Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Ταμπεραμέντο






Το πρώτο που θυμάμαι είναι φως. Πυκνό εκτυφλωτικό φως, που δεν μου επέτρεπε να δω τίποτα. Άνοιγα και έκλεινα τα μάτια μου, σκοτάδι-φως. Έπειτα, ίσως μερικές μέρες αργότερα, ίσως αρκετά χρόνια μετά, η κεφαλή ενός σπίρτου να γλιστρά σε μια ανάγλυφη επιφάνεια και ο φωσφόρος να αναφλέγετε αφήνοντας πίσω του μια μυρωδιά. Μου άρεσε εκείνη η μυρωδιά, οι σπίθες που πετάγονταν αριστερά δεξιά. Η φλόγα ήτανε κιτρίνη και κόκκινη, και καθώς έκαιγε αργά το ξύλο μεγάλωνε και μεγάλωνε, γινόταν όλο και πιο όμορφη. Το σπίρτο με πλησίαζε φερνοντας μου ζεστασιά, μια ευχάριστη ασφάλεια, και στο δωμάτιο υπήρχε ξανά φως, λευκό και άπλετο.
Συνήθως οι μεγάλοι χρησιμοποιούσανε τα σπίρτα τους για να ανάβουνε τσιγάρα, και δεν μου άρεσε το κάπνισμα, μύριζε άσχημα. Έκανε τα δάχτυλα της μάνας μου να βρωμούν. Μου άρεσε όμως ο τρόπος με τον οποίο οι μεγάλοι τα άναβαν, έτσι πως έσκυβαν το κεφάλι τους και το έχωναν στο στόμα, κάτι ρουφούσανε και έβγαζαν καπνούς από τα ρουθούνια τους, εκείνο αναζωπύρωνε και έδειχναν να ευχαριστιόνται. Το κρατούσαν και το σήκωναν στα χέρια τους καθώς μιλούσαν, έκαναν κινήσεις και αυτό τους ακολουθούσε, σχημάτιζε κουκλάκια καπνού ολόγυρα στον αέρα. Δεν ήθελα να καπνίσω, το τσιγάρο ήτανε σιχαμερό, όμως θα μ’ άρεσε να μπορούσα να κρατώ ένα ψεύτικο και να το περιφέρω ολόγυρα μου, να το ρουφώ και να βολεύομαι στην ησυχία μου όπως εκείνοι.
Κάποια μέρα είδα την θεια μου να ανάβει ένα τσιγάρο, να το ρουφά και ύστερα να λέει: πρέπει να ξεκινήσει σχολείο, για να στρώσει, και αναρωτήθηκα, γιατί πάντα οι μεγάλοι μιλούν μπροστά μου λες και εγώ απουσιάζω. Μια άλλη μέρα ο θειος μου είπε στον πατέρα μου: θα κόψω το κάπνισμα, θα το μάθει το παιδί, κοίταξε πως μας κοιτά, και μου έδωσε ένα κέρμα για τον κουμπάρα. Και, ακόμα πιο μετά, οι γονείς μου κάπνιζαν στο μπροστινό κάθισμα ενός γαλάζιου αμαξιού ενώ κατευθυνόμασταν με γρήγορη ταχύτητα προς τις πρώτες μου διακοπές. Δεν θυμάμαι τίποτα από αυτές.
Ένα πρωινό του επόμενου χειμώνα η μητέρα μου με πήρε από το χέρι και με έβαλε να σταθώ δίπλα από τον πατέρα μου. Κοιτά να μαθαίνεις, είπε. Εκείνος έκοβε και πετούσε χοντρά κομμάτια ξύλου μέσα στο τζάκι. Ύστερα τα ψέκασε με ένα υγρό και έβγαλε από την τσέπη του ένα μικροσκοπικό μηχανηματάκι που με ένα πάτημα του δάχτυλου του εμφάνισε μια ζωηρή φλόγα. Η φλόγα ήταν ζωντανή, κάπως γαλανή στο ξεκίνημα της και κιτρίνη και μυτερή στην άκρη της, σαν μια μικρή γλώσσα που ανέμιζε πέρα δώθε όπως το χέρι του πατέρα μου έτρεμε. Την πλησίασε σε ένα μικρό φίλο χαρτιού, σκεπασμένο με στρώσεις από ξυλά, και ξαφνικά τα πάντα πλημμύρισαν δυνατό χρώμα. Το στομάχι μου είχε σφιχτεί κι εγώ κοιτούσα με τέτοιον ενθουσιασμό που ήθελα να τα κάνω επάνω μου, να πατήσω επάνω στον ακριβό καναπέ της μάνας μου και να γελάσω ή να πηδήξω και να μπω κι εγώ στο τζάκι. Απέμεινα να κοιτώ. Που και που κάτι ακουγόταν να σκάει εκεί μέσα.
