Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Όμορφος Κόσμος


Στον κόσμο κάποιοι έφτιαχναν σπίτια. Τα σχεδίαζαν και άλλοι τα έχτιζαν. Κάποιοι έφτιαχναν μηχανές. Μερικοί παιχνίδια για παιδία. Σοκολάτες. Κάποιοι έκαναν εικονίσματα από χαλκό. Αγιογραφίες. Άλλοι στέκονταν πάνω από τα περιτόματα τους και τα κοιτούσαν και καμάρωναν. Εγώ δεν έκανα και τόσο κακό που έκανα έναν δικό μου κόσμο. Έναν υδάτινο κόσμο ψευδαισθήσεων από τον οποίο δεν θα κατάφερνα ποτέ ολοκληρωτικά να ξεφύγω, μονάχα ξεθωλοντας με το δάχτυλο το τζαμί, να ανοίγω στο σκοτάδι μικρές χαραματιές αλήθειας.



Όταν ήμουν ακόμη μικρός ο πατέρας μου είχε πει, στην ζωή σου μπορείς να καταφέρεις τα πάντα αν πραγματικά το θέλεις, εκτός αν θέλεις να γίνεις τραγουδιστής. Εγώ ήθελα να γίνω τραγουδιστής. Στα δεκάξι μου τα καλοκαίρια φορούσα μια κιθάρα στην πλάτη και τραβούσα για έναν προορισμό μέσα από τα χωράφια. Ένιωθα σαν τον Ρίτσι Βάλενς στα ξεκινήματα. Δεν είχα ακόμα το ταλέντο, αλλά είχα την ιδέα. Το καλούπι, την κοψιά. Και κάποτε θα τα κατάφερνα.
Ο πατέρας μου ήταν μάστορας. Θα τελείωνα το σχολείο και θα ακολουθούσα το επάγγελμα. Μα ποιος έχει όρεξη για δουλεία όταν μπορεί να γίνει διάσημος. Είχα ακόμα δυο χρόνια στα θρανία, δηλαδή έναν μελλοντικό αιώνα αναμνήσεων μπροστά μου. Και πολλά πράγματα θα συνέβαιναν ως τότε: Θα κοιμόμουν για πρώτη φορά στην παράλια, θα πήγαινα χωρίς τους γονείς μου τις πρώτες διακοπές, θα έτρωγα για πρώτη φορά εκατό παγωτά μέσα σε ένα καλοκαίρι, θα αγόραζα τα πρώτα δερμάτινα παπούτσια μου και το πιο ακριβό κουστούμι από όλα τα παιδία της τάξης. Θα έπαιρνα το πρώτο μου όχι από κοπέλα, το πρώτο μου μάτι σε γειτόνισσα, το πρώτο μου ναι από κοπέλα, μια χόντρη αλλά και τι να κανείς, ύστερα το πρώτο μου ναι από την κοπέλα που είχα πάρει το πρώτο μου όχι και θα περνούσα από εκείνη και την πρώτη μου ερωτική απογοήτευση, θα σιχαινόμουν όλες τις κοπέλες. Ύστερα θα σταματούσα για πρώτη μου φορά να σιχαίνομαι όλες τις κοπέλες και έπειτα θα τις ξανά σιχαινόμουν για πρώτη φορά αφότου είχα σταματήσει να μην τις σιχαίνομαι.
Ένα πρωί η μανά μου συζητούσε με τον πατέρα μου.
«Το παιδί», έλεγε, «Νομίζει πραγματικά ότι θα γίνει τραγουδιστής. Κοιτά όλα αυτά τα ποστερ που έχει στο δωμάτιο του. Όλη μέρα με μια κιθάρα είναι. Πρέπει να τον συνεφέρεις. Πρέπει κάτι να κανείς».
«Έλα τώρα, ρε γυναίκα» -Ο πατέρας μου- «Τι να κάνω πια. Παιδί είναι».
«Ναι, αλλά μεγαλώνει. Και τι θα γίνει άμα μεγαλώσει; Θα μείνει ένα τεμπελόσκυλο».
Εν το μεταξύ, παντού σε όλες τις τηλεοράσεις που υπηρχαν παντου σε όλα τα σπίτια, διάσημοι μουσικοί, διάσημοι ηθοποιοί, είχανε λεφτά, είχανε γυναίκες, τα είχαν όλα. Είχανε και ένα όμορφο προφίλ που τους έκανε να δείχνουνε πάντοτε μυστηριακοί. Είχα κι εγώ κάτι, μια γαλβάνιζε ανασηκωμένη μύτη που με έκανε να μοιάζω σαν αυτούς, είχα και μια κιθάρα που την φόρτωνα στον ωμό και τραβούσα προς τα κάπου. Κάποτε θα έβλεπα τη φωτογραφία μου σε σκίτσα στους δρόμους, στις βιτρίνες, στους συρμούς του μέτρο, στα διαφημιστικά πλακάτ πάνω από τα μεγάλα εμπορικά. Ακριβώς όπως κι εκείνοι. Θα γινόμουν διάσημος.
Εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς έβαλα έναν σκοπό στην ζωή μου. Μέσα σε δυο χρόνια θα έπρεπε να εχω γίνει γνωστος. Δεν ήξερα το πως, μα έπρεπε να βρω τον τρόπο. Θα ασχολούμουν μόνο με αυτό. Να το καταφέρω. Σαν τον Μπόμπ Ντυλαν. Στα δεκαοχτώ του αναγνωρίσιμος. Και ύστερα θα έλεγα την γνωστή ιστορία του παιδιού που ξεκίνησε με τρύπιο παντελόνι και την άρνηση των γωνιών του, μα τελικά έφτασε ψηλά.
Το ιδιο καλοκαίρι πήγα κατασκήνωση. Ήτανε η πρώτη φορά που πήγαινα κατασκήνωση από την εποχή που έμαθα κιθάρα. Και στην κατασκήνωση θεώρησε σπουδαίος άμα ξέρεις κιθάρα. Έπαιζα όλα τα τραγούδια που άρεσαν στα παιδία της ηλικίας μου. Καμία φορά ανάβαμε φωτιά και τραγουδούσαμε στην παράλια. Εγώ καθόμουν στο κέντρο και γρατζουνούσα τις χορδές. Ήταν ακριβώς όπως κάποτε το είχα ονειρευτεί.
Με την κιθάρα μπορείς να δείχνεις όπως θες. Είναι σαν να καπνίζεις. Ποτέ είσαι εύθυμος, ποτέ μοναχικός. Ότι και να γίνει έχεις με κάτι να ασχολείσαι. Όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες κάπνιζαν. Γιατί ήτανε πολύ μοναχικοί. Και τα παιδία που το έκαναν έμοιαζαν ανεξάρτητα. Ήθελα να είμαι κι εγώ ανεξάρτητος. Οι μουσικοί είναι ελευθέρα πνεύματα. Έκανα προπόνηση στο κάπνισμα στις τουαλέτες. Δεν ήθελα να βήχω σαν βλάκας στην παρέα. Ένας φίλος είχε κι ένα μηχανάκι. Ανέβαινα στο μηχανάκι του φίλου και είχα ένα τσιγάρο στο στόμα, μια κιθάρα στην πλάτη, πολύ κοντό σορτς και άσπρο φανελάκι και έλεγα στους άλλους, πάω να πάρω την τάδε από την πλαζ.
Εκείνο το καλοκαίρι όλες οι κοπέλες προσπαθούσαν να με πλησιάσουν. Εγώ στεκόμουν αγέρωχος. Απλά υπήρχα και ήμουν όμορφος και χαρισματικός. Τα έφτιαξα με την ποιο όμορφη της κατασκήνωσης και τα αγόρια ζήλευαν. Όλοι με χτυπούσαν φιλικά στην πλάτη. Με κάποιον τρόπο την είχα πείσει πως θα γινόμουν διάσημος. Μάλιστα κανονίζαμε αν το σπίτι που θα μέναμε θα είχε πισίνα. Εμένα δεν μου άρεσαν οι πισίνες. Τις έβρισκα ξεπερασμένο τρόπο διακοσμήσης. Τελικά μου είπε να την κάνουμε εσωτερική. Έτσι δεν θα φαίνονταν. Εσωτερική ήτανε καλή ιδέα.
«Ποτέ υπολογίζεις πως θα είσαι διάσημος;» Με είχε ρωτήσει ένα βράδυ.
«Στα δεκαοκτώ μου. Σαν τον μποξ Ντυλαν».
Ήμουνα ήδη δεκαεφτά. Είχα ακόμα έναν χρόνο μπροστά μου.

Στο σχολείο, οι φίλοι μου διαβάζανε για τις εξετάζεις. Εγώ προγραμμάτιζα τον δρόμο προς την δόξα. Στα τετράδια μου έγραφα στιχάκια. Στο θρανίο έγραφα στιχάκια. Στο σπίτι, έγραφα στιχάκια. Στις κόλες των εξετάσεων έγραφα στιχάκια. Στις εξετάσεις απέτυχα να μπω σε κάποιο πανεπιστήμιο. Όμως με τα στιχάκια που είχα γράψει είχα εντυπωσιαστεί. Το ίδιο η κοπέλα μου. «Σίγουρα θα γίνεις σπουδαίος», μου έλεγε.
Μετά τα αποτελέσματα ο πατέρας μου είπε: Τελείωσαν τα ψέματα, θα έρθεις μαζί μου στην δουλεία. Τον είχα απογοητεύσει. Περίμενε μεγαλύτερα πράγματα από εμένα. Αλλά εγώ σκεφτόμουν, θα γίνω διάσημος σε λίγο, πόσο μεγαλύτερα;
Δεν ήθελα να γίνω μηχανικός. Ίσα που θα με καθυστερούσε από τον βασικό μου προορισμό. Έτσι έπιασα δουλεία σε κάτι εφήμερο, ένα παγωτατζιδικο που πουλούσε και hot-dog. Το αφεντικό μου φώναζε γιατί ήμουν επιπόλαιος, αλλά μέσα μου σκεφτόμουν, έλα μωρέ τώρα, ποιος είσαι εσύ, ένας απλός ανθρωπάκος είσαι, εγώ θα βγάζω δίσκους σε λίγο. Και όταν με έδιωξε τα ίδια έλεγα. Και για το επόμενο αφεντικό μου τα ίδια σκεφτόμουν. Και για το παρεπόμενο. Ώσπου βρήκα μια θέση σε ένα γραφείο τηλεφωνικής εξυπηρέτησης. Εκεί ήταν αραλίκι. Η εταιρία είχε ανοίξει πρόσφατα και το κτήριο ήταν ολοκαίνουριο, με όλα τα κομφόρ. Δερμάτινα καθίσματα, αναψυκτήριο, τηλεόραση. Επιτρεπόταν ο καφές, επιτρεπόταν το τσιγάρο. Θα εμένα εκεί μέχρι να τα καταφέρω. Σήκωνα απλά ένα ακουστικό και κάποιος με ρωτούσε: Μπορείτε να μου πείτε εάν θα αναχωρήσουν απόψε τα πλοία από το λιμάνι; Κι εγώ έψαχνα στον υπολογιστή και του απαντούσα.
Εντωμεταξύ η κοπέλα μου σπούδαζε. Τα βράδια με είχε προσλάβει ένα φίλος για να τραγουδάω σε μια μικρή καφετερία και ερχότανε με τους συμφοιτητές της να με δουν. Ήξερα πως οι φίλες της με γούσταραν. Είχα λίγο μάκρη μαλλί. Φορούσα κι εκείνα τα φθαρμένα σακάκια με ξεκούμπωτα μανικετόκουμπα. Κλείναμε το μαγαζί και φεύγαμε όλοι μαζί παρέα, μέσα από τους ήσυχους παγωμένους πεζόδρομους. Ήτανε χειμώνας, Χριστούγεννα, και λίγο πριν είχα μπει στα δεκαοχτώ. Όμως θα μπορούσα να τα καταφέρω μέχρι τα εικοσιένα. Όπως ο τζιν μορρισον.
Στο μαγαζί έπαιζα και δικά μου τραγούδια καμία φορά. Όμως δεν είχαν και τόσο μεγάλη επιτυχία. Το έβλεπα και μόνος μου. Κάτι τους έλειπε. Ήθελα περισσότερη εξάσκηση, περισσότερα βιώματα. Και όλο το βράδυ προσπαθούσα, έγραφα, σύνθετα, συλλογιζόμουν, και που και που άκουγα τον πατέρα μου που βλαστημούσε για λίγη ηρεμία.

Έναν χρόνο αργότερα έξω από την καφετερία ανάρτησαν μια μικρή φωτεινή επιγραφή που έκανε λόγο για ζωντανή μουσική κάθε Σάββατο, Κυριακή και αργίες. Δεν έγραφε βέβαια το όνομα μου, αλλά εάν δεν ήμουν εγώ δεν θα υπήρχε. Όποτε μιλούσε για εμένα. Έτσι αν κάποιος με ρωτούσε φεριπιν τι κανείς στην ζωή σου, εγώ του έλεγα παίζω μουσική στο τάδε μαγαζί, και του έδειχνα και την επιγραφή. Έγραψα και ένα τραγούδι που ενσωμάτωσα στο πρόγραμμα μου και είδα πως άρεσε. Το έπαιζα κάθε φορά και παρατήρησα πως μερικοί είχανε μάθει τα λόγια.
Ήμουν είκοσι και βάδιζα για τα εικοσιένα. Και ένα βράδυ η κοπέλα μου είπε πως θα ήτανε καλό να είχαμε και ένα αμάξι. Ως τότε δεν είχα ποτέ μου πρόβλημα με τα οικονομικά. Τα λεφτά που έβγαζα μου έφταναν για να ψωνίζω τα ρούχα μου, να παραγγέλνω φαΐ, να κερνάω ποτά και μου περίσσευαν και λίγα για να σπαταλάω απερίσκεπτα. Όμως για να αγοράσεις αμάξι χρειαζόσουν οπωσδήποτε κάποιο κεφαλαίο. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα χρειαζόμουν αμάξι. Αν ήθελα να πάω κάπου, περπατούσα. Εάν ήτανε μακριά, περπατούσα πιο πολυ. Αν ήτανε ακόμα μακρύτερα, χρησιμοποιούσα την συγκοινωνία και αν βαριόμουν, έπαιρνα ταξί. Όμως ο κόσμος εξελισσόταν, εγώ μεγάλωνα, και θα ήτανε καλό να είχα κι εγώ ένα αμάξι. Και ύστερα από έξι μήνες τα κατάφερα. Έπιανα το τιμόνι και τραβούσα για όπου ήθελα. Έλεγα, μανά, φτιάξε μου ένα καφέ, και τον έπαιρνα στο αμάξι μου και έφευγα ή έλεγα στα κορίτσια και τους φίλους όταν σχολούσα απ΄την δουλεια, θέλετε να σας πάω κάπου με το αμάξι; Οι περισσότεροι δεν είχαν αυτοκίνητο. Εγώ όμως είχα. Πετούσα και την κιθάρα μου στο πίσω κάθισμα και ήμουν βασιλιάς.
Είχα πείσει τόσο καλά το περιβάλλον μου πως κάποτε θα γίνω διάσημος, που η κοπέλα μου είχε σχεδόν παρατήσει την σχολή της. Ποτέ δεν διάβαζε, δεν παρακολουθούσε μαθήματα και ερχόταν να με δει στις πρόβες με τους φίλους μου. Και όλο προγραμμάτιζε πως θα ζούμε όταν θα έχουμε πολλά λεφτά. Μα εγώ σκεφτόμουν πως όταν γίνω πλούσιος θα πρέπει να την διώξω, γιατί θα μπορούσα να έχω παραπάνω από μια φίλες τότε.

Στα εικοστά πρώτα μου γενέθλια πήρα το χειρότερο δώρο που θα μπορούσε να υπάρξει. Το μαγαζί που έπαιζα μουσική έκλεισε. Κι έτσι έχασα την δουλεία μου, μα το σημαντικότερο έχασα την θέση μου, την προβολή μου, το κομμάτι μου. Η κοπέλα μου με ρώτησε εκείνο το βράδυ, μα με ύφος σοβαρό, δεν λέω αγάπη μου, θα γίνεις διάσημος, μα μήπως μέχρι τότε θα πρέπει να κανείς και κάτι άλλο στην ζωή σου; Να βγάζεις περισσότερα χρήματα; Και αυτό θα έρθει, στην ώρα του.
Όχι, θα γινόμουν διάσημος μέχρι τα εικοσιτέσσερα μου. Σαν τον Έρικ κλαπτον. Είχα ακόμη τρία χρόνια. Δεν βιαζόμουν. Προς το παρόν συνέχιζα να δουλεύω στο τηλεφωνικό κέντρο. Με περνάνε τηλέφωνο και με ρωτούσαν, μπορείτε να μου πείτε εάν θα έχει απόπλου απόψε στο λιμάνι; Κι εγώ τους έλεγα.
Με την μπάντα πλέον κάναμε μόνο πρόβες κι εγώ έγραφα καινούρια τραγούδια. Εργαζόμουν σκληρά γι αυτό. Όμως κάτι με άφηνε ανικανοποίητο. Επιθυμούσα πάντα παραπάνω από το αποτέλεσμα που έπαιρνα. Δύσκολα κρατούσαμε ένα κομμάτι για περισσότερο από μια – δυο συναυλίες που δίναμε αραιά και που σε τοπικά μαγαζιά. Οι πρώτες μας μάλιστα είχαν μαζέψει κάμποσο κόσμο. Αλλά ύστερα και αυτός άρχισε να αραιώνει, αφού οι περισσότεροι ήτανε φίλοι που ερχόντουσαν να μας δουν. Η κοπέλα μου όμως υπήρχε πάντα εκεί, με καμάρωνε, με περίμενε να γίνω διάσημος, κι αυτό είχε ξεκινήσει κάπως να με ανχονει. Έπρεπε να το επισπεύσω. Δεν είναι και τόσο εύκολο να γίνεις γνωστός. Χρειαζόμουν λίγο χρόνο. Ήμουνα κοντά, πλησίαζα.
Άρχισε να παρακολουθεί ξανά μαθήματα στην σχολή. Και τα πήγαινε καλά. Προόδευε. Εγώ είχα μείνει στάσιμος, και αν κάποιος με ρωτούσε τι κάνω, ντρεπόμουν να του πω μουσικός, αφού οι συναυλίες που έδινα ήτανε περιστασιακές και σε μικρούς χώρους. Ντρεπόμουν όμως να πω και υπάλληλος σε τηλεφωνική εταιρία. Έτσι έλεγα μηχανικός. Δουλεύω με τον πατέρα μου.
Με τον καιρό μαζέψαμε περίπου δέκα καλά κομμάτια και μια διασκευή. Τα ηχογραφήσαμε στο στούντιο βιαστικά. Οι άλλοι μπορούσαν να περιμένουν, μα εγώ όχι. Έπρεπε να τα καταφέρω εδώ και τώρα. Τα γράψαμε σε ένα cd και το μοιράσαμε σε όλες τις δισκογραφικές.
Κουβαλούσα αυτό το cd πάντα μαζί μου. Το είχα στο αμάξι και καμία φορά το έβαζα να παίξει. Έλεγα, αυτό είναι το cd της μπάντας που παίζω. Εγώ γράφω μουσική και στοίχους. Το μοίρασα και σε καφετερίες και κάποιους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ένας από αυτούς μα απάντησε άμεσα μάλιστα, πως την Κυριακή θα έπαιζε ένα κομμάτι μας. Είχαμε στηθεί όλοι πάνω από το ραδιόφωνο και περιμέναμε. Και πράγματι το έβαλε. Χοροπηδούσαν όλοι από χαρά κι εγώ έκανα πως δεν με ενδιέφερε, όμως ήτανε το τραγούδι που είχα γράψει, και το άκουγα στο ραδιόφωνο. Ήταν σαν μόλις να είχα γίνει πατέρας. Η ζωή μου δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Ήτανε το τραγούδι μου.
Έπειτα από αυτό περιμέναμε. Και περιμέναμε. Για καιρό. Δεν κάναμε τίποτα άλλο. Αντί για πρόβες συζητούσαμε πως θα ήτανε οι ζωές μα όταν θα γίνουμε διάσημοι. Εγώ θα αγόραζα μια μηχανή. Η κοπέλα μου ένα σπίτι. Ο ντραμερ θα αγόραζε μια πλάγια σε ένα βουνό. Ο μπασιστας μετοχές σε μια αεροπορική εταιρία. Και ένα καλύτερο μπάσο. Τα καλοκαίρια θα είχαμε ένα ιστιοφόρο και θα πηγαίναμε όλοι μαζί διακοπές. Εγώ θα έγραφα και ένα βιβλίο. Για την ζωή μου ίσως. Δεν ήξερα ακόμα. Και οι κοπέλες μας γελούσαν. Μας έλεγαν παιδία. Πως αυτά τα πράγματα δεν γίνονται.
Τελικά όλες οι δισκογραφικές μας απέρριψαν. Εκτός από μια, πολύ μικρή. Μας είπαν πως θα μας εκδιδαν χίλιους δίσκους εάν πληρώναμε και θα μας έκαναν και μια μικρή προώθηση στα μαγαζιά που συνεργάζονταν. Μα να πληρώσουμε για την μουσική μας; Τι στο καλό, αξίζαμε κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.
Συνεχίσαμε να γράφουμε καινούρια τραγούδια και να παίζουμε ζωντανά σε κέντρα. Τα πηγαίναμε λίγο καλύτερα. Είχαμε αρχίσει να ωριμάζουμε σαν συγκρότημα. Η κοπέλα μου τελείωσε την σχολή της. Εγώ είχα γίνει εικοσιτέσσερα. Όμως θα τα είχα καταφέρει μέχρι τα εικοσιοκτώ.
Ένα βράδυ γνώρισα σε ένα νυχτερινό μαγαζί κάποιον προωθητη ταλέντων. Είπε πως θα μας κλίσει συναυλία σε ένα από τα μεγαλύτερα live club της πολλής. Στην αρχή θα παίζαμε δοκιμαστικά. Ύστερα, αν αρέσαμε, θα πληρωνόμασταν. Καλά λεφτά. Όμως το παιδί που έπαιζε μπάσο μας εγκατέλειψε. Είπε πως έπρεπε να βρει μια κανονική δουλεία. Είχε μεγαλώσει για να ασχολείται ακόμη με τέτοιες ανοησίες, είπε. Τον ακολούθησε ο κιθαρίστας.
Τελικά έμεινα μόνος μου με τον ντραμερ. Νόμιζα πως θα διαλυόμασταν. Ώσπου ο μάνατζερ του γκρουπ έριξε την ιδέα: Τι τους θες αυτούς; Εσύ γράφεις στοίχους, εσύ μουσική. Εσύ έχεις την φωνή. Μπορείς και μόνος σου. Έτσι έφυγα κι εγώ.
Για τον επόμενο χρόνο έπαιζα σε εποχιακά μαγαζιά. Γνώριζα ανθρώπους. Έπινα ποτά. Κάπνιζα τσιγάρα. Δεν πληρωνόμουν και πολλά. Και τα πρωινά δούλευα ακόμα στην τηλεφωνική εξυπηρέτηση. Είχε την πλάκα του. Ζούσα μια διπλή ζωή: Μπορείτε να μου πείτε το τηλέφωνο του τάδε εστιατόριου; Το έλεγα.
Πίστευα πως ήμουν κοντά. Πολύ κοντά. Είκοσι έξι χρόνων ήμουν και πλησίαζα. Τελικα με παρατησε και η κοπελα μου. Είμαι εικοσιεφτα χρόνων, μου είπε, σε τρία χρόνια θα γίνω τριάντα. Και θέλω μια δουλεία και ένα σπίτι και μια κανονική ζωή.
Ας είναι. Δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τώρα την προσπάθεια μου. Ήθελα να γίνω διάσημος και έπρεπε να τα καταφέρω. Ήτανε ανάγκη και επείγον. Ήτανε η ζωή μου. Να γίνω διάσημος. Μόνο αυτό είχα. Και αν το έχανα θα πέθαινα. Έπαιζα μουσική αλλά δεν το έκανα για τη μουσική. Πληρωνόμουν λίγα, αλλά δεν το έκανα για τα χρήματα. Κάποιοι με γνώριζαν, άλλα όχι και πολλοι. Το έκανα για την μεγάλη φήμη, για τα πολλά λεφτά, για την σπουδαια δόξα. Ειχα μεγάλα όνειρα για τον εαυτό μου από τότε που ήμουνα παιδί. Να γίνω οπως οι λαμπεροι άνθρωποι της μουσικής, της τηλεοράσης και του κινηματογράφου. Ήτανε τόσο φωτεινοι. Πανέμορφοι. Ήθελα να γίνω κι εγώ έτσι. Ο κόσμος να με θυμάται, να μιλάει για εμένα. Να με κουτσομπολεύει. Να είμαι αμφιλεγόμενος. Αυτό ήθελα. Όμως την αγαπούσα. Αλλά θα το ξεπερνουσα.

Μια ωραία μέρα με λιακάδα με παίρνει τηλέφωνο ο μάνατζερ μου και μου λέει: Θα κάνω ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Αγγλία. Ίσως να έχεις κι εσύ κάποιο όφελος από αυτό. Το κινητό μου δεν θα λειτουργεί. Τα λέμε από ‘βδομάδα.
Το κινητό του δεν λειτουργούσε για μια εβδομάδα. Για δυο εβδομάδες. Για τρεις. Για έναν μήνα. Δεν υπήρχε κανείς να μου κλείσει μια νέα δουλεία. Με έδιωξαν. Πήραν στην θέση μου ένα συγκρότημα με ξανθιές. Τις έβλεπα καμία φορά. Δεν ήταν κι’ άσχημες.
Για λίγο καιρό τα παράτησα. Δεν έπαιζα ούτε κιθάρα. Απλά δούλευα στην πρωινή μου εργασία. Καμία φορά έπαιρνα τηλέφωνο τον μάνατζερ μου, μα το τηλέφωνο του δεν λειτουργούσε. Έπαιρνα τηλέφωνο την κοπέλα μου, μα το τηλέφωνο της δεν λειτουργούσε. Έπαιρνα τηλέφωνο για να παραγγείλω φαγητό, μα το κινητό μου είχε χαλάσει. Το μόνο τηλέφωνο που ακόμα δούλευε ήταν αυτό της εξυπηρέτησης πελατών στο γραφείο μου. Χτυπούσε, το σήκωνα: Πάρε μου μια πίπα. Το έκλειναν.
Ένα βράδυ πήρα την κιθάρα μου, μια μαύρη fender, ένα κουκλί καλογυαλισμένη, λαδωμένη, όλο ξύλο και σύρμα, και πήγα έξω από ένα γνωστό μπαρ σε μια από τις καλύτερες συνοικίες της πόλης, εκεί όπου σύχναζαν όλοι οι διάσημοι. Άρχισα να παίζω. Ήμουν είκοσι οχτώ. Μα θα γινόμουν διάσημος μέχρι τα τριάντα τέσσερα. Όπως ο Φρανκ Σινατρα. Κάποιος θα με ανακάλυπτε-λέμε τώρα. Και πρώτη φορά αυτή η σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Για πρωτη φορα ειχα ειρωνευτει τον ιδιο μου τον εαυτο: λέμε τώρα- ήταν ένα όνειρο, ένα ψέμα όλα αυτά.
Έπαιξα εκεί για κανεναν μήνα. Τίποτα δεν συνέβη. Ούτε καν μου άφηναν φιλοδώρημα. Περπάτησα τον δρόμο και έφτασα ως τα μεγάλα εμπορικά. Εκεί δεν σύχναζαν επώνυμοι, όμως άφηναν φιλοδώρημα. Έβγαζα σχεδόν ακόμα έναν μισθό. Και πολύς κόσμος με κοιτούσε εντυπωσιασμένος. Έχεις εκπληκτική φωνή, άάά, θα γίνεις γνωστός μια μέρα, μου λέγον οι περαστικοί. Μ’ άρεσε. Έπαιρνα κουράγιο. Ίσως τελικά κάποιος να ‘μ έβλεπε.
Πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια. Κι εγώ περίμενα. Μέσα μου όμως ήξερα. Έπρεπε να βρω μια κανονική δουλεία. Όμως βαριόμουνα. Βαριόμουνα να ζήσω. Να ξυριστώ, να ντυθώ καλύτερα, να γίνω ομορφότερος. Ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσω, χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο μου και μια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής με ρωτα:
- Μπορείτε να καλέσετε ένα ταξί να έρθει να με παραλάβει; Βρίσκομαι στην οδό τάδε.
- Μάλιστα κύρια μου – Ήταν η κοπέλα μου. Εκείνη που κάποτε είχα.
Για λίγο σιωπή.
Και ύστερα από λίγο:
- Γιώργο;
- Ορίστε; Σε εμένα μιλάτε; Λάθος κάνετε.
Κατέβασα το ακουστικό με δύναμη. Και την επόμενη μέρα παράτησα την δουλεια.
Πήρα την κιθάρα και τράβηξα έξω από ένα γήπεδο. Ήταν Κυριακή. Κόσμος πολύς. Έβγαιναν αλαφιασμένοι από την νίκη και άφηναν πουρμπουάρ. Χιλιάδες πουρμπουάρ. Γέμιζε το πανέρι μου. Γέμιζαν οι τσέπες μου. Έπρεπε να το αλλάζω κάθε τόσο γιατί θα με περνούσαν για κροίσο. Και μερικοί συζητούσαν: Ο τύπος έχει φοβερή φωνή, δες τον πως τραγουδά. Κι εγώ τους άκουγα, και χασκογελούσα.
Τις Δευτέρες, που δεν είχε γήπεδο, την έβγαζα έξω από ένα λαδάδικο που μάζευε φοιτητόκοσμο. Και μου άφηναν γέρο χαρτζιλίκι. Τις τρίτες σε έναν κινηματογραφώ όπου τα είχα μιλήσει με τον σεκιουριτι. Τετάρτη, πέμπτη έπαιρνα ρεπό. Παρασκευή σε καλά μαγαζιά, εκεί που σύχναζαν κυνηγοί ταλέντων-δεν είχα σταματήσει να ελπίζω. Σάββατα απέξω από γάμους και Κυριακή ξανά πίσω στο γήπεδο.
Ένα βράδυ, ξημερώματα, εκεί που έπαιζα, με σταματά ένας νταβατζής και μου λέει: Όπως κάθεσαι, δεν προσεχείς και λίγο την πουτάνα μου; Έχω να γαμήσω. Την κοιτάζω, ήταν μια μελαχρινή θεά. Εντάξει. Μετά από δυο ώρες έρχεται κουμπώνοντας το φερμουάρ του, παίρνει την μελαχρινή θεά του και μου δίνει μερικά μεγάλα χάρτινα εύρο. Κάθε Δευτέρα επέστρεφε, κούμπωνε τα πανταλόνια του, έσφιγγε την ζώνη του, και μου έσκαγε το χρήμα. Και αν είχε όρεξη, μου λέγε: Ωραία φωνή έχεις βρε πούστη. Κι εγώ χασκογελούσα.
Είχα μαζέψει πολύ χρήμα. Αν πεινούσα έτρωγα. Αν διψούσα έπινα. Και αν στεναχωριόμουν κάπνιζα, και πήγαινα για μπύρες. Ήμουν απλά μια ύπαρξη. Μια μικρή αμοιβάδα σκέψεων. Περιφερόμουν εδώ κι εκεί στην πολλή σαν δυο μάτια στηριγμένα σε ένα αδιάφορο σώμα. Κάθε Κυριακή στο γήπεδο οι οπαδοί ήξεραν που βρισκόμουν. Στην θύρα τρία. Περνούσαν από εκεί μόνο για να μου αφήσουν φιλοδώρημα. Στον κινηματογράφο οι εργαζόμενοι έβγαιναν να κάνουν ένα τσιγάρο και να μου ζητήσουν ένα τραγούδι. Μου πετούσαν και από ένα κέρμα. Τις Παρασκευές οι καλές παρέες τις πόλης με τις πανέμορφες συντρόφους τους έκαναν έναν κύκλο πάνω από το κεφάλι μου και τραγουδούσαν. Ότι μου ζητούσαν το έπαιζα. Και ύστερα άφηναν και χάρτινα. Το Σάββατο ο παπάς μου έδινε την ευλογία του και άφηνε και κάτι από το πανέρι. Και όλοι έλεγαν: Μα τι υπέροχη φωνή!
Ανέβαινα τις κυλιόμενες στον ηλεκτρικό και ο κρύος αέρας της πόλης μου έκανε επίθεση. Οι σκισμένες εφημερίδες στους δρόμους μου έκαναν επίθεση. Οι μυρωδιές των φαστ-φουντ μου έκαναν επίθεση. Οι σκύλοι περνούσαν σε κοπάδια από πλάι μου. Έβγαινα στην επιφάνεια. Και τα ψιθυριστά του κόσμου με τις φυσιολογικές ζωές του μου έκαναν επίθεση… Μια λύτρωση. Διαύγεια. Αισθανόμουν ζωντανός, και ήμουνα νεκρός. Αισθανόμουν νεκρός, μα ήμουν ζωντανός. Για ποιον ακριβώς λόγο ζούσα; Γιατί υπήρχα;

Κάποιο βράδυ μετά τον αγώνα, ένας άντρας με πυκνό μαλλί μέχρι τους ωμούς, χωρίστρα σαν γάλος, γυαλιά με κόκκινο σκελετό και μούσι, καπαρντινα και διάφορα αξεσουάρ: τσάντες, στυλό στο πέτο, σκούφους, γάντια, κασκόλ(δεν είχε δα και τόσο κρύο) φόδρες στο τζιν και αλλά περίεργα, έρχεται πάνω από το κεφάλι μου και με κοιτά τρώγοντας ένα χάμπουργκερ. Πολλοί με κοιτούσαν, αλλά αυτός το έκανε με έναν δικό του περίεργο τρόπο. Νόμιζα πως ήθελε να με σκοτώσει. Και την επόμενη Κυριακή τον ξαναβλέπω. Πάλι με το ίδιο ύφος. Σαν να ήθελε να με ξανασκωτωσει. Και δυο εβδομάδες αργότερα ξανά. Τον χάνω για κανένα μήνα και αγαλλιάζω. Ώσπου ένα βράδυ όπως περνώ τον δρόμο μου για σπίτι μετρώντας τα ψηλά μου, να σου τον βλέπω από πίσω μου. Πάει, σκέφτομαι, δεν την γλιτώνω απόψε. Τρέχει, τρέχει και με φτάνει, με πιάνει από τον ωμό, και μου λέει:
- Για σου, είμαι συγγραφέας.
Κι εγώ του λέω:
- Για σου, είμαι πλανόδιος.
- Η φωνή σου, είναι μια έμπνευση. Η ζωή σου, είναι μια έμπνευση.
Μιλούσε ψευδά.
- Εντάξει, του λέω, κερνάς κάτι να φάμε;
Κέρασε. Το τρώγαμε σε ένα παγκάκι. Είχε κρύο.
- Είμαι γνωστός συγγραφέας, μου λέει, έχω γράψει πολλά μπεστ σελλερ. Και η μορφή σου έχει κάτι το υπέροχο μέσα της. Είσαι μια γραφική παρουσία σε αυτήν τη πολλή. Μια μορφή που μπορεί να κάνει τον κόσμο που περνά τριγύρω σου να αισθανθεί καλύτερα.
Συνέχιζα να τρώω με χοντρές μπουκιές και να πίνω αναψυκτικό.
- Και; Του λέω. Ανταλλάζουμε;
- Θέλω να μου πεις κάποια πράγματα για την ζωή σου. Κι εγώ θα τα κάνω βιβλίο. Θα τα γράψω με έναν δικό μου τρόπο.
- Και γιατί όχι όπως πραγματικά είναι;
Άρχισε να κανείς κινήσεις με τα χέρια του στον αέρα.
- Φέρε στο μυαλό σου το άγαλμα του Απόλλωνα αθλητή. Έχει πανέμορφο σώμα, όμως ποτέ οι δισκοβόλοι δεν πετούν τον δίσκο τους με αυτόν τον τρόπο. Η στάση του κορμιού του δεν είναι δοσμένη έτσι από τον γλυπτη για να εξηπερετει την αναπαράσταση ενός αθλήματος, ούτε την ζωή. Είναι φτιαγμένη για την τέχνη. Για τον θαυμασμό. Για την ομορφιά και την δημιουργία. Και θέλω να πάρω από επάνω σου οτιδήποτε έχει καταστραφεί από την ζωή, οτιδήποτε άτεχνο, να σε σμηλευσω τονίζοντας τους αρμούς σου και πλάσω απέριττο και σαγηνευτικό.
Μου τα λέγε ψευδά.
Σαγηνευτικό; Απέριττο; Αρμοί; Ωραίες λέξεις. Ήτανε όλες για μένα; Μου άρεσε. Θα ήταν ωραία ιδέα, αν δεν ήταν γκέι.
Μιλούσαμε έως το πρωί. Του τα είπα όλα. Είχε βγάλει ένα φίλο χαρτί και κρατούσε σημειώσεις. Κι εγώ έτρωγα φαγητό με μεγάλες μπουκιές κι έπινα αναψυκτικό. Και στο τέλος έφυγε, κι άναψα ένα τσιγάρο.

Πέρασε λίγος καιρός. Ένας χειμώνας. Μπήκε η άνοιξη. Χτένισα τα μαλλιά μου και έβαλα την κιθάρα μου στον ωμό. Μια μαύρη fender, ένα κουκλί. Όλη ξύλο και σύρμα. Τράβηξα προς μια επώνυμη συνοικία. Από εκείνες που οι γίνονταν υπαίθριες δεξιώσεις για καλές οικογένειες και στο τέλος της βραδιάς ο οικοδεσπότης παρακαλούσε τις κύριες να κλείσουν τα αυτιά τους για να πει ένα σόκιν αστείο.
Πηγαίνοντας, πέρασα πλάι από ένα κεντρικό βιβλιοπωλείο, όπου είδα μια μεγάλη λευκή άφησα με ενα ελεύθερο σκίτσο της φιγούρας μου. Ενας φτωχος πλανωδιος με μια κιθαρα περασμένη στην πλάτη. Σταθηκα και το κοιτουσα. Το καινούριο μπεστ σελλερ, έλεγε. Ήμουνα εγώ. Και ήμουνα παντού. Στις βιτρίνες, στα ποστερ, στους συρμούς του μέτρο, στα διαφημιστικά πλακάτ πάνω από τα μεγάλα εμπορικά!
Ένα πιτσιρίκι φρενάρει το ποδήλατο πλάι μου και με ρώτα:
- Κύριε, είστε αυτός στην φωτογραφία;
Ήμουν διάσημος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου