πινετε, εχετε ηρεμια, δεν εχετε εγνιες, δεν σας βασανιζουν οι γυναικες.
Γυρω από την σκοπια υπηρχε ένα κικλικο μπαλκονι. Το κοβανε ολοι βολτα και όταν συναντιοντουσαν λεγανε τον αριθμο των κυκλων που ειχαν κανει. Ο τσακιρης ειχε πει πως μια φορα εκανε εξακοσιες. Ο τσακιρης λεει ψεματα, λεγαν οι υπολιποι. Δεν γινετε να κανεις εξακοσιους κυκλους, αλλα εκεινος ειχε κανει χιλιους εκατο. Ο τσακιρης μαλλον ελεγε ψεμματα.
Τι μας λιπει στον στρατο; Αναρωτιοταν και ο ιδιος καθως ξεκινησε τις στροφες στο μπαλκονι. Αρχισε να βρεχει. Αρχησε και να εχει κρυο. Ομιχλη ερχοτανε. Οι σκεψεις είναι αρωστια. Σοβαρη ασθενεια.
- Εξω από τον στρατο η πρωην σου μαθενει νεα κολπααααα!!!!! Φωναξε μεσα από το τζιπ της περιπολου που περνουσε με ταχυτητα καποιος γνωστος.
Κι όμως εγω ειμε εδώ, σκεφτηκε εκεινος, στις τεσσερεις το πρωι, κανω κυκλους γυρω από ένα μπαλκονι με αραχνες.
Εξω από το στρατοπαιδο ο κοσμος τον περιμενε να δουλεψει. Ανθρωποι να τον εξαπατησουν. Γυναικες να τον προδοσουν. Μια ζωη να συνεχισει να κιλα σαν βαριαντα χωρις απροοπτα. Η καταστροφικη ηρεμια της ρουτινας. Τα τελευταια σκαλοπατια της ενιλικιωσης. Η μοναξια περιτριγιρισμενη από ανθρωπους. Εκει, η μοναξια ηταν περιτριγυρισμενη από χαμηλα κοκινα φωτα. Από την νυχτα και τα αστερια. Μοναξια περιτρυγιρισμενη από σκοταδι. Ειχε ηδη κανει διακοσους κυκλους. Από τον ασυρμαστο μικρωφωνικη φωνη ακουστηκε: Τροχος καλει φροντιδα. Ακουει φροντιδα;
Η εφοδος εφθασε.
- Αλτ τι σι;
- Εφοδος
- Πεντε
- Εννεα
- Αλτ. Προχωρα στο παρασινθημα.
- Αετος
Η εφοδος εφιγε με το τζιπ.
Η φωνη αντιχισε στον αδειο δρομο καθως το αμαξι επιταχυνε: Η πρωην σου κανει τωρα πιπες ρε!!!
Καποιος σκοπος κολησε στον ασυρματο το ραδιωφονακι και αρχισαν να ακουγοντε κλαρινα.
- Φροντιδα! Φροντιδα καλει τροχο, ακουει τροχος; Κανενας δεν απαντησε και το σιμα του ασυρματου διακοπηκε για λιγο. Όταν η επικινωνια επανηλθε μια άλλη φωνη ακουστηκε: Οποιος το εκανε αυτό κοιταξε να δεις που θα το μετανιωσει.
Από την μοναξια περιτριγυρισμενη με ανθρωπους και εκεινη από σκυλια και αστερια προτιμουσε την δευτερη. Το τουφεκι στεκοταν στα σκαλοπατια. Ενας γεμηστιρας κρεμοταν στην εξαρτηση. Μαλακια να πεθανεις για γυναικα. Μαλακια να πεθανεις γενικα. Επιασε μπορα με φουσκαλες. Το σκυλι καπου κρυφτηκε. Το τρενο εξω από τα συρματοπλεγματα ακουστηκε πανω στις ραγες. Μεσα από τα μικρα παραθυρα με τον χαμηλο φωτισμο ανθρωποι που ταξιδευαν μακρινες αποστασεις κοιμοντουσαν. Σταματησε να γιριζει στο μπαλκονι στους τετρακοσιους πενηντα κυκλους. Αρχησε να κοιταει τις φουσκαλες: Οταν κοιταζεις την βροχη, η ωρα στην σκοπια περναει ετσι, σα να τανε ουτε πεντε λεπτα, ειχε πει ο ζανιας. Ο ζανιας ητανε βοσκος. Το ξερω από τα προβατα, ακομα ειχε πει.
Το κινητο του χτυπησε. Καποιος φιλος ηταν. Ο φιλος του ειπε: γραψε στην σκοπια Μενιδι παντου. Εβγαλε τον μαρκαδορο. Εγραψε –Μενιδι- οπου αυτό χωρουσε. Τετια γραφανε συνηθως στις σκοπιες. Ενας άλλος ειχε ζωγραφισει στο τζαμι μια καρδια και μεσα ειχε γραψει Κατερινα θα σ’ αγαπω για παντα. Τ’ ακους; Για παντα. Σε μερικα σημεια τα γραματα ειχαν πατησει πανω στο περιγραμα. Από την εφτα ακουστηκε η φυσαρμονικα του ορφανακη. Ο ορφανακης ητανε μουσικος και κουβαλουσε παντα την φισαρμονικα μαζι του. Κατω από το τζαμι προσθεσε με αλιωμενη γραματοσειρα: Η αληθινη αγαπη είναι ένα ψεμα. Το ψεμα πως θα αγαπουμε για παντα, ενώ αγαπουμε μοναχα για τον ερωτα. Και πιο κατω ξανα με την πραγματικη του γραφη: Μενιδι 7.

Στο πρωινο προσκλητιριο το ονομα του ακουστηκε εκ νεου. Μερικα χερια τον χτυπησαν φιλικα στην πλατη. Μουστακης-Μιχαιληδης, πρωινα μαγειρια. Ο μιχαηλιδης ηθελε πλεον να τον φωναζουνε ολοι «πτεραρχο». Εσενα θα σε λεω ανθυπα, του ειπε καθως βαδιζαν προς την υπηρεσια. Ολη την ωρα βαριεσε και εισαι νωχελικος. Μονο ανθυπας μπορεις να γινεις. Αλλα θα εισαι ανθυπας παρα του πτεραρχου. Υπο την προστασια μου, δηλαδη.
Ο μιχαηληδης ητανε από την θεσσαλονικη. Περιπου μια ωρα τσακονοτανε με καποιον αθηναιο για το πώς πρεπει να ονομαζετε το σουβλακι. Υστερα του επιασε την παρλα. Μιλα ρε ανθυπα μου, του ειπε.
Για τον πτεραρχο συντομα καταλαβε πως γενηθηκε σε λαθος εποχη. Διαρκως ονειρευονταν πραγματα απιθανα. Ξεφλουδιζοντας πατατες του λεγε πως θα θελε να ηταν χιπις το ’60. Τιγανιζοντας τες πως ηθελε να ‘χε πολεμισει στο βιετναμ με ένα malboro στο κρανος. Πλενοντας την λατζα πως το ’80 θα θελε να χορευε tom jones και να κανει lcd. Και τελος, περνοντας το βραδυ τον δρομο για την μοιρα, πως το ’90 ηθελε πια να εινε γκριζομαλης και να ρουφαει κοκαινη σε παρτυ επιφανων καλιτεχνων. Και από κάθε εποχη, τωρα να εχει μια ασπρομαυρη φωτογραφια στο ραφι του και να λεει ιστοριες στα εγγονια του.
Καθησαν κατω από ένα δενδρο και εβγαλε από την τσεπη του μια τραπουλα. Ξερεις χαρτια, ανθυπα μου; Τον ρωτησε.
Όχι, απαντησε.
Τα ανακατεψε για λιγο και κατι σκεφτηκε. Κατσε, ειπε τελικα. Καθησε.
- Θελεις να σου πω πώς να ριξεις την τζουλια αλεξανδρατου με μια παρτιδα ποκερ;
- Ναι, αμε.
Ακου:
Η περιπολος περασε και κριφτικαν στα σκοτεινα.
- θα πρεπει να μαθεις ποκερ. Ευκολο πραγμα. Το ποκερ θελει μοναχα τρελα. Εσυ την εχεις. Δεν θα ναι προβλημα. Υστερα θα πας προτωχρονια στο καζινο. Θα εισαι σοβαρος, θα φενεσε μοναχικος. Θα φορας ένα μπροντο δερματινο σακακι, ένα πουλοβερ με V και από μεσα γραβατα με ελαχιστα στραβο κομπο. Θα μπεις στον σκοτεινο θαλαμο με την τσοχα που πεζουνε το ποκερ και θα σβησεις το κινητο σου. Θα παραγιλεις ένα ποτο, θα αναψεις ένα τσιγαρο. Θα ερθουνε οι αλλοι παιχτες. Τελευταια θα ερθει η τζουλια και θα καθησει απεναντι σου. Πεζει παντοντε πρωτοχρονια.
Ολο το βραδυ θα χανεις. Ετσι κανει ο καλος ποκερας. Ρεφαρει παντοτε στο τελος της βραδιας. Ετσι καποια στιγμη η τζουλια θα εχει καλο φυλλο. Θα κοιτα τα χαρτια της και θα χερετε. Θα βρισκοσαστε στο τεταρτο φιλο. Όταν θα ερθει το πονταρισμα της, θα σπρωξει μιση ντουζινα μαρκες στο τραπεζι. Ολοι θα πανε πασο. Θα περιμενει να κανεις το ιδιο, αλλα εσυ θα σπρωξεις σε απαντηση άλλη μιση ντουζινα μαρκες από την μερια σου και θα πεις στον ντιλερ: τα βλεπω.
Θα την κοιταξεις λιγο-θα σε κοιταξεις λιγο. Θα καπνισεις λιγο από το τσιγαρο σου.
Στο πεμπτο φιλο θα εχετε μινει οι δυο σας. Η τζουλια θα σπροξει ξανα ένα τσουβαλι μαρκες στο τραπεζι. Θα νομισει πως θα κανεις πισω. Εσυ δεν θα χεις τοσα λεφτα να πεξεις. Εκεινη είναι πλουσια. Εκεινη είναι ομορφη. Εκεινη τα ‘χει όλα. Όμως θα κανεις την τελευταια σου κινηση. Θα σπρωξεις ότι σου εχει απομινει και θα πεις μοναχα δυο κουβεντες: Τα ρεστα μου. θα την κοιταξεις μεσα στα ματια-θα σε κοιταξει μεσα στα ματια. Θα κανεις μια τζουρα από το τσιγαρο σου. Τον καπνο θα τον φισιξεις στον αερα.
Η τζουλια θα ανιξει τα χαρτια της στο τραπεζι. Θα εχει χρωμα. Θα κανεις κι εσυ το ιδιο, παρα πολύ αργα, παρα πολύ ψυχρεμα. Θα πεις τις τελευταιες δυο σου λεξεις: Φλος ρουαγιαλ. Θα σβισεις το τσιγαρο σου, θα παρεις τον σωρο με τις μαρκες και θα βγεις εξω. Θα καθησεις σε μια αδεια θεση στην γωνια. Θα λισεις την γραβατα σου, θα ξεκουμποσεις το πανω κουμπι απ το πουκαμισο, θα αναψεις ένα τσιγαρο και θα ανακατεψεις λιγο το ποτο σου.
Η τζουλια θα βγει εξω, θα σε δει να στεκεσε εκει, θα σε πλησιασει, θα σου μιλισει, θα της μιλισεις, θα την παρεις και θα φυγετε.
- Καταπληκτικο, αλλα δεν μου αρεσει η Τζουλια!
- Καλυτερα. Θα την γνωρισω μοναχος μου τοτε. Αυτος είναι ο μοναδικος τροπος να την γνωρισω ανθυπα μου, καταλαβενεις; Αυτος είναι ο τροπος να γνωρισω μια τοσο ομορφη γυναικα και να περασω ζωη παραμυθενια. Μονο αυτή θα με κανει να ξεχασω καποτε την δικια μου.
Φιλισε την τραπουλα τρεις φορες με δυναμη. Παμε να φυγουμε από δω, υστερα ειπε.
Εφυγαν.

Ένα βραδυ μετα από βολη, ολες οι διμηριες ειχαν απηβδησει από εξαντληση. Συνεργαστικαν και παραγγειλαν φαγητο από το φαγαδικο εξω από το στρατοπαιδο. Ο μιχαλακακης, ενας αδυνατος καλαματιανος μηχανοβιος που εκανε με το λαρυγγι του τον ηχο από την yamaha του εφτασε στα σιρματα και πληρωσε διακοσα πεντε σαντουιτς με χειρινο, κετσαπ, μουσταρδα, πατατες, σως, τυρι ζαμπον. Όμως στην πρωτη φωτισμενη γωνια ο μοιραρχος που περναγε τυχαια τον επιασε και τον εβαλε να τα πεταξει στα σκουπιδια ενώ ολο το στρατοπαιδο κοιτουσε. Στο τελος του εδειξε με τα δαχτυλα πεντε μερες φιλακη και ολοι επεστρεψαν απογοητευμενοι στους θαλαμους.
Στον δικο του θαλαμο ειχε προκληθει μεγαλη ανακατοσουρα. Δεν θα τους πετυχουμε εξω ποτε; Λεγανε για τους ανωτερους. αρε και ξυλο που εχουν να φανε.
- Πρεπει καπως να φυγουμε από εδώ, σιμπλιρωσε ο μιχαλαρος.
- Αν δεις καποιον να πεθενει, περνεις αμεσως απολυοχαρτο, ειπε τοτε ο μελισουργακης.
- Και πως θα δουμε καποιον να πεθενει; Πεταχτηκε ο μουστακας.
- Ισως, αν καποιος αυτοκτονησει. Σκεφτηκε δυνατα ο μουχακης.
- Αρχησαν να κοιταζοντε ολοι τους περιεργα.
Ποιος θα μπορουσε απ’ ολους να αυτοκτονησει; Πρωτους υποψιφιους ειχανε τους διδιμους. Να τους εχουμε από κοντα, σιζιτουσε η παρεα του μουρουτσου. Αντιθετα παλι οι φιλοι του μελειση πιστευαν ότι πρωτος θα αυτοκτονουσε ο μετοχιανακης. Ητανε χοντρος, εδειχνε απογοητευμενος, ολη την ωρα καπνιζε και καποιος τον ειχε ακουσει να κλαιει στο μπανιο ένα βραδυ. Οι υπολιποι διαλεξαν μεμονομενα καποιους στοχους και ξεκινησαν να τους ακολοθουν, μην τυχον διαλεξουν να πεθανουν και εκεινοι δεν απολιθουν.

Το επομενο πρωι ανεβηκαν στις αιθουσες για γραπτες εξετασεις. Ο μιχαιληδης τον ειχε παρει από κοντα. Οσο δεν μιλουσε, τοσο αυτος του διηγοταν ιστοριες αλοκοτες. Μου αρεσει η κακία ανθυπα, ελεγε. Μου αρεσει να ειμε κακος. Να παω στα μπαρ, να κανω πουρο και απλα να κοιταω. Να κοιταω εδώ, να κοιταω εκει, και ολοι να λενε, αυτος εκει στην γωνια είναι κακος, μην του μιλας. Μην καθεσε κοντα του. Αστονα, είναι ενας τρελος. Η πρωην μου να ερχετε με τον νέο γκομενο της και να του λεει, αυτος είναι ο πρωην μου, είναι ενας τρελος, είναι ενας ανθρωπος με ψυχολογικα προβληματα.
Και καπου εκει αναμεσα σε όλα αυτά τον ξανα ειδε. Το φως χεινονταν αναμεσα από τα μαρμαρα και από τις αδεις πορτες και εξω από το παραθυρο τιποτα άλλο εκτος από το φως του δεν φενοταν. Ηταν τοσο δυνατο το φως. Αρχησε να περπαταει αργα προς τα εκει, μα στα μισα ο μιχαιληδης τον σκουντησε από πισω. Που πας ρε ανθυπα; Του πε. Είναι το φως, το βλεπεις το φως; Απαντησε εκεινος. Ο πτεραρχος τον κοιταξε. Ναι, το βλεπω, ειπε. Και τι; - τιποτα, νομιζα πως κανεις άλλος δεν το ειχε προσεξει. - Ναι, κανεις άλλος δεν το ειδε, μονο εγω κι εσυ, γιατι ειμαστε καλλιτεχνες. Φυγανε μαζι για τις αιθουσες κι ο μιχαηληδης για λιγο στραφηκε και εριξε στο φως άλλη μια ματια. Εκεινος μοναχα σκεφτηκε, τι να υπαρχει αραγε πισω από κεινο εκει το φως;
Από εκεινη την ημερα και μετα μεσολαβησε μια δυσκολη βδομαδα. Μια βδομαδα γεματη σιγκινισεις του στρατου. Που και που, πριν τις σκοπιες, μαζευονταν ολοι στα παγκακια και ελεγαν ιστοριες για φαντασματα, για πρωην αγαπημενες, για το πώς δενουνε τους κομπους οι προσκοποι και πως μια κοπελα από το σχολειο χορευε το βραδυ της αποφοιτησης στο παρτυ κι εκεινοι δεν βρηκανε κουραγιο να της μιλισουν. Και πως τωρα ειχε γινει χοντρη και μαλλον ειχε μια κορη.
- Οι γυναικες θελουν λεφτα, ελεγε ο αβραμιδης.
- Οι γυναικες θελουν να τις προσεχεις, ο μιχαλαρος.
- πρεπει να εχεις μια καλη μηχανη και ονομα στην πιατσα για να τις βγαζεις εξω, ο μιχαλακακης.
- Οι γυναικες εινε ψωλες, ελεγε ο πτεραρχος και τον κοιτουσε κοφτα. Εκεινος εστρεφε το βλεμα.
Όταν εκεινος ειχε ορεξη τους ελεγε πως οι ανθρωποι είναι ολοι ψευτες. Πως λενε το ψεμα πως ειναι ανθρωποι, ενώ συχνοτερα είναι πολυ περισσοτερο ζωα. Πως λενε πως θα αγαπουν για παντα, ενώ αγαπουνε μοναχα για τον ερωτα. Το φεγγαρι τοτε επεφτε πισω από τα κεραμυδια και η μερα και η νυχτα εκανε κυκλους γυρω από το στρατοπαιδο. Η ευτυχια εδεινε την θεση της στην μελανχωλια κι αυτή με την σειρα της στο πρωι και τις σκοτουρες με τις αναμικτες χαρες και λυπες.

Καποιο από τα τελευταια πρωινα πριν ρθουν οι μεταθεσεις, που ο ηλιος ειχε ανατιλει ανιξιατικος και ο κοσμος εμιαζε γεματος χρωματα, το εσκασε κριφα από την μοιρα. Διεσχησε το χερσο του στρατοπαιδο που λεγοταν ταφος και περασε μεσα από τον αεροδιαδρομο. Εφτασε στην πισω πορτα των διδαχτιριων, την εσπρωξε, εκεινη εγδαρε το μαρματο και μπηκε μεσα. Προσπαθησε να προσανατολιστει. Ανεβηκε μερικα σκαλοπατια, προσπερασε μερικους ανθρωπους, ειδε καποιους αριθμους στις αιθουσες. Μετα την αιθουσα σαραντο οκτω εστρειψε στην γωνια και τοτε τον ειδε για τελευταια φορα. Ηταν ο φωτισμενος διαδρομος. Εξω από το παραθυρο υπηρχε μια φωτια, το φως ηταν σαν πυρκαγια.
Φοβοταν. Σκεφτοταν, τι να υπαρχει πισω από το φως; Περπατησε προς τα εκει. Πισω από το φως μαλλον δεν θα υπηρχε κατι. Πισω από τα φωτα που παντοτε ονειρευονταν δεν υπηρχε τιποτα περισσοτερο από την ιδια την ζωη και την πεζοτητα των απλων πραγματων. Και πισω κι από εκεινο εκει το φως ισως να μην επρεπε να περιμενει πως υπηρχε κατι περισοτερο αξιοθαυμαστο απο πραγματα που ζουσανε μεσα στο μυαλο του. Όμως πλησιαζε αργα, γιατι σκεφτοταν πως ολο και καποιο ονειρο θα υπηρχε, ονειρα σαν και αυτά που λεγαμε πως τα εχουμε ξαναζησει, από το οποιο θα περνουσε μεσα του για να βγει στην άλλη μερια του κοσμου. Σκεφτηκε : σεβομαι τον κοσμο σας, αλλα ο κοσμος θα φανταζει παντοτε αλλιοτικος μεσα στα δικα μου ματια.
Όταν εφτασε στην ακρια ανοιξε το παραθυρο και κοιταξε απ’ εξω, τον αεροδιαδρομο και την υγρασευμενη βλαστιση με τις καρακαξες. Το χερσο από το στρατοπαιδο και τα χαμηλα οικισματα με τις αποθυκες και τα καλοσιντιριμενα παλαια κτιρια και τις σκοπιες, την πολη της τριπολης με τα λιγα μαγαζια και την αραιη φυση αναμεσα της.
Κατω από ένα γερο κλαρι, πανω από διασπαρτα φιλα που εκαναν ρυακια στα ριθρα, ο Μιχαιληδης παλωνταν σαν εκρεμες από παλλιο κουρδιστο ρολοι με τον λαιμο του περασμενο σε μια θηλια. Κουνιωτανε αργα περα δωθε και οι μυτες των ποδιων του εγλιφαν την γη. Η ταυτοτητα αναγνωρισης αντανακλουσε λιγοστες ακτιδες σε κάθε κτιπο. Πλαταινωντας το βλεμα στον οριζοντα, μακρια πισω από τις μοιρες, φανταροι ετρεχαν για τον μιχαιληδη. Καποιοι τους κλαιγανε, και παλι καποιοι λεγανε, απολυθηκαμε.


Εκεινο το βραδυ ο μιχαλαρος ειχε στιριξει το ποδι του σε έναν οπλοβαστο, γυαλιζε τις αρβιλες του και παραμιλουσε τριβωντας με δυναμη: Είναι μαλακιες, όλα αυτά είναι μαλακιες,. Και μενα μου εχει λιψει η αγαπη. Μου εχει λιψει η αγαπη, αληθεια μα τον θεο, αλλα όλα αυτά είναι μαλακιες. Από την αγαπη πιο πολύ μου ελειψε το καπνισμα. Τραβηξε ένα mallboro από το πακετο του μιχαλακοπουλου και το αναψε. Όλα μαλακιες, αδερφε.
Όταν χτυπησε το σιωπητιριο περιμενε την νυχτερινη περιπολο να απομακρινθει και περπατησε προς καπου τυχαια. Εκει που βρηκε την μεγαλυτερη σκοτεινια καθισε κατω από ένα δενδρο. Αναψε κι αυτος ένα τσιγαρο. Στον ουρανο το φεγγαρι επεφτε σιωπηλα πισω από τα κεραμυδια. Εκοψε ένα κλοναρακι και σκαλισε το πουσι. Ανοιξε το τηλεφωνο και σχηματισε έναν αριθμο. Από την άλλη ακρη της γραμμης κανεις δεν απαντησε. Από την άλλη ακρη της γραμμης καποτε καποια του ειχε πει: εισαι ένας ψυχικα ασθενης ανθρωπος. Δακρισε. Με το απλο του μυαλο μονον σκεφτηκε: Το φεγγαρι πεφτει πισω από τα κεραμυδια. Είναι κοκκινο και μακρια πολλυ, και αν το κοιταξεις θα σε δω.

Όμορφος Κόσμος


Στον κόσμο κάποιοι έφτιαχναν σπίτια. Τα σχεδίαζαν και άλλοι τα έχτιζαν. Κάποιοι έφτιαχναν μηχανές. Μερικοί παιχνίδια για παιδία. Σοκολάτες. Κάποιοι έκαναν εικονίσματα από χαλκό. Αγιογραφίες. Άλλοι στέκονταν πάνω από τα περιτόματα τους και τα κοιτούσαν και καμάρωναν. Εγώ δεν έκανα και τόσο κακό που έκανα έναν δικό μου κόσμο. Έναν υδάτινο κόσμο ψευδαισθήσεων από τον οποίο δεν θα κατάφερνα ποτέ ολοκληρωτικά να ξεφύγω, μονάχα ξεθωλοντας με το δάχτυλο το τζαμί, να ανοίγω στο σκοτάδι μικρές χαραματιές αλήθειας.



Όταν ήμουν ακόμη μικρός ο πατέρας μου είχε πει, στην ζωή σου μπορείς να καταφέρεις τα πάντα αν πραγματικά το θέλεις, εκτός αν θέλεις να γίνεις τραγουδιστής. Εγώ ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Στα δεκάξι μου τα καλοκαίρια φορούσα μια κιθάρα στην πλάτη και τραβούσα για έναν προορισμό μέσα από τα χωράφια. Ένιωθα σαν τον Ρίτσι Βάλενς στα ξεκινήματα. Δεν είχα ακόμα το ταλέντο, αλλά είχα την ιδέα. Το καλούπι, την κοψιά. Και κάποτε θα τα κατάφερνα.
Ο πατέρας μου ήταν μάστορας. Θα τελείωνα το σχολείο και θα ακολουθούσα το επάγγελμα. Μα ποιος έχει όρεξη για δουλεία όταν μπορεί να γίνει διάσημος. Είχα ακόμα δυο χρόνια στα θρανία, δηλαδή έναν μελλοντικό αιώνα αναμνήσεων μπροστά μου. Και πολλά πράγματα θα συνέβαιναν ως τότε: Θα κοιμόμουν για πρώτη φορά στην παράλια, θα πήγαινα χωρίς τους γονείς μου τις πρώτες διακοπές, θα έτρωγα για πρώτη φορά εκατό παγωτά μέσα σε ένα καλοκαίρι, θα αγόραζα τα πρώτα δερμάτινα παπούτσια μου και το πιο ακριβό κουστούμι από όλα τα παιδία της τάξης. Θα έπαιρνα το πρώτο μου όχι από κοπέλα, το πρώτο μου μάτι σε γειτόνισσα, το πρώτο μου ναι από κοπέλα, μια χόντρη αλλά και τι να κανείς, ύστερα το πρώτο μου ναι από την κοπέλα που είχα πάρει το πρώτο μου όχι και θα περνούσα από εκείνη και την πρώτη μου ερωτική απογοήτευση, θα σιχαινόμουν όλες τις κοπέλες. Ύστερα θα σταματούσα για πρώτη μου φορά να σιχαίνομαι όλες τις κοπέλες και έπειτα θα τις ξανά σιχαινόμουν για πρώτη φορά αφότου είχα σταματήσει να μην τις σιχαίνομαι.
Ένα πρωί η μανά μου συζητούσε με τον πατέρα μου.
«Το παιδί», έλεγε, «Νομίζει πραγματικά ότι θα γίνει τραγουδιστής. Κοιτά όλα αυτά τα ποστερ που έχει στο δωμάτιο του. Όλη μέρα με μια κιθάρα είναι. Πρέπει να τον συνεφέρεις. Πρέπει κάτι να κανείς».
«Έλα τώρα, ρε γυναίκα» -Ο πατέρας μου- «Τι να κάνω πια. Παιδί είναι».
«Ναι, αλλά μεγαλώνει. Και τι θα γίνει άμα μεγαλώσει; Θα μείνει ένα τεμπελόσκυλο».
Εν το μεταξύ, παντού σε όλες τις τηλεοράσεις που υπηρχαν παντου σε όλα τα σπίτια, διάσημοι μουσικοί, διάσημοι ηθοποιοί, είχανε λεφτά, είχανε γυναίκες, τα είχαν όλα. Είχανε και ένα όμορφο προφίλ που τους έκανε να δείχνουνε πάντοτε μυστηριακοί. Είχα κι εγώ κάτι, μια γαλβάνιζε ανασηκωμένη μύτη που με έκανε να μοιάζω σαν αυτούς, είχα και μια κιθάρα που την φόρτωνα στον ωμό και τραβούσα προς τα κάπου. Κάποτε θα έβλεπα τη φωτογραφία μου σε σκίτσα στους δρόμους, στις βιτρίνες, στους συρμούς του μέτρο, στα διαφημιστικά πλακάτ πάνω από τα μεγάλα εμπορικά. Ακριβώς όπως κι εκείνοι. Θα γινόμουν διάσημος.
Εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς έβαλα έναν σκοπό στην ζωή μου. Μέσα σε δυο χρόνια θα έπρεπε να εχω γίνει γνωστος. Δεν ήξερα το πως, μα έπρεπε να βρω τον τρόπο. Θα ασχολούμουν μόνο με αυτό. Να το καταφέρω. Σαν τον Μπόμπ Ντυλαν. Στα δεκαοχτώ του αναγνωρίσιμος. Και ύστερα θα έλεγα την γνωστή ιστορία του παιδιού που ξεκίνησε με τρύπιο παντελόνι και την άρνηση των γωνιών του, μα τελικά έφτασε ψηλά.
Το ιδιο καλοκαίρι πήγα κατασκήνωση. Ήτανε η πρώτη φορά που πήγαινα κατασκήνωση από την εποχή που έμαθα κιθάρα. Και στην κατασκήνωση θεώρησε σπουδαίος άμα ξέρεις κιθάρα. Έπαιζα όλα τα τραγούδια που άρεσαν στα παιδία της ηλικίας μου. Καμία φορά ανάβαμε φωτιά και τραγουδούσαμε στην παράλια. Εγώ καθόμουν στο κέντρο και γρατζουνούσα τις χορδές. Ήταν ακριβώς όπως κάποτε το είχα ονειρευτεί.
Με την κιθάρα μπορείς να δείχνεις όπως θες. Είναι σαν να καπνίζεις. Ποτέ είσαι εύθυμος, ποτέ μοναχικός. Ότι και να γίνει έχεις με κάτι να ασχολείσαι. Όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες κάπνιζαν. Γιατί ήτανε πολύ μοναχικοί. Και τα παιδία που το έκαναν έμοιαζαν ανεξάρτητα. Ήθελα να είμαι κι εγώ ανεξάρτητος. Οι μουσικοί είναι ελευθέρα πνεύματα. Έκανα προπόνηση στο κάπνισμα στις τουαλέτες. Δεν ήθελα να βήχω σαν βλάκας στην παρέα. Ένας φίλος είχε κι ένα μηχανάκι. Ανέβαινα στο μηχανάκι του φίλου και είχα ένα τσιγάρο στο στόμα, μια κιθάρα στην πλάτη, πολύ κοντό σορτς και άσπρο φανελάκι και έλεγα στους άλλους, πάω να πάρω την τάδε από την πλαζ.
Εκείνο το καλοκαίρι όλες οι κοπέλες προσπαθούσαν να με πλησιάσουν. Εγώ στεκόμουν αγέρωχος. Απλά υπήρχα και ήμουν όμορφος και χαρισματικός. Τα έφτιαξα με την ποιο όμορφη της κατασκήνωσης και τα αγόρια ζήλευαν. Όλοι με χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη. Με κάποιον τρόπο την είχα πείσει πως θα γινόμουν διάσημος. Μάλιστα κανονίζαμε αν το σπίτι που θα μέναμε θα είχε πισίνα. Εμένα δεν μου άρεσαν οι πισίνες. Τις έβρισκα ξεπερασμένο τρόπο διακοσμήσης. Τελικά μου είπε να την κάνουμε εσωτερική. Έτσι δεν θα φαίνονταν. Εσωτερική ήτανε καλή ιδέα.
«Ποτέ υπολογίζεις πως θα είσαι διάσημος;» Με είχε ρωτήσει ένα βράδυ.
«Στα δεκαοκτώ μου. Σαν τον μποξ Ντυλαν».
Ήμουνα ήδη δεκαεφτά. Είχα ακόμα έναν χρόνο μπροστά μου.

Στο σχολείο, οι φίλοι μου διαβάζανε για τις εξετάζεις. Εγώ προγραμμάτιζα τον δρόμο προς την δόξα. Στα τετράδια μου έγραφα στιχάκια. Στο θρανίο έγραφα στιχάκια. Στο σπίτι, έγραφα στιχάκια. Στις κόλες των εξετάσεων έγραφα στιχάκια. Στις εξετάσεις απέτυχα να μπω σε κάποιο πανεπιστήμιο. Όμως με τα στιχάκια που είχα γράψει είχα εντυπωσιαστεί. Το ίδιο η κοπέλα μου. «Σίγουρα θα γίνεις σπουδαίος», μου έλεγε.
Μετά τα αποτελέσματα ο πατέρας μου είπε: Τελείωσαν τα ψέματα, θα έρθεις μαζί μου στην δουλεία. Τον είχα απογοητεύσει. Περίμενε μεγαλύτερα πράγματα από εμένα. Αλλά εγώ σκεφτόμουν, θα γίνω διάσημος σε λίγο, πόσο μεγαλύτερα;
Δεν ήθελα να γίνω μηχανικός. Ίσα που θα με καθυστερούσε από τον βασικό μου προορισμό. Έτσι έπιασα δουλεία σε κάτι εφήμερο, ένα παγωτατζιδικο που πουλούσε και hot-dog. Το αφεντικό μου φώναζε γιατί ήμουν επιπόλαιος, αλλά μέσα μου σκεφτόμουν, έλα μωρέ τώρα, ποιος είσαι εσύ, ένας απλός ανθρωπάκος είσαι, εγώ θα βγάζω δίσκους σε λίγο. Και όταν με έδιωξε τα ίδια έλεγα. Και για το επόμενο αφεντικό μου τα ίδια σκεφτόμουν. Και για το παρεπόμενο. Ώσπου βρήκα μια θέση σε ένα γραφείο τηλεφωνικής εξυπηρέτησης. Εκεί ήταν αραλίκι. Η εταιρία είχε ανοίξει πρόσφατα και το κτήριο ήταν ολοκαίνουριο, με όλα τα κομφόρ. Δερμάτινα καθίσματα, αναψυκτήριο, τηλεόραση. Επιτρεπόταν ο καφές, επιτρεπόταν το τσιγάρο. Θα εμένα εκεί μέχρι να τα καταφέρω. Σήκωνα απλά ένα ακουστικό και κάποιος με ρωτούσε: Μπορείτε να μου πείτε εάν θα αναχωρήσουν απόψε τα πλοία από το λιμάνι; Κι εγώ έψαχνα στον υπολογιστή και του απαντούσα.
Εντωμεταξύ η κοπέλα μου σπούδαζε. Τα βράδια με είχε προσλάβει ένα φίλος για να τραγουδάω σε μια μικρή καφετερία και ερχότανε με τους συμφοιτητές της να με δουν. Ήξερα πως οι φίλες της με γούσταραν. Είχα λίγο μάκρη μαλλί. Φορούσα κι εκείνα τα φθαρμένα σακάκια με ξεκούμπωτα μανικετόκουμπα. Κλείναμε το μαγαζί και φεύγαμε όλοι μαζί παρέα, μέσα από τους ήσυχους παγωμένους πεζόδρομους. Ήτανε χειμώνας, Χριστούγεννα, και λίγο πριν είχα μπει στα δεκαοχτώ. Όμως θα μπορούσα να τα καταφέρω μέχρι τα εικοσιένα. Όπως ο τζιν μορρισον.
Στο μαγαζί έπαιζα και δικά μου τραγούδια καμία φορά. Όμως δεν είχαν και τόσο μεγάλη επιτυχία. Το έβλεπα και μόνος μου. Κάτι τους έλειπε. Ήθελα περισσότερη εξάσκηση, περισσότερα βιώματα. Και όλο το βράδυ προσπαθούσα, έγραφα, σύνθετα, συλλογιζόμουν, και που και που άκουγα τον πατέρα μου που βλαστημούσε για λίγη ηρεμία.

Έναν χρόνο αργότερα έξω από την καφετερία ανάρτησαν μια μικρή φωτεινή επιγραφή που έκανε λόγο για ζωντανή μουσική κάθε Σάββατο, Κυριακή και αργίες. Δεν έγραφε βέβαια το όνομα μου, αλλά εάν δεν ήμουν εγώ δεν θα υπήρχε. Όποτε μιλούσε για εμένα. Έτσι αν κάποιος με ρωτούσε φεριπιν τι κανείς στην ζωή σου, εγώ του έλεγα παίζω μουσική στο τάδε μαγαζί, και του έδειχνα και την επιγραφή. Έγραψα και ένα τραγούδι που ενσωμάτωσα στο πρόγραμμα μου και είδα πως άρεσε. Το έπαιζα κάθε φορά και παρατήρησα πως μερικοί είχανε μάθει τα λόγια.
Ήμουν είκοσι και βάδιζα για τα εικοσιένα. Και ένα βράδυ η κοπέλα μου είπε πως θα ήτανε καλό να είχαμε και ένα αμάξι. Ως τότε δεν είχα ποτέ μου πρόβλημα με τα οικονομικά. Τα λεφτά που έβγαζα μου έφταναν για να ψωνίζω τα ρούχα μου, να παραγγέλνω φαΐ, να κερνάω ποτά και μου περίσσευαν και λίγα για να σπαταλάω απερίσκεπτα. Όμως για να αγοράσεις αμάξι χρειαζόσουν οπωσδήποτε κάποιο κεφαλαίο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα χρειαζόμουν αμάξι. Αν ήθελα να πάω κάπου, περπατούσα. Εάν ήτανε μακριά, περπατούσα πιο πολυ. Αν ήτανε ακόμα μακρύτερα, χρησιμοποιούσα την συγκοινωνία και αν βαριόμουν, έπαιρνα ταξί. Όμως ο κόσμος εξελισσόταν, εγώ μεγάλωνα, και θα ήτανε καλό να είχα κι εγώ ένα αμάξι. Και ύστερα από έξι μήνες τα κατάφερα. Έπιανα το τιμόνι και τραβούσα για όπου ήθελα. Έλεγα, μανά, φτιάξε μου ένα καφέ, και τον έπαιρνα στο αμάξι μου και έφευγα ή έλεγα στα κορίτσια και τους φίλους όταν σχολούσα απ΄την δουλεια, θέλετε να σας πάω κάπου με το αμάξι; Οι περισσότεροι δεν είχαν αυτοκίνητο. Εγώ όμως είχα. Πετούσα και την κιθάρα μου στο πίσω κάθισμα και ήμουν βασιλιάς.
Είχα πείσει τόσο καλά το περιβάλλον μου πως κάποτε θα γίνω διάσημος, που η κοπέλα μου είχε σχεδόν παρατήσει την σχολή της. Ποτέ δεν διάβαζε, δεν παρακολουθούσε μαθήματα και ερχόταν να με δει στις πρόβες με τους φίλους μου. Και όλο προγραμμάτιζε πως θα ζούμε όταν θα έχουμε πολλά λεφτά. Μα εγώ σκεφτόμουν πως όταν γίνω πλούσιος θα πρέπει να την διώξω, γιατί θα μπορούσα να έχω παραπάνω από μια φίλες τότε.

Στα εικοστά πρώτα μου γενέθλια πήρα το χειρότερο δώρο που θα μπορούσε να υπάρξει. Το μαγαζί που έπαιζα μουσική έκλεισε. Κι έτσι έχασα την δουλεία μου, μα το σημαντικότερο έχασα την θέση μου, την προβολή μου, το κομμάτι μου. Η κοπέλα μου με ρώτησε εκείνο το βράδυ, μα με ύφος σοβαρό, δεν λέω αγάπη μου, θα γίνεις διάσημος, μα μήπως μέχρι τότε θα πρέπει να κανείς και κάτι άλλο στην ζωή σου; Να βγάζεις περισσότερα χρήματα; Και αυτό θα έρθει, στην ώρα του.
Όχι, θα γινόμουν διάσημος μέχρι τα εικοσιτέσσερα μου. Σαν τον Έρικ κλαπτον. Είχα ακόμη τρία χρόνια. Δεν βιαζόμουν. Προς το παρόν συνέχιζα να δουλεύω στο τηλεφωνικό κέντρο. Με περνάνε τηλέφωνο και με ρωτούσαν, μπορείτε να μου πείτε εάν θα έχει απόπλου απόψε στο λιμάνι; Κι εγώ τους έλεγα.
Με την μπάντα πλέον κάναμε μόνο πρόβες κι εγώ έγραφα καινούρια τραγούδια. Εργαζόμουν σκληρά γι αυτό. Όμως κάτι με άφηνε ανικανοποίητο. Επιθυμούσα πάντα παραπάνω από το αποτέλεσμα που έπαιρνα. Δύσκολα κρατούσαμε ένα κομμάτι για περισσότερο από μια – δυο συναυλίες που δίναμε αραιά και που σε τοπικά μαγαζιά. Οι πρώτες μας μάλιστα είχαν μαζέψει κάμποσο κόσμο. Αλλά ύστερα και αυτός άρχισε να αραιώνει, αφού οι περισσότεροι ήτανε φίλοι που ερχόντουσαν να μας δουν. Η κοπέλα μου όμως υπήρχε πάντα εκεί, με καμάρωνε, με περίμενε να γίνω διάσημος, κι αυτό είχε ξεκινήσει κάπως να με ανχονει. Έπρεπε να το επισπεύσω. Δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνεις γνωστός. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο. Ήμουνα κοντά, πλησίαζα.
Άρχισε να παρακολουθεί ξανά μαθήματα στην σχολή. Και τα πήγαινε καλά. Προόδευε. Εγώ είχα μείνει στάσιμος, και αν κάποιος με ρωτούσε τι κάνω, ντρεπόμουν να του πω μουσικός, αφού οι συναυλίες που έδινα ήτανε περιστασιακές και σε μικρούς χώρους. Ντρεπόμουν όμως να πω και υπάλληλος σε τηλεφωνική εταιρία. Έτσι έλεγα μηχανικός. Δουλεύω με τον πατέρα μου.
Με τον καιρό μαζέψαμε περίπου δέκα καλά κομμάτια και μια διασκευή. Τα ηχογραφήσαμε στο στούντιο βιαστικά. Οι άλλοι μπορούσαν να περιμένουν, μα εγώ όχι. Έπρεπε να τα καταφέρω εδώ και τώρα. Τα γράψαμε σε ένα cd και το μοιράσαμε σε όλες τις δισκογραφικές.
Κουβαλούσα αυτό το cd πάντα μαζί μου. Το είχα στο αμάξι και καμία φορά το έβαζα να παίξει. Έλεγα, αυτό είναι το cd της μπάντας που παίζω. Εγώ γράφω μουσική και στοίχους. Το μοίρασα και σε καφετερίες και κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ένας από αυτούς μα απάντησε άμεσα μάλιστα, πως την Κυριακή θα έπαιζε ένα κομμάτι μας. Είχαμε στηθεί όλοι πάνω από το ραδιόφωνο και περιμέναμε. Και πράγματι το έβαλε. Χοροπηδούσαν όλοι από χαρά κι εγώ έκανα πως δεν με ενδιέφερε, όμως ήτανε το τραγούδι που είχα γράψει, και το άκουγα στο ραδιόφωνο. Ήταν σαν μόλις να είχα γίνει πατέρας. Η ζωή μου δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Ήτανε το τραγούδι μου.
Έπειτα από αυτό περιμέναμε. Και περιμέναμε. Για καιρό. Δεν κάναμε τίποτα άλλο. Αντί για πρόβες συζητούσαμε πως θα ήτανε οι ζωές μα όταν θα γίνουμε διάσημοι. Εγώ θα αγόραζα μια μηχανή. Η κοπέλα μου ένα σπίτι. Ο ντραμερ θα αγόραζε μια πλάγια σε ένα βουνό. Ο μπασιστας μετοχές σε μια αεροπορική εταιρία. Και ένα καλύτερο μπάσο. Τα καλοκαίρια θα είχαμε ένα ιστιοφόρο και θα πηγαίναμε όλοι μαζί διακοπές. Εγώ θα έγραφα και ένα βιβλίο. Για την ζωή μου ίσως. Δεν ήξερα ακόμα. Και οι κοπέλες μας γελούσαν. Μας έλεγαν παιδία. Πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται.
Τελικά όλες οι δισκογραφικές μας απέρριψαν. Εκτός από μια, πολύ μικρή. Μας είπαν πως θα μας εκδιδαν χίλιους δίσκους εάν πληρώναμε και θα μας έκαναν και μια μικρή προώθηση στα μαγαζιά που συνεργάζονταν. Μα να πληρώσουμε για την μουσική μας; Τι στο καλό, αξίζαμε κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.
Συνεχίσαμε να γράφουμε καινούρια τραγούδια και να παίζουμε ζωντανά σε κέντρα. Τα πηγαίναμε λίγο καλύτερα. Είχαμε αρχίσει να ωριμάζουμε σαν συγκρότημα. Η κοπέλα μου τελείωσε την σχολή της. Εγώ είχα γίνει εικοσιτέσσερα. Όμως θα τα είχα καταφέρει μέχρι τα εικοσιοκτώ.
Ένα βράδυ γνώρισα σε ένα νυχτερινό μαγαζί κάποιον προωθητη ταλέντων. Είπε πως θα μας κλίσει συναυλία σε ένα από τα μεγαλύτερα live club της πολλής. Στην αρχή θα παίζαμε δοκιμαστικά. Ύστερα, αν αρέσαμε, θα πληρωνόμασταν. Καλά λεφτά. Όμως το παιδί που έπαιζε μπάσο μας εγκατέλειψε. Είπε πως έπρεπε να βρει μια κανονική δουλεία. Είχε μεγαλώσει για να ασχολείται ακόμη με τέτοιες ανοησίες, είπε. Τον ακολούθησε ο κιθαρίστας.
Τελικά έμεινα μόνος μου με τον ντραμερ. Νόμιζα πως θα διαλυόμασταν. Ώσπου ο μάνατζερ του γκρουπ έριξε την ιδέα: Τι τους θες αυτούς; Εσύ γράφεις στοίχους, εσύ μουσική. Εσύ έχεις την φωνή. Μπορείς και μόνος σου. Έτσι έφυγα κι εγώ.
Για τον επόμενο χρόνο έπαιζα σε εποχιακά μαγαζιά. Γνώριζα ανθρώπους. Έπινα ποτά. Κάπνιζα τσιγάρα. Δεν πληρωνόμουν και πολλά. Και τα πρωινά δούλευα ακόμα στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση. Είχε την πλάκα του. Ζούσα μια διπλή ζωή: Μπορείτε να μου πείτε το τηλέφωνο του τάδε εστιατόριου; Το έλεγα.
Πίστευα πως ήμουν κοντά. Πολύ κοντά. Είκοσι έξι χρόνων ήμουν και πλησίαζα. Τελικα με παρατησε και η κοπελα μου. Είμαι εικοσιεφτα χρόνων, μου είπε, σε τρία χρόνια θα γίνω τριάντα. Και θέλω μια δουλεία και ένα σπίτι και μια κανονική ζωή.
Ας είναι. Δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τώρα την προσπάθεια μου. Ήθελα να γίνω διάσημος και έπρεπε να τα καταφέρω. Ήτανε ανάγκη και επείγον. Ήτανε η ζωή μου. Να γίνω διάσημος. Μόνο αυτό είχα. Και αν το έχανα θα πέθαινα. Έπαιζα μουσική αλλά δεν το έκανα για τη μουσική. Πληρωνόμουν λίγα, αλλά δεν το έκανα για τα χρήματα. Κάποιοι με γνώριζαν, άλλα όχι και πολλοι. Το έκανα για την μεγάλη φήμη, για τα πολλά λεφτά, για την σπουδαια δόξα. Ειχα μεγάλα όνειρα για τον εαυτό μου από τότε που ήμουνα παιδί. Να γίνω οπως οι λαμπεροι άνθρωποι της μουσικής, της τηλεοράσης και του κινηματογράφου. Ήτανε τόσο φωτεινοι. Πανέμορφοι. Ήθελα να γίνω κι εγώ έτσι. Ο κόσμος να με θυμάται, να μιλάει για εμένα. Να με κουτσομπολεύει. Να είμαι αμφιλεγόμενος. Αυτό ήθελα. Όμως την αγαπούσα. Αλλά θα το ξεπερνουσα.

Μια ωραία μέρα με λιακάδα με παίρνει τηλέφωνο ο μάνατζερ μου και μου λέει: Θα κάνω ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Αγγλία. Ίσως να έχεις κι εσύ κάποιο όφελος από αυτό. Το κινητό μου δεν θα λειτουργεί. Τα λέμε από ‘βδομάδα.
Το κινητό του δεν λειτουργούσε για μια εβδομάδα. Για δυο εβδομάδες. Για τρεις. Για έναν μήνα. Δεν υπήρχε κανείς να μου κλείσει μια νέα δουλεία. Με έδιωξαν. Πήραν στην θέση μου ένα συγκρότημα με ξανθιές. Τις έβλεπα καμία φορά. Δεν ήταν κι’ άσχημες.
Για λίγο καιρό τα παράτησα. Δεν έπαιζα ούτε κιθάρα. Απλά δούλευα στην πρωινή μου εργασία. Καμία φορά έπαιρνα τηλέφωνο τον μάνατζερ μου, μα το τηλέφωνο του δεν λειτουργούσε. Έπαιρνα τηλέφωνο την κοπέλα μου, μα το τηλέφωνο της δεν λειτουργούσε. Έπαιρνα τηλέφωνο για να παραγγείλω φαγητό, μα το κινητό μου είχε χαλάσει. Το μόνο τηλέφωνο που ακόμα δούλευε ήταν αυτό της εξυπηρέτησης πελατών στο γραφείο μου. Χτυπούσε, το σήκωνα: Πάρε μου μια πίπα. Το έκλειναν.
Ένα βράδυ πήρα την κιθάρα μου, μια μαύρη fender, ένα κουκλί καλογυαλισμένη, λαδωμένη, όλο ξύλο και σύρμα, και πήγα έξω από ένα γνωστό μπαρ σε μια από τις καλύτερες συνοικίες της πόλης, εκεί όπου σύχναζαν όλοι οι διάσημοι. Άρχισα να παίζω. Ήμουν είκοσι οχτώ. Μα θα γινόμουν διάσημος μέχρι τα τριάντα τέσσερα. Όπως ο Φρανκ Σινατρα. Κάποιος θα με ανακάλυπτε-λέμε τώρα. Και πρώτη φορά αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Για πρωτη φορα ειχα ειρωνευτει τον ιδιο μου τον εαυτο: λέμε τώρα- ήταν ένα όνειρο, ένα ψέμα όλα αυτά.
Έπαιξα εκεί για κανεναν μήνα. Τίποτα δεν συνέβη. Ούτε καν μου άφηναν φιλοδώρημα. Περπάτησα τον δρόμο και έφτασα ως τα μεγάλα εμπορικά. Εκεί δεν σύχναζαν επώνυμοι, όμως άφηναν φιλοδώρημα. Έβγαζα σχεδόν ακόμα έναν μισθό. Και πολύς κόσμος με κοιτούσε εντυπωσιασμένος. Έχεις εκπληκτική φωνή, άάά, θα γίνεις γνωστός μια μέρα, μου λέγον οι περαστικοί. Μ’ άρεσε. Έπαιρνα κουράγιο. Ίσως τελικά κάποιος να ‘μ έβλεπε.
Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια. Κι εγώ περίμενα. Μέσα μου όμως ήξερα. Έπρεπε να βρω μια κανονική δουλεία. Όμως βαριόμουνα. Βαριόμουνα να ζήσω. Να ξυριστώ, να ντυθώ καλύτερα, να γίνω ομορφότερος. Ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσω, χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο μου και μια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής με ρωτα:
- Μπορείτε να καλέσετε ένα ταξί να έρθει να με παραλάβει; Βρίσκομαι στην οδό τάδε.
- Μάλιστα κύρια μου – Ήταν η κοπέλα μου. Εκείνη που κάποτε είχα.
Για λίγο σιωπή.
Και ύστερα από λίγο:
- Γιώργο;
- Ορίστε; Σε εμένα μιλάτε; Λάθος κάνετε.
Κατέβασα το ακουστικό με δύναμη. Και την επόμενη μέρα παράτησα την δουλεια.
Πήρα την κιθάρα και τράβηξα έξω από ένα γήπεδο. Ήταν Κυριακή. Κόσμος πολύς. Έβγαιναν αλαφιασμένοι από την νίκη και άφηναν πουρμπουάρ. Χιλιάδες πουρμπουάρ. Γέμιζε το πανέρι μου. Γέμιζαν οι τσέπες μου. Έπρεπε να το αλλάζω κάθε τόσο γιατί θα με περνούσαν για κροίσο. Και μερικοί συζητούσαν: Ο τύπος έχει φοβερή φωνή, δες τον πως τραγουδά. Κι εγώ τους άκουγα, και χασκογελούσα.
Τις Δευτέρες, που δεν είχε γήπεδο, την έβγαζα έξω από ένα λαδάδικο που μάζευε φοιτητόκοσμο. Και μου άφηναν γέρο χαρτζιλίκι. Τις τρίτες σε έναν κινηματογραφώ όπου τα είχα μιλήσει με τον σεκιουριτι. Τετάρτη, πέμπτη έπαιρνα ρεπό. Παρασκευή σε καλά μαγαζιά, εκεί που σύχναζαν κυνηγοί ταλέντων-δεν είχα σταματήσει να ελπίζω. Σάββατα απέξω από γάμους και Κυριακή ξανά πίσω στο γήπεδο.
Ένα βράδυ, ξημερώματα, εκεί που έπαιζα, με σταματά ένας νταβατζής και μου λέει: Όπως κάθεσαι, δεν προσεχείς και λίγο την πουτάνα μου; Έχω να γαμήσω. Την κοιτάζω, ήταν μια μελαχρινή θεά. Εντάξει. Μετά από δυο ώρες έρχεται κουμπώνοντας το φερμουάρ του, παίρνει την μελαχρινή θεά του και μου δίνει μερικά μεγάλα χάρτινα εύρο. Κάθε Δευτέρα επέστρεφε, κούμπωνε τα πανταλόνια του, έσφιγγε την ζώνη του, και μου έσκαγε το χρήμα. Και αν είχε όρεξη, μου λέγε: Ωραία φωνή έχεις βρε πούστη. Κι εγώ χασκογελούσα.
Είχα μαζέψει πολύ χρήμα. Αν πεινούσα έτρωγα. Αν διψούσα έπινα. Και αν στεναχωριόμουν κάπνιζα, και πήγαινα για μπύρες. Ήμουν απλά μια ύπαρξη. Μια μικρή αμοιβάδα σκέψεων. Περιφερόμουν εδώ κι εκεί στην πολλή σαν δυο μάτια στηριγμένα σε ένα αδιάφορο σώμα. Κάθε Κυριακή στο γήπεδο οι οπαδοί ήξεραν που βρισκόμουν. Στην θύρα τρία. Περνούσαν από εκεί μόνο για να μου αφήσουν φιλοδώρημα. Στον κινηματογράφο οι εργαζόμενοι έβγαιναν να κάνουν ένα τσιγάρο και να μου ζητήσουν ένα τραγούδι. Μου πετούσαν και από ένα κέρμα. Τις Παρασκευές οι καλές παρέες τις πόλης με τις πανέμορφες συντρόφους τους έκαναν έναν κύκλο πάνω από το κεφάλι μου και τραγουδούσαν. Ότι μου ζητούσαν το έπαιζα. Και ύστερα άφηναν και χάρτινα. Το Σάββατο ο παπάς μου έδινε την ευλογία του και άφηνε και κάτι από το πανέρι. Και όλοι έλεγαν: Μα τι υπέροχη φωνή!
Ανέβαινα τις κυλιόμενες στον ηλεκτρικό και ο κρύος αέρας της πόλης μου έκανε επίθεση. Οι σκισμένες εφημερίδες στους δρόμους μου έκαναν επίθεση. Οι μυρωδιές των φαστ-φουντ μου έκαναν επίθεση. Οι σκύλοι περνούσαν σε κοπάδια από πλάι μου. Έβγαινα στην επιφάνεια. Και τα ψιθυριστά του κόσμου με τις φυσιολογικές ζωές του μου έκαναν επίθεση… Μια λύτρωση. Διαύγεια. Αισθανόμουν ζωντανός, και ήμουνα νεκρός. Αισθανόμουν νεκρός, μα ήμουν ζωντανός. Για ποιον ακριβώς λόγο ζούσα; Γιατί υπήρχα;

Κάποιο βράδυ μετά τον αγώνα, ένας άντρας με πυκνό μαλλί μέχρι τους ωμούς, χωρίστρα σαν γάλος, γυαλιά με κόκκινο σκελετό και μούσι, καπαρντινα και διάφορα αξεσουάρ: τσάντες, στυλό στο πέτο, σκούφους, γάντια, κασκόλ(δεν είχε δα και τόσο κρύο) φόδρες στο τζιν και αλλά περίεργα, έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και με κοιτά τρώγοντας ένα χάμπουργκερ. Πολλοί με κοιτούσαν, αλλά αυτός το έκανε με έναν δικό του περίεργο τρόπο. Νόμιζα πως ήθελε να με σκοτώσει. Και την επόμενη Κυριακή τον ξαναβλέπω. Πάλι με το ίδιο ύφος. Σαν να ήθελε να με ξανασκωτωσει. Και δυο εβδομάδες αργότερα ξανά. Τον χάνω για κανένα μήνα και αγαλλιάζω. Ώσπου ένα βράδυ όπως περνώ τον δρόμο μου για σπίτι μετρώντας τα ψηλά μου, να σου τον βλέπω από πίσω μου. Πάει, σκέφτομαι, δεν την γλιτώνω απόψε. Τρέχει, τρέχει και με φτάνει, με πιάνει από τον ωμό, και μου λέει:
- Για σου, είμαι συγγραφέας.
Κι εγώ του λέω:
- Για σου, είμαι πλανόδιος.
- Η φωνή σου, είναι μια έμπνευση. Η ζωή σου, είναι μια έμπνευση.
Μιλούσε ψευδά.
- Εντάξει, του λέω, κερνάς κάτι να φάμε;
Κέρασε. Το τρώγαμε σε ένα παγκάκι. Είχε κρύο.
- Είμαι γνωστός συγγραφέας, μου λέει, έχω γράψει πολλά μπεστ σελλερ. Και η μορφή σου έχει κάτι το υπέροχο μέσα της. Είσαι μια γραφική παρουσία σε αυτήν τη πολλή. Μια μορφή που μπορεί να κάνει τον κόσμο που περνά τριγύρω σου να αισθανθεί καλύτερα.
Συνέχιζα να τρώω με χοντρές μπουκιές και να πίνω αναψυκτικό.
- Και; Του λέω. Ανταλλάζουμε;
- Θέλω να μου πεις κάποια πράγματα για την ζωή σου. Κι εγώ θα τα κάνω βιβλίο. Θα τα γράψω με έναν δικό μου τρόπο.
- Και γιατί όχι όπως πραγματικά είναι;
Άρχισε να κανείς κινήσεις με τα χέρια του στον αέρα.
- Φέρε στο μυαλό σου το άγαλμα του Απόλλωνα αθλητή. Έχει πανέμορφο σώμα, όμως ποτέ οι δισκοβόλοι δεν πετούν τον δίσκο τους με αυτόν τον τρόπο. Η στάση του κορμιού του δεν είναι δοσμένη έτσι από τον γλυπτη για να εξηπερετει την αναπαράσταση ενός αθλήματος, ούτε την ζωή. Είναι φτιαγμένη για την τέχνη. Για τον θαυμασμό. Για την ομορφιά και την δημιουργία. Και θέλω να πάρω από επάνω σου οτιδήποτε έχει καταστραφεί από την ζωή, οτιδήποτε άτεχνο, να σε σμηλευσω τονίζοντας τους αρμούς σου και πλάσω απέριττο και σαγηνευτικό.
Μου τα λέγε ψευδά.
Σαγηνευτικό; Απέριττο; Αρμοί; Ωραίες λέξεις. Ήτανε όλες για μένα; Μου άρεσε. Θα ήταν ωραία ιδέα, αν δεν ήταν γκέι.
Μιλούσαμε έως το πρωί. Του τα είπα όλα. Είχε βγάλει ένα φίλο χαρτί και κρατούσε σημειώσεις. Κι εγώ έτρωγα φαγητό με μεγάλες μπουκιές κι έπινα αναψυκτικό. Και στο τέλος έφυγε, κι άναψα ένα τσιγάρο.

Πέρασε λίγος καιρός. Ένας χειμώνας. Μπήκε η άνοιξη. Χτένισα τα μαλλιά μου και έβαλα την κιθάρα μου στον ωμό. Μια μαύρη fender, ένα κουκλί. Όλη ξύλο και σύρμα. Τράβηξα προς μια επώνυμη συνοικία. Από εκείνες που οι γίνονταν υπαίθριες δεξιώσεις για καλές οικογένειες και στο τέλος της βραδιάς ο οικοδεσπότης παρακαλούσε τις κύριες να κλείσουν τα αυτιά τους για να πει ένα σόκιν αστείο.
Πηγαίνοντας, πέρασα πλάι από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο, όπου είδα μια μεγάλη λευκή άφησα με ενα ελεύθερο σκίτσο της φιγούρας μου. Ενας φτωχος πλανωδιος με μια κιθαρα περασμένη στην πλάτη. Σταθηκα και το κοιτουσα. Το καινούριο μπεστ σελλερ, έλεγε. Ήμουνα εγώ. Και ήμουνα παντού. Στις βιτρίνες, στα ποστερ, στους συρμούς του μέτρο, στα διαφημιστικά πλακάτ πάνω από τα μεγάλα εμπορικά!
Ένα πιτσιρίκι φρενάρει το ποδήλατο πλάι μου και με ρώτα:
- Κύριε, είστε αυτός στην φωτογραφία;
Ήμουν διάσημος.