Μιαν άλλη φορά καθόμουν με τον παππού μου σε ένα μέρος με ανθρώπους γεμάτους φρύδια, μαλλιά και γενιά. Δεν θυμάμαι πως βρέθηκα εκεί, απλά ότι το έκανα. Ένας αδύνατος άντρας με πράσινο τζάκετ σκισμένο στους ωμούς μας πλησίασε, κρατώντας ένα ξύλο γεμάτο χαρτάκια. Ο παππούς μου είπε: τράβηξε ένα. Το έκανα. Ήταν ένα λαχείο, μου το έδειξε. Ο παππούς κάθε εβδομάδα αγόραζε λαχεία, και όποτε ήμουνα μαζί του, έβαζε εμένα να επιλέγω. Ίσως αυτός να είναι ο τυχερός μας λαχνός, έλεγε, και μερικές ημέρες αργότερα διάβαζε στην εφημερίδα αν είχαν κληρωθεί τα νούμερα μας. Ποτέ δεν κερδίζαμε τίποτα και είχα αρχίσει να πιστεύω πως ήμουν εγώ υπαίτιος γι αυτό. Μπορεί και να ήμουνα γρουσούζης και ο παππούς μου να μην ήθελε να με αφήνει να διαλέγω, μα να το έκανε γιατί όλοι οι μεγάλοι πιστεύανε για κάποιο λόγο πως οι μικροί κουβαλούν μαζί τους τύχη. Δεν μάθαινα ποτέ τι έκαναν οι λαχνοί που τραβούσαν τα ξαδέρφια μου, μα οι δικοί μου δεν έκαναν απολύτως τίποτα. Και αυτά είναι όλα όσα θυμάμαι από εκείνη την εποχή.

Μερικά χρόνια αργότερα στεκόμουν εμπρός από το ανοιχτό συρτάρι της κουζίνας κάποιου αλλού σπιτιού. Είχα μάθει πως εκεί οι γονείς μου έκρυβαν πολλές από αυτές τις μαγικές συσκευές, που με το πάτημα του δάχτυλου σου εμφάνιζαν την φλόγα. Το άνοιξα και υπήρχανε δεκάδες. Φοβερό. Η μητέρα μου καθόταν στο σαλόνι. Έκανα πως κοιτούσα τα πιρουνιά. Ήθελα να πάρω μια, μα τι θα γινόταν αν κάποιος εμφανιζόταν ξαφνικά στην κουζίνα. Τα ποδιά μου έτρεμαν. Τελικά άρπαξα μια κιτρίνη. Λεγόταν αναπτήρας. Τον έβαλα στην τσέπη και έτρεξα στο δωμάτιο μου.
Εκείνη την ημέρα την πέρασα εξετάζοντας τη φλόγα. Εάν κάποιος άνοιγε την πόρτα, πετούσα τον αναπτήρα κάτω από το μαξιλάρι μου και έκανα πως κοιμόμουν. Μα καλά, ξάπλωσες ξανά; Έλεγε η μητέρα μου. Κοιτούσα την φλόγα μέχρις αυτή εξαφανίσθηκε. Ο αναπτήρας έβγαλε μερικούς σπινθήρες και αυτή τελείωσε, δεν υπήρχε άλλη. Τελικά πήγα στην κουζίνα και πήρα έναν καινούριο. Ήταν ένας κόκκινος.
Τα απογεύματα είχα έναν φίλο. Τον έλεγαν Γιάννη. Μπορείς να πεζεις με τους φίλους σου τα απογεύματα, είχε πει ο πατέρας μου. Έτσι ο Γιάννης ήταν ο απογευματινός μου φίλος.
Του είχα δείξει τον αναπτήρα μου. Κοιτά τι μπορεί να κάνει, του είπα, και του έδειξα. Α, αυτό δεν είναι τίποτα, μου είπε εκείνος. Κοιτά αυτό. Μου τον πήρε από τα χέρια και άρχισε να απλώνει το υγραέριο στο παντελόνι του, ύστερα του έβαλε φωτιά και μια λωρίδα φλόγα απλώθηκε στο ρούχο του. Πονάει; Τον ρώτησα, καθώς η φλόγα συρρικνώνονταν και γίνονταν όλο και ποιο αδύναμη, μέχρις που χάθηκε. Α καθόλου, μου είπε εκείνος. Δοκίμασε.
Ξεκίνησα να κάνω το ίδιο κάθε μέρα από τότε, όταν οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι. Δοκίμασα και νέες επιφάνειες. Στο πάτωμα, στην πόρτα, στο μάρμαρο της κουζίνας, στον καθρέφτη. Σε κάποιες απ’ αυτές είχε θεαματικά αποτελέσματα, σε άλλες όχι και τόσο.
Ένα άλλο απόγευμα κόβαμε βόλτες με τον Γιάννη γύρω από την γειτονία. Κουβαλούσαμε πάντα μαζί μας αναπτήρες. Εγώ είχα δυο. Αν κάτι πάθαινε ο ένας, έβγαζα τον άλλο. Ο Γιάννης ήτανε πνεύμα δημιουργίας. Κάποια στιγμή μου λέει, έλα εδώ, βρήκα κάτι. Είχε βρει τον ιστό μιας αράχνης στα κάγκελα μιας οικοδομής. Πήρε τον αναπτήρα του και άρχισε να τον καιεί. Η αράχνη στεκότανε στη μέση, εντελώς ακίνητη. Τα νήματα του ιστού άρχισαν να σπανέ και να βρωμούν, η αράχνη έκανε πως κουνήθηκε, ομως Γιάννης συνέχισε. Όταν κάηκε ολόκληρος, πλησίασε με την φλόγα την αράχνη. Εκείνη έκανε μικρές κινήσεις, σαν να ήταν ζαλισμένη. Τον συμβούλευσα να την κάψουμε αργά, αλλά μόλις η φλόγα την πλησίασε, εκείνη έβγαλε έναν σιγανό ήχο σαν σπυράκι που σπάει και γίνηκε ένα μικρό καμένο κουβάρι από ποδιά και τρίχες και κόλλησε σε ένα κρεμάμενο νήμα που ταλαντεύονταν πέρα-δώθε. Φοβερό, είπα.
Από τότε όπου βλέπαμε αράχνες και μικρά ζούφια πάντα τα καίγαμε. Μια φορά ο Γιάννης έφερε ένα μπουκάλι γαλάζιο υγρό. Οινόπνευμα, είπε, πάμε να το κάψουμε μια μυρμηγκοφωλιά. Βρήκαμε μια και αδειάσαμε το μισό μπουκάλι μέσα της, έπειτα έριξα στην τρυπά ένα σπίρτο. Δεν έγινε τίποτα. Εγώ φανταστικά πως όλο το περίπλοκο Βασίλειο των μυρμηγκιών πνίγονταν τώρα στις φλόγες καθώς μυρμηγκιά, μικρά, ευαίσθητα και γρήγορα, έτρεχαν για να γλιτώσουν πανικόβλητα. Μείναμε για λίγο μήπως κάτι συμβεί, αλλά τίποτα δεν έγινε.
Έχω μια ιδέα, είπα, έλα μαζί μου. Ήταν η πρώτη μου ιδέα.
Ανεβήκαμε σε έναν λόφο με μπάζα. Υπήρχαν διάφορων λογής σκουπίδια εκεί, αλλά κυρίως πλαστικό: σακουλές, επιφάνειες από νάιλον, ξεραμένα ακρυλικά χρώματα. Ψέκασε, είπα στον Γιάννη, κι εκείνος το έκανε φτιάχνοντας κύκλους και σχήματα. Στραγκιξαμε και την τελευταία σταγόνα. Έπειτα έβαλα φωτιά σε ένα μικρό χαρτάκι και το πέταξα μέσα. Το συνοθηλευμα αναφλευχτικε μεμιάς. Ήταν μεγαλύτερη φλόγα που είχα δει ποτέ, και έβγαζε μαύρους καπνούς και βρωμούσε. Το θέαμα ήτανε φοβερό, τα μάτια μου γυάλιζαν. Ξαφνικά έστρεψα το κεφάλι μου και είδα τον Γιάννη τα τρέχει προς το σπίτι του. Τον ακολούθησα, άνοιξε την αυλόπορτα και κρύφτηκε κάπου στον κήπο. Τον είδα να στέκετε εκεί κουλουριασμένος. Είχε τρομοκρατηθεί για τα καλά.

Όταν πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου στο προαύλιο του σχολείου, έκανα την πρώτη μου προσευχή και μπήκα στην πρώτη μου αίθουσα, όπου άγνωστα παιδία στην ηλικία μου κάθονταν στα θρανία τους σιωπηλά περιμένοντας τον δάσκαλο τους, στην πρώτη του δημοτικού, κατάλαβα πως η ζωή μου είχε πλέον ριζικά αλλάξει. Είχε μπει σε μια νέα πορεία από την οποία θα αργούσε πολύ να βγει, και έδειχνε να είναι πολύ κουραστική.
Τα παιδία της Τετάρτης και της πέμπτης ήτανε τεραστία, δυνατά, καλοφτιαχμενα, και εκείνα της έκτης γιγάντια, και περνούσαν όλα από μπροστά μας, αμέριμνα. Αμέριμνοι γίγαντες Μας έλεγαν πρωτάκια και αυτό κάπως μας ένωνε. Χρειαζόταν να είμαστε ενωμένοι αν θέλαμε να τους αντιμετωπίσουμε. Αν και αμφιβάλω αν όλα τα αγόρια της πρώτης μπορούσαν να αντισταθούν σε έναν και μόνο από δαύτους.
Κάθε πρωί ο παππούς με πήγαινε μέχρι το σχολείο. Κάθε τρία πρωινά αγοράζαμε και από έναν λαχνό. Ύστερα κοιτούσαμε στην εφημερίδα την κλήρωση. Τίποτα για σήμερα, έλεγε ο παππούς μου και μου έδινε τον λαχνό, παρτον. Εγώ πήγαινα στο μπαλκόνι και τον έκαιγα. Του έβαζα φωτιά στη μια γωνία και τον πετούσα από τον τρίτο. Έπεφτε φλεγόμενος κάνοντας γκελ στον αέρα, ενώ η φωτιά φούντωνε και φούντωνε. Στοιχημάτιζα στον εαυτό μου εάν θα έφτανε μέχρι κήπο πριν να καεί ολόκληρος.
Όταν ο χειμώνας μπήκε για τα καλά, ακόμα και με την πιο μικρή ψιχάλα, η μανά μου με υποχρέωνε να φεύγω πάντοτε με ομπρελά. Το πρόβλημα ήταν πως τα παιδία της έκτης δεν το έκαναν ποτέ. Έφθαναν στο σχολείο εντελώς ανεπηρέαστα από την βροχή. Αν κουβαλούσες ομπρέλες, αδιάβροχα και άλλες τέτοιες ανοησίες σε καναν βούκινο. Σε έβρισκαν στα διαλύματα και σε φώναζαν φλουφλη μπροστά στα κορίτσια. Αν ήσουν άτυχος, μπορεί και να τις έτρωγες.
Εμένα δεν με πείραζε σχεδόν κανείς. Δεν ξέρω πως, αλλά όλοι γνώριζαν τον παππού μου και με σέβονταν. Όλοι εκτός από έναν. Το ποιο απαίσιο παιδί που γνώρισα ποτε. Τον έλεγαν Τάσο. Κάθε φορά που με έβλεπε με ομπρελά, με πλησίαζε και μου έδινε φάπες στο σβέρκο. Όχι πολύ δυνατές, αλλά έκανε μόνον αυτό, μου έδινε φάπες. Φλουφλη, φλουφλη, ομπρελακια, και δεν σταματούσε μέχρι το κουδούνι να χτυπήσει.
Εν τω μεταξύ στον κήπο πλέον έκαιγα όλα τα έντομα που έπαιρνε το μάτι μου. Κάθε λογής ζούφιο ήταν καταδικασμένο να βασανιστεί με τον χειρότερο τρόπο, σαν τολμούσε να κατοικοεδρεύσει εκεί. Ακόμη έκαιγα στοίβες από χορταράκια. Με το οινόπνευμα σχεδίαζα γεωμετρικά σχήματα και τους έβαζα φωτιά. Τα παρακολουθούσα να σχηματίζονται φλεγόμενα, να περνούν ζωή αποκτώντας λίγες στιγμές δόξας μέχρις το οινόπνευμα να εξατμιστεί.
Στην τουαλέτα άναβα μερικές διπλές χαρτιού και το πετούσα στην λεκάνη. Αυτό το έκανα συνεχεία, κάθε ημέρα, κάθε φορά που πήγαινα στο μπάνιο. Τόσο που η μητέρα μου είχε αρχίσει να αναρωτιέται πως τελείωνε τόσο γρήγορα το ρόλο τουαλέτας.
Ένα απόγεμα είδα την γιαγιά μου να ράβει ένα παντελόνι, και στην τελευταία βελονιά να καίει την κλώστη που περίσσευε. Από τότε άρχισα να καίω και κλωστές. Κάθε κλώστη που υπήρχε μες στο σπίτι: στο χαλί, στην κουρτίνα, στα ρούχα, στα σεντόνια, οπουδήποτε. Εξερευνούσα όλα τα μερί από δυο και τρεις φορές και μόλις ανακάλυπτα κλώστη, τσούπ, έβγαζα τον αναπτήρα μου και την έκαιγα: δεν έπρεπε να υπαρχει εκεί, σκεφτόμουν, έκανα κάτι χρήσιμο.

Κάποιο βράδυ με είχε καλέσει ένας συμμαθητής μου σπίτι του. Οι γονείς του ετοιμαζόντουσαν να φύγουν. Να είστε φρόνημα παιδία, μας είπανε και έκλεισαν την πόρτα. Ειμασταν ελευθεροι σε ένα μεγαλο σπιτι. Ειχαμε απεριοριστες δυνατοτητες. Εμενα οι δικοι μου ποτε δεν με αφήναν μονο.
Λοιπόν, τώρα τι κάνουμε; Ρώτησα. Έλα, ξέρω κάτι, απάντησε εκείνος.
Πήγαμε στο δωμάτιο που κοιμόταν ο παππούς του πριν πεθάνει. Τώρα δεν υπήρχε κρεβάτι και είχαν απομείνει μόνο μερικά σκόρπια έπιπλα. Ήταν κάπως σκοτεινά.
Μου έδειξε την κουρτίνα. Μπορείς να μπεις εκεί πίσω; Με ρώτησε. Δεν ξέρω, απάντησα. Κοιτά. Έκλεισε το φως και κρύφτηκε πίσω από την κουρτίνα. Άντεξε σχεδόν δυο λεπτά. Ύστερα την έσπρωξε με δύναμη και βγήκε χλομιασμένος. Ουφ, είναι πολύ τρομαχτικά. Εσύ πόσο αντέχεις; Μπήκα και εγώ. Δεν υπήρχε τίποτα. Έβλεπα μόνο μια κουρτίνα. Περίμενα ένα λεπτό, δυο λεπτά, ύστερα ο φόβος εξαφανίστηκε. Θα μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα. Ακόμη και χρόνια. Ήμουν ατρόμητος. Μονάχος μου με την κουρτίνα. Ύστερα ο Κ. πήγε στο μπάνιο. Πρέπει να βαρέθηκε να με περιμένει. Εγώ ήμουν ακόμα εκεί.
Κοίταξα το ύφασμα που έγλυφε τα παπούτσια μου καθώς ανέμιζε. Ήτανε μεταξωτό κόκκινο, πολύ όμορφο. Μια κλώστη προεξείχε. Γονάτισα εκεί και την έκαψα με τον αναπτήρα μου. Η φλόγα ξεψύχησε γρήγορα με μία υπέροχη λάμψη. Η μυρωδιά από καμένο μεταξύ γαργάλισε τα ρουθούνια μου. Βγήκα έξω και ξανά κοίταξα την κουρτίνα. Ήτανε πολύ όμορφη. Έσκυψα και έβαλα φωτιά στην μια της άκρη, ύστερα στην άλλη, τέλος στην μέση. Κανονική φωτιά. Φούντωσε αμέσως. Οι φλόγες ανέμιζαν μπροστά μου υπέροχες. Τα μάτια μου ήταν καθρέφτες. Απίθανο θέαμα.
Από το μπάνιο ακούστηκε μια φωνή. Ει, τι γίνετε ρε; Πήδηξα στην πόρτα και την έκλεισα πίσω μου με δύναμη. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια και έτρεξα σπίτι μου. Κρύφτηκα μέσα στα παπλωματά περιμένοντας το τηλέφωνο να χτυπήσει. Τελικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Με τον Κ. δεν ξαναμίλησα.

Στο σχολείο η κατάσταση με μερικα παιδία της έκτης δεν είχε τελειωμό. Κάθε φορά τα ίδια. Πλέον με είχανε σταμπάρει και με ενοχλούσαν χωρίς να υπάρχει λόγος, απλά για την διασκέδαση τους. Ο χειρότερος απ’ όλους, όπως ήδη ανεφερα, ήτανε ο Τάσος. Ήτανε τεράστιος, χόντρος, ένας μπόγος από κρέας με ρούχα κολλημένα πάνω του. Πολλές φορές αναρωτιόμουν αν αυτά τα παιδία θα μπορούσαν να βάλουν κάτω τον πατέρα μου ή τους δάσκαλους τους.
Κάθε πρωί ξυπνούσα από τα ζεστά σεντόνια μου, έβγαινα από το ζεστό μου σπίτι, φορώντας τα ζεστά μου ρούχα, έφθανα σχολείο και σαν ο παππούς μου έφευγε, ξάφνου βρισκόμουν ολομόναχος. Σε ένα απέραντο προαύλιο όπου τα αγόρια των μεγαλύτερων τάξεων καραδοκούσαν. Υπήρχαν μαθητές που έπαιζαν εκεί έξω, δάσκαλοι, σκυλιά, γατιά, ένας ολόκληρος μικρός κόσμος, όμως κανείς δεν μπορούσε να με προστατέψει, δεν είχε καμία σημασία. Ο Τάσος ερχόταν και μου έδινε φάπες για ένα ολόκληρο διάλειμμα όταν είχε κέφια. ομπρελακια, ομπρελακια, επαναλάμβανε όλη την ώρα. Ευχόμουν να μην τελειώσει το μάθημα, ήξερα τι θα επακολουθούσε. Προσποιούμουν τον αδιάθετο για να μείνω στην τάξη, μα μια ασπρουλιάρα επιμελήτρια, ψηλή και πελώρια, υπερβολικά πρόωρα ανεπτυγμένη έτρεχε στο θρανίο μου.
«έξω»
«μα πονάει το κεφάλι μου»
«δεν με νοιάζει, εμένα έτσι μου είπανε. Έλα, έξω»
«μα»
«έλα μην σε βγάλω με το ζόρι»
Ώσπου έφτασε η σειρά μου να γίνω επιμελητής. Αυτή η εβδομάδα θα είναι η τυχερή μου, σκέφτηκα. Καθόμουν μόνος μου στην αίθουσα και έκανα γκριμάτσες. Κανένας δεν μπορούσε να με δει. Έκλεινα την πόρτα και διάβαζα τις εργασίες των κοριτσιών.
Ωσπου μια ημερα η πόρτα άνοιξε και ο Τάσος μπήκε μέσα. Τα ποδιά μου κόπηκαν. Έκλεισε και την πόρτα πίσω του. Γεια, με χαιρέτισε. Δεν κουνήθηκα. Ήρθε δίπλα μου και με άρχισε στις συνεχόμενες φάπες, λοιπόν; Που είναι το αδιάβροχο σου; Για να δω; Σίγουρα το κρύβεις μέσα στην τσάντα σου. Με το ένα χέρι συνέχισε τις καρπαζιές και με το άλλο άρχισε να ψάχνει τα πράγματα μου. Ανακάλυψε ένα τυλιγμένο τοστ. Τοστακια ε; φλώρε.
Αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ. Ήτανε τα πράγματα μου. Μου τα ετοίμαζε η μητέρα μου κάθε πρωί πριν φύγω, δεν είχε δικαίωμα να μου το κάνει αυτό. Ήτανε δικά μου και δικά της. Έσκυψα και του δάγκωσα με όλη μου την δύναμη το χέρι, σχεδόν του έκοψα κομμάτι. Μια δυνατή σφαλιάρα ήρθε και απλώθηκε στο μάγουλο μου, ήταν το πιο δυνατό χτύπημα που είχα νιώσει ποτέ μου. Κόλλησα στην θέση μου. Μαλακισμένο, είπε, θα τα πούμε ξανά, και έφυγε. Ξεκίνησα να κλαίω σιωπηλά. Το μάγουλο μου ήταν κόκκινο και ζεστό. Τύλιξα το τοστ και το έβαλα ξανά στην θέση του. Έβγαλα τον αναπτήρα και άρχισα να απλώνω υγραέριο στο παντελόνι μου.

Κάποια φορά είχα βάλει φωτιά σε μια από τις γάτες που έβοσκαν στον κήπο μας. Την είχα καταβρέξει με μπόλικο οινόπνευμα στην μαλλιαρή ουρά της και αφού λαμπάδιασε, την παρακολουθούσα να τρέχει αφηνιασμένη. Κυλίστηκε στα χώματα και εν τέλει ξελάσπωσε με μια καμένη ουρά. Δεν επιθυμούσα στ αλήθεια να το κάνω. Ήθελα μόνο να δω πως σκέφτεται ένας φλεγόμενος ζωντανός οργανισμός. Την λυπήθηκα, την καημένη, αλλά είχε πλάκα.
Ξεκίνησα για το σχολείο αποφασισμένος. Για πρώτη φορά ύστερα από καιρό άρχισα να παίζω στα διαλύματα μαζί με τα υπόλοιπα παιδία. Ήξερα πως θα ερχόταν. Και ξάφνου, τσούπ, εμφανιστηκε. Με πλησίασε αργά, σαν μια άμορφη μάζα από πολλά κιλά. Ήτανε τόσο τεράστιος που μου έκρυβε τον ήλιο. Μου έδωσε μια φάπα, μετά ακόμα μια, ακόμα μια. Μόνον αυτό, χωρίς να μιλήσει.
Εκείνη την ημέρα φορούσε μια γκρίζα φόρμα, βαμβακερή. Ήτανε λαδωμένη κατά τόπους και είχε μια χόντρη κηλίδα ουρών κολλημένη λίγο κάτω από το στομάχι του. Ήτανε από τα φτωχά παιδία που κατοικούσαν σε μια ρημαγμένη συνοικία και είχανε μονάχα δυο αλλαξιές ρούχα, και ήτανε αηδιαστικός. Τον σιχαινόμουν. Όμως το ότι φορούσε φόρμα με βόλευε μια χαρά. Ήτανε σαν κάποια αόρατη δύναμη να με είχε βοηθήσει εκείνη τη στιγμή, σαν να ρθε με το μέρος μου.
Έβγαλα από το βρακί μου το μπουκάλι με το οινόπνευμα και άρχισα να του ψέκαζω το δεξί του πόδι. Αυτό ήτανε το ποιο δύσκολο σημείο και προσπάθησα να κάνω γρήγορα. Όμως δεν αντέδρασε, απλά άρχισε να μου τις βρέχει δυνατότερα: νομίζεις κάτι κανείς τώρα; Βρέχε αυτό εσύ, βρέχω φάπες εγώ, για να δούμε ποιος θα βαρεθεί πρώτος. Με χτυπούσε όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο δυνατά. Ο σβέρκος μου είχε γίνει μοβ και κάθε άγγιγμα του με έτσουζε σαν να έσκαγα σαν σακί από τα διακόσα μέτρα στην θάλασσα. Όμως δεν υπέφερα. Άντεχα.
Αφού τελείωσα όλο το μικρό μπουκάλι σχεδόν με την ησυχία μου, σίγουρα πολύ ευκολότερα από όσο το είχα σχεδιάσει, έβγαλα γρήγορα τον αναπτήρα. Εκεί αντέδρασε. Για μια στιγμή με κοίταξε στα μάτια, πανικόβλητος.
«ε;»
είχε τρομοκρατηθεί. Φάνηκε ξεκάθαρα στα μικρά του μάτια και τα στρογγυλεμένα του χείλι, και το απόλαυσα από τα βάθη της καρδιάς μου. Ένα παιδί της έκτης τα ‘χε κάνει επάνω του, κι αιτία ήμουν εγώ. Ήμουν δυνατός.
Ακούμπησα την φλόγα στο πανταλόνι του και αμέσως το πόδι του φούντωσε συθέμελο. Άρχισε να χοροπηδάει σαν σε κουτσό και να τινάζετε στον αέρα. Η φλόγα φούντωνε και φούντωνε. Βοήθεια, βοήθεια…, καίγομε, καίγομε…
Ναι, αυτό ήταν, καιγότανε, και δεν γνώριζα που θα κατέληγε, αλλά στ’ αλήθεια δεν με ενδιέφερε. Τα προαύλιο μαζεύτηκε ολόγυρα του και τον κοιτούσε, οι καθηγητές χαμπάρι. Α, α, α, βοηθήστε με ρε. Τώρα ήτανε η καλύτερη στιγμή, ικέτευε και ούρλιαζε με μια λεπτή κοριτσίστικη φαλτσαριστή φωνή και κάποιοι άρχισαν να γελούν. Ήταν ένα υπέροχο γέλιο. Όλοι πιστεύανε πως ήταν μόνο κάτι σαν αστείο, πως στ αλήθεια η φωτιά θα έσβηνε, μα εκείνη επεκτανωτανε ολοένα και πιο πολύ, όλο και πιο πάνω, στη μπλούζα, στα χέρια, στα μαλλιά του. Οι παλάμες του αχνίζανε πυκνούς καπνούς και ήτανε κατάμαυρες, ενώ στις σάρκες του άνοιγαν μικροί κρατήρες, ο ποιο εντυπωσιακός από αυτούς κάτω από το μάτι του.
…ώσπου τα κορίτσια άρχιζαν να ουρλιάζουνε, μερικοί κρατούσαν τα μαγούλα τους με τα δυο τους χέρια, άλλοι έσπρωχναν με τις παλάμες τα αυτιά τους. Εγώ τον κοιτούσα ακόμα, προσπαθώντας να συναντήσω την μάτια του, και αυτό συνέβη, λίγο αφότου κάποιος ηρωικός δάσκαλος ήρθε και τον πλάκωσε με το κορμί του για να σβησει την φωτια, αλλά το βλέμμα του ήτανε τόσο νεκρικό, που ήταν σαν να μην με είχε κοιτάξει ποτέ.
Ύστερα μας επέστρεψαν βιαια στις τάξεις μας κι εκεινος απεμεινε σωριασμενος κατω. Είχε απλώσει την παλάμη του περιμένοντας κάποιος να την αγγίξει, μα σαν μια κοπέλα προσπαθησε να του δόσει κουράγιο, κάποιος της είπε: όχι, δεν πρέπει να τον πειραξουμε, μπορεί να το κάνουμε κακό άθελα μας. Και η παλάμη του παρέμεινε εκεί, να την κοιτά μονάχος και να ανοιγοκλείνει σαν κουρδισμένο ρομποτακι Χριστουγέννων μηχανικά τα δάχτυλα του.
Δεν κάναμε άλλο μάθημα θυμάμαι εκείνη την μέρα. Ο δάσκαλος μας μπήκε για να μας πει να παραμείνουμε ήσυχοι και ύστερα εξαφανίσθηκε. Ήτανε ωραία. Φτιάχναμε σαΐτες και κάναμε κόντρες. Μερικοί αναπαριστούσαν πως ούρλιαζε φλεγόμενος ο Τάσος κι εμείς ψηφίζαμε τον πειστικότερο. Ένα κοριτσάκι σε μια γωνία έκλαιγε.
Λίγο αργότερα άκουσα στην διπλανή αίθουσα κάποιον να λέει στους μαθητες της τριτης: λοιπόν, τώρα θέλω να μου πείτε όλα όσα είδατε σχετικά με το περιστατικό…Επέστρεψα στη θέση μου, έβγαλα τον αναπτήρα μου και άρχισα να απλώνω υγραέριο στο τζιν μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου